Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, δευτερότοκο παιδί της Αναστασίας Χατζηκυριάκου, από το Πυργί της Μικρασίας, και του καπνεργάτη Νικόλαου Μαρωνίτη, από τη Θράκη, γεννήθηκε στις 22 Απριλίου 1929 στη Θεσσαλονίκη, σε μια πάροδο της οδού Σοφοκλέους, μεταξύ Κασσάνδρου και Αθηνάς. Αποφοίτησε το 1952 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο δίδαξε από τον επόμενο χρόνο, πρώτα ως άμισθος βοηθός του Ι. Θ. Κακριδή (διδάσκοντας παράλληλα στην ιδιωτική Μέση Εκπαίδευση· 1956-1963: De La Salle και Γερμανική Σχολή) και από το 1964 ως υφηγητής και αργότερα ως τακτικός καθηγητής, μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1996. Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της πόλης (αλλά φυσικά όχι μόνον αυτής) εγγράφεται για τη γενναία εναντίωσή του στην απριλιανή δικτατορία, που είχε ως αποτέλεσμα να απολυθεί το 1968 από το Πανεπιστήμιο και να βασανιστεί τρεις φορές στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι εμβληματική μορφή· όσοι είχαν το προνόμιο να παρακολουθήσουν μαθήματά του μιλούν για τη μοναδική αυτή εμπειρία, ενίοτε «τραυματική», εξαιτίας της επιμονής του να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε, αλλά εκ του αποτελέσματος εξαιρετικά ωφέλιμη, καθώς η διδασκαλία του δημιουργούσε νέους τρόπους σκέψης στους –αλλιώς μαθημένους (σημειώσεις, αποστήθιση κ.τ.λ.) –φοιτητές. (Η ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου έχει περιγράψει αυτήν την ανεπανάληπτη εμπειρία της ως φοιτήτριας στον συλλογικό τόμο «Επέτειος», 2009.)
Ομως, ο Δ.Ν.Μ. είναι παρών και στη ζωή της πόλης, πνευματική και καλλιτεχνική, και έξω από το πανεπιστήμιο. Φοιτητής ακόμη, παίρνει μέρος ως ηθοποιός σε δύο παραστάσεις («Ερωφίλη», 1949, «Η θυσία του Αβραάμ», 1951). Από το 1964 μετέχει ενεργά, ως μέλος της συντακτικής επιτροπής και κατά νόμον υπεύθυνος, στην έκδοση του περιοδικού «Φιλόλογος» του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια που ακολουθούν, δίνει διαλέξεις, παρακολουθεί τη θεατρική και μουσική κίνηση, συμμετέχει στη δημιουργία της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» (που μεταμόρφωσε την καλλιτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης, πρωτοστατώντας στη δημιουργία θεσμών όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης κ.ά.).
Το 1977 βάζει «φωτιά στα τόπια» με τη διάλεξή του «Η ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης – Ερωτήματα για την επαρχιακή τέχνη», στην οποία «αποδομεί» το έως τότε πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου (ακολούθησαν τέσσερις επιφυλλίδες, με το ίδιο θέμα, στο «Βήμα»), γεγονός που προκάλεσε την οργίλη αντίδραση του θιγόμενου πεζογράφου αλλά και δημιούργησε έντονες αντιπαραθέσεις στους συγγραφικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης.
Από το 1979 έως το 1995 είναι μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών / Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ενώ κατά το διάστημα 1991-1994 διατελεί πρόεδρος του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχίζει να διαβάζει σε δημόσιες εκδηλώσεις, ενώπιον πυκνού ακροατηρίου, αποσπάσματα από ραψωδίες της «Οδύσσειας» σε δική του μετάφραση, ανεβάζοντας κατακόρυφα τον πήχυ στο ζήτημα της ακροαματικής απόλαυσης κατά την ανάγνωση ποιητικών κειμένων, κατεύθυνση προς την οποία είχε ήδη κινηθεί στις πανεπιστημιακές του παραδόσεις, όπου καθήλωνε το φοιτητικό ακροατήριο (και από άλλες σχολές, πλην της Φιλοσοφικής, κατά τη δημοσιευμένη μαρτυρία του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, που τις παρακολουθούσε ως φοιτητής στα χρόνια 1974-1977): χωρίς στόμφο, ανασημασιοδοτώντας με τη βραχνή και έντονη φωνή του, τις λέξεις, με τον τρόπο που τις πρόφερε, στα ποιήματα του Καβάφη, του Ελύτη, του Πατρίκιου, του Αναγνωστάκη, του Σινόπουλου και πολλών νεότερων. Οι θεατρόφιλοι ακόμη θυμούνται τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο διάβασε, τo 1982, έναν σύντομο μονόλογο του Μπέκετ σε πολυσυζητημένη παράσταση της Ρούλας Πατεράκη.
Ωστόσο, το γεγονός που απέδειξε πόσο το μέγεθός του δεν χωρούσε στη χαμηλών οριζόντων Θεσσαλονίκη ήταν ο διορισμός του, το 1989, μετά από αναμέτρηση με άλλους συνυποψήφιους, ως γενικού διευθυντή του ΚΘΒΕ· παραιτείται μετά από 11μηνη θητεία: ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του συγκρούστηκε με το συνδικαλιστικό κατεστημένο του Κρατικού, με το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών αλλά και με μέλη του ΔΣ.
Η Θεσσαλονίκη τού οφείλει επίσης το γεγονός ότι το 1994 δημιούργησε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (επιστημονικό ίδρυμα που λειτουργεί ως συντονιστικό και επιτελικό όργανο του υπουργείου Παιδείας σε θέματα γλωσσικής πολιτικής), του οποίου διετέλεσε πρώτος πρόεδρος – γενικός διευθυντής μέχρι το 2001 (και επιστημονικός υπεύθυνος του έργου «Ενδογλωσσική μετάφραση» στο πλαίσιο του Ηλεκτρονικού Κόμβου του Κέντρου, 1998-2000).
Το επόμενο έτος εγκατέλειψε τη γενέθλια πόλη, με αμφίθυμα συναισθήματα, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του.
Ο κ. Γιώργος Κορδομενίδης είναι εκδότης-διευθυντής του περιοδικού «Εντευκτήριο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ