Το αποτυχημένο πραξικόπημα το βράδυ της 15ης Ιουλίου και όσα ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες στην Τουρκία μπορεί να ενίσχυσαν την κυριαρχία του προέδρου της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά κατάφεραν ένα βαρύ πλήγμα στην ήδη ταλαιπωρημένη τουρκική οικονομία, από το οποίο οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα χρειαστεί χρόνο να ανακάμψει. Η Τουρκία έχει πλέον να αντιμετωπίσει την προοπτική της φθίνουσας οικονομικής ανάπτυξης, έναν αγώνα για τον καθησυχασμό των υφιστάμενων διεθνών επενδυτών και την προσέλκυση νέων, την αποτροπή της φυγής κεφαλαίων και την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών για τους επόμενους μήνες.
Ο δείκτης του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης διανύει τη χειρότερη εβδομάδα από το 2008, όπως επισημαίνουν οι «Financial Times». Την πρώτη ημέρα λειτουργίας των αγορών μετά την απόπειρα πραξικοπήματος η τούρκικη λίρα υποχώρησε κατά 4,6% ενώ ο δείκτης έκλεισε με πτώση 7,08%. Η απόδοση του τουρκικού δεκαετούς ομολόγου σημείωσε αύξηση περίπου 10%, τη μεγαλύτερη των τελευταίων τριών ετών.
Το άμεσο και σοβαρό πρόβλημα είναι το πλήγμα που δέχθηκε ο τουρισμός της χώρας που είναι βασική πηγή εισροής συναλλάγματος για τη γείτονα. Η χρονιά θεωρείται πλέον χαμένη.
«Η ζημιά έχει ήδη γίνει. Προβλέπουμε ότι βραχυπρόθεσμα θα είναι ευάλωτα τα τουρκικά περιουσιακά στοιχεία και ότι η ισοτιμία της λίρας θα αυξομειώνεται τις επόμενες ημέρες. Αν υπονομευτεί σοβαρά το κράτος δικαίου τους επόμενους μήνες, τότε μπορεί να έχουμε και φυγή κεφαλαίων» επισήμανε ο Πιότρ Ματίς, αναλυτής νομισμάτων αναδυόμενων αγορών στην τράπεζα Rabobank στο Λονδίνο.
Η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές χαρακτηρίζοντας ως «σπασμωδική αντίδραση» τα άσχημα αποτελέσματα που καταγράφουν ο χρηματιστηριακός δείκτης και το εθνικό νόμισμα της χώρας. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας Μεχμέτ Σιμσέκ σε δηλώσεις του επισήμανε ότι η τουρκική οικονομία μπορεί να επιβιώσει από ένα βραχυπρόθεσμο σοκ από τα γεγονότα της περασμένης Παρασκευής. Από την πλευρά του, ο τούρκος υπουργός Οικονομικών Νασί Αγκμπάλ δήλωσε ότι «δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για την τόνωση της οικονομίας, γιατί δεν υπάρχει ανάγκη» ενώ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι σε δύο με τρεις εβδομάδες η κατάσταση θα έχει βελτιωθεί.
«Οι έρευνες συνεχίζονται, τα άτομα που σχετίζονται με την τρομοκρατική οργάνωση θα συλληφθούν και η κεντρική μας τράπεζα είναι καθ’ όλα έτοιμη να καλύψει οποιαδήποτε ανάγκη ρευστότητας» είπε χαρακτηριστικά ο Αγκμπάλ, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του τον περασμένο Νοέμβριο και θεωρείται ένας από τους πιο πιστούς αξιωματούχους του Ερντογάν. Ωστόσο, οι επενδυτές δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτές τις ενθαρρυντικές δηλώσεις των τούρκων κυβερνητικών. Η πτωτική πορεία του δείκτη Borsa Istanbul αλλά και της λίρας συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, αν και μπόρεσε να καλυφθεί κάποιο από το χαμένο έδαφος. Την Παρασκευή ο δείκτης έκλεισε με πτώση άνω του 3%. Σύμφωνα με το Business Insider, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι προβλέψεις για οικονομική ανάπτυξη 2,9% θα μπορούσαν να διαψευστούν λόγω της αβεβαιότητας που περιβάλλει το πολιτικό κλίμα.
Υποβάθμιση και προειδοποιήσεις


Διαφορετική άποψη από τα υψηλόβαθμα στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης για την προοπτική της εθνικής οικονομίας διατυπώνουν και οι διεθνείς οίκοι. Την περασμένη Τετάρτη η Standard & Poor’s υποβάθμισε το κρατικό αξιόχρεο της Τουρκίας σε ΒΒ από ΒΒ+ προηγουμένως και εξέφρασε την ανησυχία της για την περίοδο αβεβαιότητας στην οποία εισήλθε η χώρα. Επιπλέον, ο διεθνής οίκος δεν απέκλεισε την πιθανότητα νέας υποβάθμισης καθώς κρίνει ότι η προοπτική του νέου κρατικού αξιόχρεου είναι αρνητική.
Στο ίδιο πλαίσιο και η Moody’s, η οποία εξέδωσε προειδοποίηση για πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Τουρκίας καθότι εκτιμά πως, παρά την αποτυχία του πραξικοπήματος, «η χώρα συνεχίζει να λειτουργεί σε ένα εύθραυστο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον» και υπάρχουν αυξημένοι πιστωτικοί κίνδυνοι. Η Fitch Ratings από την πλευρά της, σε επίσημη έκθεση, εμμένει σε μια άλλη παράμετρο και υπογραμμίζει τους πολιτικούς κινδύνους στην Τουρκία, που αναδύθηκαν επικίνδυνα ως αποτέλεσμα των γεγονότων της δραματικής νύχτας της 15ης Ιουλίου αλλά και της αντίδρασης της κυβέρνησης Ερντογάν τις επόμενες μέρες. Οι μαζικές συλλήψεις που ξεπέρασαν τις 6.000, η καρατόμηση περίπου 60.000 δημοσίων υπαλλήλων, το λουκέτο σε ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η κήρυξη της χώρας σε τρίμηνη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ανοίγει τον δρόμο για την επαναφορά της θανατικής ποινής για τους πραξικοπηματίες, η κατάργηση της ισχύος της συνθήκης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μόνο ορισμένες από τις αποφάσεις του τούρκου προέδρου που μπορούν να οδηγήσουν στην υπονόμευση της πολιτικής συνοχής και κατά συνέπεια να εντείνουν τον κίνδυνο της φυγής κεφαλαίων και να δυσχεράνουν τη δυνατότητα εξωτερικής χρηματοδότησης της χώρας.
Τόσο οι διεθνείς οίκοι όσο και οι αναλυτές και γνώστες της αγοράς επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη για την επιβολή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο στην Τουρκία, καθώς πιστεύεται ότι κάτι τέτοιο θα τόνωνε το ενδιαφέρον των επενδυτών και θα απομάκρυνε το οικονομικό ρίσκο.
Αναφορικά με την επίδραση που μπορεί να έχει η ρευστότητα της κατάστασης στην Τουρκία στην Ευρώπη αλλά και στις αναδυόμενες αγορές, εκφράζεται ελάχιστη ανησυχία. Οπως σημειώνει το Reuters, το γεγονός του πραξικοπήματος καθεαυτό χαρακτηρίστηκε από τις αναπτυγμένες αγορές περισσότερο ως «γεωπολιτικός θόρυβος» παρά ως ένα συμβάν με σημαίνουσα οικονομική σημασία για την ευρύτερη νομισματική περιοχή. Ωστόσο, επισημαίνει το αμερικανικό πρακτορείο, οι αγορές θα παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις κινήσεις της τουρκικής κυβέρνησης για το πραξικόπημα εξετάζοντας πιθανές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επιπλέον, αναλυτές της HSBC τονίζουν ότι το ενδεχόμενο μετάδοσης της πολιτικής και οικονομικής αναταραχής της Τουρκίας είναι περιορισμένο, δεδομένου ότι πλέον η κατάσταση είναι υπό έλεγχο –ακόμα και με τον τρόπο που αυτός ασκείται από την κυβέρνηση της Αγκυρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ