Οταν οι Γερμανοί ανησυχούν με τη συστηματικότητα και τη σοβαρότητα που τους αρμόζει, οι Βρετανοί προτιμούν, τουλάχιστον για την αρχή, το πνευματώδες καλαμπούρι: η Ανγκελα και ο Βόλφγκανγκ πασχίζουν να καταλάβουν σε ποιον πολιτικό, ιδεολογικό (ίσως και ανθρωπολογικό) τύπο ανήκει ο Ντόναλντ Τραμπ, την ώρα που μια φρέσκια πινακίδα έξω από εγγλέζικη παμπ απαγορεύει την είσοδο σε Αμερικανούς που δεν συνοδεύονται από ενήλικο. Ο καιρός θα δείξει αν οι περίφημοι «έλεγχοι και ισορροπίες» και τα θεσμικά αντίβαρα μιας δημοκρατίας που παλιότερα ο Φράνσις Φουκουγιάμα την ταύτισε θριαμβικά και λανθασμένα με το «Τέλος της Ιστορίας» μπορούν να εξημερώσουν το υποτιθέμενο αντισυστημικό «θεριό» της πρόσφατης αμερικανικής προεκλογικής περιόδου. Στο μεταξύ, όμως, τα πολιτικά επιτελεία της Ευρώπης θα προβληματίζονται ενώ τα καλαμπούρια και η ανεκδοτολογία για το νέο αμερικανικό «θαύμα» θα ακμάζουν, όχι μόνο επειδή ο νέος πρόεδρος μοιάζει με υπερατλαντική διασταύρωση Χρυσής Αυγής και ΑΝΕΛ, αλλά και επειδή η εκλογή του μπορεί να παροξύνει, εκτός από γεωπολιτικά άγχη, και τον σνομπισμό της Γηραιάς απέναντι σε φαινόμενα και συμπτώματα «αμερικανιάς».
Η ιστορία είναι παλιά αλλά η καχυποψία και μαζί η υπεροψία απέναντι στην αμερικανική κουλτούρα εκδηλώθηκαν συντεταγμένα και επίσημα τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα όταν η ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια αποφάσισε ότι η παραδοσιακή πολιτισμική αγορά κινδύνευε να αλλοιωθεί από προϊόντα μαζικής παραγωγής made (κυρίως) in USA, από τα κινηματογραφικά σκευάσματα του Χόλιγουντ και το σύστημα των «μπεστ σέλερ» έως την τζαζ και τις πρακτικές της διαφήμισης. Το σημαντικότερο επιτελείο της ευρωπαϊκής αντίστασης αυτήν την περίοδο ήταν η Σχολή της Φρανκφούρτης, ένα ινστιτούτο κοινωνικών ερευνών, με αστέρες πρώτου μεγέθους τον Tέοντορ Αντόρνο και τον Μαξ Χορκχάιμερ. Μαρξιστές χωρίς τη ρόδινη αισιοδοξία της μαρξιστικής θεωρίας, οι δυο τους στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (1944) ανέπτυξαν ένα σφοδρό κατηγορητήριο εναντίον αυτού που έβλεπαν ως «μαζική κουλτούρα» της Αμερικής των δεκαετιών του 1920 και του 1930 –ως «πολιτισμική βιομηχανία» που ήταν ένα από τα «κακά άνθη» της καπιταλιστικής ασυδοσίας και που υποβίβαζε την τέχνη σε «μπίζνες», παραδίδοντάς την στα χέρια απαίδευτων μάνατζερ της αγοράς.
Κηρύσσοντας από τον άμβωνα του ευρωπαϊκού Μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα και τρέφοντας παραδοσιακή πίστη στον κοινωνικό ρόλο μιας εγρήγορης, δύσκολης τέχνης που ξέρει να εκπλήσσει και να αντιστέκεται, οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ κατηγορούν την pop κουλτούρα της αμερικανικής «πολιτισμικής βιομηχανίας» ότι επιβάλλει με τον τρόπο των ολοκληρωτικών καθεστώτων μια «σιδηρά ομοιογένεια» πολιτισμικής αντίληψης· ότι χρησιμοποιεί συστηματικά το όπιο της διαφήμισης για να παραδώσει τους καταναλωτές δέσμιους στα μεγάλα και οργανωμένα συμφέροντα της πολιτισμικής αγοράς· ότι έχει αφήσει την εμπορική διαφήμιση να διαβρώσει την ποιότητα των πολιτισμικών προϊόντων· ότι αποτελεί ένα είδος χειραγωγικής «ψυχοτεχνολογίας» που εθίζει τις μάζες σε παραπροϊόντα, όπως οι σαπουνόπερες και άλλα εύπεπτα της ραδιοφωνίας και της νεόκοπης τηλοψίας. Τον αμερικανικό «πολιτισμικό λαϊκισμό» που υπονομεύει τις παραδόσεις της υψηλής τέχνης, όπως την αντιλαμβάνονται οι ευρωπαϊκές ελίτ, τον είχε καταγγείλει μια δεκαετία νωρίτερα στην Αγγλία και ο F. R. Leavis, καθόλου μαρξιστής αλλά ευτυχής που η μαρξιστική παρέα της Φρανκφούρτης στοχοποιούσε την ίδια εποχή και για τους ίδιους λόγους τους εμπόρους της μαζικής κουλτούρας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και οι βρετανοί οπαδοί του, αφήνοντας στην άκρη το βελούδινο γάντι του χιούμορ, γρονθοκοπούσαν την Αμερική ως κρούσμα «αγελαίας» κουλτούρας που απειλούσε ως «πέμπτη φάλαγγα» να διασαλεύσει τη βρετανική πολιτισμική τάξη.
Στη ρίζα τέτοιων σαρωτικών εκτιμήσεων για την ποιότητα της αμερικανικής κουλτούρας βρισκόταν, ανάμεσα σε άλλα εμπειρικά και θεωρητικά σχήματα, μια διάκριση της ευρωπαϊκής κοινωνιολογικής σκέψης με μακρά παράδοση που έφθανε πίσω στις πρώιμες αναλύσεις του γάλλου διπλωμάτη και ιστορικού Αλέξις ντε Τοκβίλ για τα χαρακτηριστικά της έφηβης αμερικανικής δημοκρατίας κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα σε παραδοσιακές κοινότητες των οποίων τα μέλη συνέχονται με δεσμούς στενής γειτονίας, συγγένειας, φιλίας και γενικότερα με ισχυρή αίσθηση συλλογικότητας (ό,τι η γερμανική ορίζει ως Gemeinschaft) και σε νεωτερικές κοινωνίες οι οποίες, απρόσωπες και χωρίς το κονίαμα της φυσικής συλλογικότητας, επαφίενται σε τυπικά κοινωνικά συμβόλαια (Gesellschaft).
Και τις ακραίες συνέπειες του δεύτερου τύπου κοινωνίας έβλεπε, ή νόμισε ότι έβλεπε, ο πολύς Ζαν Μποντριγιάρ όταν στα μέσα της δεκαετία του ’80, και αφηγούμενος τη δική του «Αμερική», αναρωτιόταν «τι λόγο έχει ο κόσμος να θέλει να ζει στη Νέα Υόρκη;», σε μια χώρα όπου «υπάρχει πολλή δημοκρατία και λίγος πολιτισμός», σε έναν κόσμο όπου λείπουν οι παραδόσεις μέσα από τις οποίες κανείς μπορεί να ορίσει την ταυτότητά του. Ο Μποντριγιάρ βλέπει την Αμερική ως την «ερημοποίηση» όλων εκείνων που συγκροτούν κοινωνικό και πολιτισμικό νόημα, ενώ «εμείς στην Ευρώπη κατέχουμε την τέχνη της σκέψης, ξέρουμε να αναλύουμε και να στοχαζόμαστε τα πράγματα». Αν οι «φονταμενταλιστές» του ευρωπαϊκού πολιτισμικού σνομπισμού απέναντι στον Νέο Κόσμο είναι πολλοί, μόνο ένας διανοούμενος βαρόνος του γαλατικού μεταμοντερνισμού θα μπορούσε να είναι τόσο σαφής. Και μόνο ένας αμερικανός ζηλωτής του, σαν τον Φρέντερικ Τζέιμσον, μη βρίσκοντας τίποτε για να παινέψει το σπίτι του, θα απηχούσε τη λίστα με τα πολιτισμικά αλλεργιογόνα: τα «μίντια» και τη διαφήμιση, τον Αντι Γουόρχολ και την pop art, το εμπορευματοποιημένο σταριλίκι του Χόλιγουντ και τη Mέριλιν Μονρόε του, τις εικόνες, τα θεάματα και τα ψευδογεγονότα μιας γενικευμένης σόουμπιζ που έχει φέρει στρεβλώσεις στην αντίληψη της πραγματικότητας.
Το υπεροπτικό σήκωμα του φρυδιού της ευρωπαϊκής διανόησης απέναντι στην αμερικανική «πολιτισμική βιομηχανία» μπορεί κάποτε να λέει περισσότερα για τα σύνδρομα και τις ανασφάλειες της ίδιας της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Και εν πάση περιπτώσει, η πολιτισμική αμερικανοποίηση που ήθελε να εξορκίσει είναι ήδη εδώ –με τα κακά της και με τα καλά της. Μόνο που τώρα, βλέποντας και ακούγοντας τον 45ο πρόεδρο της Αμερικής, συνειρμικά τείνεις να σκέφτεσαι μόνο τα πρώτα. Μπορεί τελικά η πολιτική Ευρώπη και ο κόσμος να διαπιστώσουν ότι το γάβγισμα του Τραμπ είναι πολύ χειρότερο από το δάγκωμά του, όμως κατά τα άλλα εκείνο το ινστιτούτο της Φρανκφούρτης και η αριστερή όχθη του Σηκουάνα, με όλες τις υπερβολές τους, κάτι ήξεραν. Γιατί ο Ντόναλντ δεν είναι τίποτε αν δεν είναι αίτιο και αιτιατό της αμερικανικής μαζικής πολιτισμικής βιομηχανίας: εικόνισμα της χρυσοτόκου μπίζνας, αρχιερέας του μάρκετινγκ, ζεν πρεμιέ του τηλεοπτικού trash, «μπεστ-σελερίστας» στην κατηγορία της συνταγογράφησης τύπου «πώς να γίνετε πλούσιος», χορηγός καλλιστειακών εμποροπανηγύρεων, ένοικος διαρκούς σαπουνόπερας όπου η γοητεία οφείλεται σε up market μοντέλες και η τόλμη στις μάτσο ορμόνες του. Tέοντορ, Μαξ, Ζαν, καλά που προλάβατε να φύγετε!
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ