Δεν πίστεψα ποτέ ότι οι νεοφώτιστοι ακροατές των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων κρίνουν τις σπουδές τους με μέτρο τις λιγοστές ή τις πολλές από τις γνώσεις που βρίσκονται εκεί για να ξεδιαλέξουν. Πριν από όλα αυτά, και πάνω από αυτά, λαχταρούν ακούσματα που θα αφυπνίσουν μια απροσδόκητη ευφορία και, από δίπλα της, μια καρποφόρα αμηχανία. Οι δίδυμες αυτές αισθήσεις, της ευφορίας μπροστά στη χάρη της μάθησης και της αμηχανίας μπροστά στη λεπτότητα της ανθρώπινης διάνοιας, λευτερώνουν το «μάθημα» από την τυραννία της κλεψύδρας και εκτείνουν τον χρόνο του στη χαλαρή καθημερινότητα του κυλικείου ή, ακόμη θερμότερα, στις συναναστροφές και τις αντιλογίες των δείπνων. Η πίστη αυτή, από τη μεριά ενός δασκάλου, προϋποθέτει αρετές και χαρίσματα που οι πολλοί απλώς θα ονομάζαμε, με κάποια συστολή, «έμπνευση». Αλλά και η διακήρυξή της προϋποθέτει εκείνης της λογής τη σπάνια τόλμη που ο σπουδαιοφανής και σχολαστικός ακαδημαϊσμός αποστρέφεται. Και όμως, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης αυτήν ακριβώς την πίστη διεμήνυε σε όλους από εμάς που δοκιμάζαμε κάποιον πρώτο βηματισμό στον χώρο της επιστήμης και της εκπαίδευσης, και αυτή ήταν ό,τι πολυτιμότερο μας κληροδότησε ως αντίδωρο του θαυμασμού μας.
Δεν φτάνει, όμως, αυτό. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης μετάγγιζε στους φοιτητές του ένα υπόδειγμα «αγωνιστικού», θα τον προσαγόρευα, λόγου. Δεν υπαινίσσομαι εδώ το παράδειγμα της γενναίας, θρυλικής για το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, αντίστασής του στη δικτατορία. Εχω κατά νου την επιμονή του, σχεδόν την απαίτησή του, να εκμαιεύσει από τους συνομιλητές του την ένταση και την προσήλωση με την οποία ο ίδιος κινητοποιούσε τις δικές του δυνάμεις μπροστά στα ζητούμενα των λόγων και τα διλήμματα των πράξεων. Η νωθρότητα της απόκρισης, η αφέλεια και η απάθειά της προξενούσαν στον δάσκαλό μας την ανυπομονησία των ανθρώπων που ευαγγελίζονται μια δημιουργική και αεικίνητη αβεβαιότητα στη θέση της μικρόπνοης κατάρτισης και της σεμνότυφης «ορθότητάς» της. Με εφηβική ορμή και αθλητική φιλοπονία, με την οραματικότητα της πρώτης και την αύρα της δεύτερης, έτσι σήμαινε την αρχή και τη λήξη των συζητήσεών μας. Κανένας δεν έλειπε και κανένας δεν περίσσευε. Δυστυχώς, δεν έχω ακόμη κατανοήσει πώς κατέστρωνε το σχέδιο, πώς επέβαλλε τους όρους και διηύθυνε τον διάλογο με τους νεότερους. Τον συνόδευε πάντοτε, όμως, μια αθέατη Μούσα, ίσως σε αυτή να όφειλε την αλάθητη σιγουριά του.
Ενα από τα αντικείμενα που ανέπτυξε σε μία από τις πανεπιστημιακές τάξεις του ο Δ. Ν. Μαρωνίτης αφορούσε στον επιμερισμό των πολεμικών, των ομιλητικών και των μουσικών θεμάτων στο αρχαιοελληνικό έπος και τη λυρική ποίηση. Δεν είμαι βέβαιος ότι η γραμματολογική και αναλυτική αξία εκείνων των διαλέξεων υπήρξε υπέρτερη της βιωματικής μεταφοράς τους. Σε έναν νοερό στίβο, οι τρεις δρομείς αμιλλώνταν, καυγάδιζαν και εναλλάσσονταν στο νήμα: o πόνος, η τρυφερότητα της ανθρώπινης επαφής και η μαγεία της τέχνης. Σε κανέναν από τους τρεις ο Δ. Ν. Μαρωνίτης δεν χάρισε το προβάδισμα: στάθηκε απέναντί τους με σεβασμό και ευαισθησία, έστερξε στο δίκαιο μερίδιό τους και, όταν και όπως επέβαλλαν οι καιροί, δεν απέστρεψε το βλέμμα από κανενός την πρόκληση. Γι’ αυτό και είχε την ετοιμότητα να αφουγκράζεται πρώτος αυτός τις εξαιρετικές στιγμές της λογοτεχνικής αριστοτεχνίας που ο στίβος ησυχάζει και η τριάδα, καταπονημένη, αναζητεί την ανάπαυλα και, γιατί όχι, τη συμφιλίωση. Ο δάσκαλός μας οδηγούσε τους φοιτητές να διανύσουν την ίδια διαδρομή και να αφουγκραστούν και εκείνοι. Ο,τι και όσο κατάφερε ο καθένας μας, το χρωστάμε στη δική του ενθάρρυνση.
Κρατώ στα χέρια ένα κομψό και ολιγόλογο αυτόγραφο του Δ. Ν. Μαρωνίτη με δύο μεταφρασμένους στίχους από την πέμπτη οδυσσειακή ραψωδία: «Λιμάνια ανύπαρκτα, των καραβιών οι κόλποι ανύπαρκτοι˙ εδώ υπήρχαν μόνον κάβοι απότομοι, γκρεμοί και βράχοι». Αδυνατώ να θυμηθώ, ύστερα από κοντά τριάντα χρόνια, την αφορμή να ανακαλέσει στη μνήμη του αυτό το αφιλόξενο τοπίο, διαισθάνομαι όμως τη σκιά του πένθους και της παραίτησης. «Tότε του λύθηκαν τα γόνατα, λύγισε κι η καρδιά του», έτσι συμπληρώνει στον επόμενο στίχο ο Ομηρος, ο πρωτομάστορας του νόστου. Τη συμπονετική όψη του, σήμερα πια Κυριακή, θα έχει κιόλας αντικρίσει ο δάσκαλός μας. Υποθέτω ότι θα έχει προλάβει να ανιστορήσει τις ειδήσεις από τον κόσμο που αποχαιρέτησε πριν από λίγες μέρες, τον κόσμο για τον οποίο ο ίδιος έπραξε περισσότερα κι από όσα μπορούσε ώστε να δίνει νόημα μέσα από την αληθινή ομορφιά και την ευφροσύνη του, ακόμη και τη σκληρότητά του.


Ο κ. Βασίλης Ι. Αναστασιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ