Η φτώχεια αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου και αρρώστιας στον κόσμο, ενώ ο πλούτος προστατεύει και προάγει την υγεία, κυρίως όταν κατανέμεται με κοινωνική δικαιοσύνη. Γι’ αυτό άλλωστε στις χώρες που βρέθηκαν σε οικονομική κρίση η μείωση του εθνικού και οικογενειακού εισοδήματος προκάλεσε αύξηση της σωματικής και ψυχικής νοσηρότητας, καθώς και της θνησιμότητας.
Αντίθετα, στην Ελλάδα της κρίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της πρόσφατης μελέτης της διαΝΕΟσις που πραγματοποιήσαμε στο Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), η θνησιμότητα απ’ όλες τις αιτίες, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών και των καρκίνων, μειώνεται σε όλο το διάστημα 2004-2013, με αποτέλεσμα το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων να βελτιώνεται την περίοδο αυτή, κατέχοντας το 2013 υψηλότερη θέση (81,4 έτη) από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (80,4 έτη). Μικρή μείωση παρουσιάστηκε μόνο το 2012 για τη γενική θνησιμότητα και το 2013 για τη βρεφική θνησιμότητα, ενώ το 2014 υπήρξε ξανά αύξηση.
Αυτό το παράδοξο εκ πρώτης όψεως γεγονός οφείλεται στην αντοχή που επέδειξαν στα χρόνια της κρίσης τόσο το σύστημα υγείας, παρά τα σημαντικά του προβλήματα, όσο και το σύστημα κοινωνικής-προνοιακής προστασίας, αλλά και στους ισχυρούς πατροπαράδοτους δεσμούς οικογενειακής και κοινωνικής αλληλεγγύης, που δεν επέτρεψαν την εκδήλωση γενικευμένης ανθρωπιστικής κρίσης, παρά την περί του αντιθέτου πολιτική φιλολογία.
Από την άλλη όμως, η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά τους δείκτες σωματικής και ψυχικής νοσηρότητας. Κατά την περίοδο 2004-2012 τα Ετη Υγιούς Ζωής (ΕΥΖ) στην ηλικία των 65 ετών μειώθηκαν κατά 1 έτος για τους άνδρες και 2,5 έτη για τις γυναίκες. Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη που πραγματοποιήσαμε, την περίοδο 2012-2015 καταγράφεται αύξηση της αυτοαναφερόμενης νοσηρότητας κατά 39%. Σημαντική μείωση στο διάστημα 2010-2015 παρουσιάζουν και οι δείκτες της σωματικής και κυρίως της ψυχικής ευεξίας, μια που κάθε οικονομική κρίση πλήττει πρωτίστως την ψυχική υγεία.
Η διαγνωσμένη μείζων κατάθλιψη στον γενικό πληθυσμό αυξήθηκε σύμφωνα με το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013. Για την περίοδο 2009-2014 η αυτοαναφερόμενη κατάθλιψη παρουσιάζει αύξηση 80,8%, με τις γυναίκες να εμφανίζουν τετραπλάσια συχνότητα από τους άνδρες. Οι δε θάνατοι από αυτοκτονίες από 377 το 2010 έφτασαν τους 533 το 2013 παρουσιάζοντας στην περίοδο της κρίσης αύξηση κατά 5%-7% ετησίως.
Στην αύξηση της νοσηρότητας, εκτός από τη χειροτέρευση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των Ελλήνων, συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, όπως είναι η αύξηση του παθητικού καπνίσματος στους κλειστούς δημόσιους χώρους, η χειροτέρευση της διατροφής, η μείωση της φυσικής άσκησης και η αύξηση της παχυσαρκίας.
Η αύξηση της νοσηρότητας οφείλεται επίσης στα προβλήματα που παρουσιάζει το δημόσιο σύστημα υγείας και σε δυσκολίες πρόσβασης για οικονομικούς λόγους στην αναγκαία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Το ΕΣΥ κινδυνεύει να καταρρεύσει λόγω υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης αλλά και λόγω κακοδιοίκησης και έλλειψης οργανωμένης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Οι δημόσιες δαπάνες υγείας το 2015 δεν υπερέβαιναν το 5% του ΑΕΠ, όταν το ελάχιστο αναγκαίο ποσοστό για τη βιωσιμότητα του ΕΣΥ είναι το 6% του ΑΕΠ. Οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας, αν και παρουσιάζουν μείωση το 2014 κατά 21% σε σχέση με το 2009, συνεχίζουν να είναι ιδιαίτερα υψηλές και δυσβάστακτες, κυρίως για τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, οι οποίες καταναλώνουν για υγεία πενταπλάσιο ποσοστό του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος σε σύγκριση με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Το δυσμενές αυτό οικονομικό περιβάλλον και το μεγάλο ποσοστό ανασφαλίστων λόγω κρίσης παρεμποδίζουν ή καθυστερούν τη χρήση υπηρεσιών υγείας. Σύμφωνα με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, το 59% των Ελλήνων μείωσε τη χρήση των υπηρεσιών υγείας την περίοδο 2011-12 για οικονομικούς λόγους, ενώ το 2014 το 22% του ενήλικου πληθυσμού δήλωσε ότι έχει οικονομικό πρόβλημα στην πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας, με πιο χαρακτηριστική και ταυτόχρονα πιο δραματική την αυξανόμενη καθυστέρηση που παρατηρείται στην περίθαλψη των καρκινοπαθών.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το φάρμακο, ένας στους τέσσερις πολίτες με χρόνιο νόσημα έχει μειώσει την κατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης για την κάλυψη του κόστους της φαρμακευτικής αγωγής, ενώ ένας στους πέντε καθυστερεί να εκτελέσει ή δεν είναι σε θέση να πληρώσει τη φαρμακευτική συνταγή λόγω μείωσης του εισοδήματος κατά 30% περίπου και αύξηση της ιδίας συμμετοχής από 12,8% σε 25%, ενώ παραμένει πολύ υψηλή και γι’ αυτό επικίνδυνη η κατανάλωση αντιβιοτικών, την ίδια ώρα που καθυστερούν σημαντικά η πρόσβαση σε νέα καινοτόμα φάρμακα και η χρήση των γενοσήμων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, σύμφωνα με την ετήσια αξιολόγηση των συστημάτων υγείας 45 χωρών από το Euro Health Consumer Index, η Ελλάδα το 2015 κατείχε την 28η θέση ενώ το 2012 κατείχε την 22η θέση. Εάν δε συνεχιστεί η διολίσθηση του συστήματος υγείας στη χώρα μας, οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία θα αυξηθούν επιδρώντας όχι μόνο στους δείκτες νοσηρότητας αλλά και στους δείκτες θνησιμότητας του ελληνικού πληθυσμού προκαλώντας για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ελλάδα μείωση του προσδόκιμου ζωής των Ελλήνων.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ