Λίγες δημιουργικές φυσιογνωμίες συνέβαλαν τόσο καθοριστικά στη μορφοποίηση της ιδέας της νεωτερικότητας στον 20ό αιώνα όπως ο Λε Κορμπυζιέ. Η προσωπικότητα του γαλλοελβετού αρχιτέκτονα, όπως για παράδειγμα εκείνες του Πικάσο ή του Αϊνστάιν, υπερβαίνει το δεδομένο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή επιστημονικής παραγωγής και μετατρέπεται σε οικουμενικό σύμβολο, σε αντιπροσωπευτική εικόνα μιας ολόκληρης εποχής και σύνθεσης του κόσμου. Ο Λε Κορμπυζιέ (1887-1965) θεωρείται σήμερα ένα είδος Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι της νεωτερικότητας, ένας διανοούμενος, καλλιτέχνης και αρχιτέκτων μετά τον οποίο τίποτε δεν επρόκειτο να είναι όπως πριν. Οπως και εκείνος, ο Λε Κορμπυζιέ, αυτοδίδακτος αρχιτέκτων, πρώτα ταξιδεύει και οικοδομεί το θεωρητικό του σύμπαν, ύστερα εγκαινιάζει τη συγγραφική παραγωγή του με τη σύνταξη θεμελιωδών πραγματειών (Για μία Αρχιτεκτονική, 1923) και στη συνέχεια σχεδιάζει το βασικό σώμα του έργου του, με κτίρια-μανιφέστα που θα αλλάξουν για πάντα την ιδέα της φόρμας και της σχέσης της με τον αρχιτεκτονημένο χώρο. Με την ένταση της Αποκάλυψης στον λόγο και με μοναδική έμφαση στην ισχύ του σχεδιασμένου παραδείγματος, ο Λε Κορμπυζιέ κατακτά μια οικουμενική διάσταση καθώς είναι σε θέση να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο αναφοράς που γεφυρώνει ιδέες και σχήματα, αρχιτεκτονική και τέχνες, κτίρια και πόλεις, ιστορική μνήμη και σύγχρονη συνθήκη. Ο Λε Κορμπυζιέ λατρεύτηκε από τους αρχιτέκτονες γιατί ακριβώς φάνηκε να εκπροσωπεί ιδανικά το αιώνιο όνειρό τους: δεν ήταν μόνο σχεδιαστής ωραίων κατασκευών αλλά ήταν και διανοούμενος και καλλιτέχνης και συγγραφέας, διαφορετικός από όλους τους συγχρόνους του. Ηταν δηλαδή ένας ουμανιστής του 20ού αιώνα για τον οποίο το τεχνικό ζήτημα είχε περιορισμένη σημασία στο γενικό εγχείρημα «πλαστικής ανακατασκευής του κόσμου», που σημαίνει την οικοδόμηση μιας νέας ποιητικής ιδέας των πραγμάτων. Στη συνείδησή μας ο Λε Κορμπυζιέ δεν είναι ένας σχεδιαστής κτιρίων αλλά ένας καλλιτέχνης που παράγει «αντικείμενα ποιητικής αντίδρασης» και κινείται ισότιμα και αριστοτεχνικά ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, στη ζωγραφική και στη γλυπτική (αλλά όχι και στη μουσική, με την οποία φαίνεται ότι δεν είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις).
Η «μηχανή του σώματος»
Το 2015 είναι η επέτειος των 50 ετών από τον θάνατο του Δασκάλου, με αρκετές εκδηλώσεις κυρίως στην Ευρώπη (συνέδρια, εκθέσεις κ.τ.λ.) που επικεντρώνονται για άλλη μία φορά στη σημασία της δράσης και της συμβολής του. Το νέο φαινόμενο είναι ωστόσο μια «αναθεωρητική» προσπάθεια ανάδειξης κάποιων πλευρών ίσως λιγότερο ευχάριστων για την προσωπικότητά του, όπως η εξαρχής γνωστή άλλωστε «ιδιαίτερη» σχέση του με την πολιτική και η αντίληψη της ανώτερης Εξουσίας ως μοναδικού εργαλείου μετατροπής του κόσμου και κοινωνικής αλλαγής, ανεξάρτητα από το χρώμα ή την προέλευσή της. Τουλάχιστον τρία βιβλία έχουν εκδοθεί πρόσφατα στη Γαλλία για τον «δεξιό» Λε Κορμπυζιέ, που, όπως σε κάθε ανάλογη περίσταση, απομονώνουν φαινόμενα και καταστάσεις αναδεικνύοντάς τα με εκτυφλωτικό φως, ενώ δείχνουν να αγνοούν πόσο σύνθετη υπήρξε όχι μόνο η ζωή του Γαλλοελβετού αλλά και η εποχή την οποία διήνυσε με μοναδική προσωπική και δημιουργική ένταση. Για μερικούς, ακόμα και το σύστημα του Μοντυλόρ που ο Λε Κορμπυζιέ εφευρίσκει το 1943 σχετίζεται με τις ανθρωπομετρικές θεωρήσεις των Ναζί για την ανωτερότητα της άριας φυλής και αποτελεί μια υπολογιστική «μηχανή του σώματος» ανάλογη με τη «μηχανή του κατοικείν» που στη γλώσσα του Δασκάλου ταυτιζόταν με την ίδια την ιδέα του σπιτιού. Ο υποτιθέμενος συντηρητισμός και ο ιδεολογικός μυστικισμός του Λε Κορμπυζιέ επιβεβαιώνονται άλλωστε, σύμφωνα με τους νέους βιογράφους του, και από τη λατρεία του για την ιδέα της τάξης και του κλασικισμού, που οδήγησε άλλωστε και στη διαμόρφωση της ποιητικής του Πουρισμού (Purisme) και του Νέου Πνεύματος (Esprit Nouveau) νεοπλατωνικής προέλευσης, με τα οποία κατεδαφιζόταν όλη η γύρω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καλλιτεχνική πρωτοπορία: ο γαλλοελβετός αρχιτέκτονας απεχθανόταν τον ντανταϊσμό, τον σουρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό, καθώς και τον κυβισμό, τον οποίο αντιπάλεψε με σθένος (Aprés le cubisme, 1918). Πρόκειται μάλλον για μια «εποχική» και απλοϊκή κριτική, λες και είναι δυνατό να προχωρήσουμε σήμερα σε μια νέα δίκη των καλλιτεχνικών πρωτοποριών και σε μια νέα αξιολογική ταξινόμησή τους που δεν μπορεί να είναι παρά σχηματική, αυθαίρετη και ιδεολογική.
Πριν από 28 χρόνια, το 1987, γιορτάσαμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Λε Κορμπυζιέ. Η επέτειος εκείνη συνοδεύθηκε από μια πραγματική έκρηξη γεγονότων, εκθέσεων, εκδηλώσεων και δημοσιεύσεων, μέχρι και εγκυκλοπαιδειών για το έργο του μεγάλου αυτού δασκάλου της αρχιτεκτονικής, του πρώτου αρχιστάρ της εποχής μας. Είχαν τότε περάσει μόλις δύο δεκαετίες από τον θάνατό του και το έργο του ασκούσε μεγάλη επιρροή ως ζων παράδειγμα, μέσω μάλιστα του μεγάλου αριθμού μαθητών του που ήσαν ακόμη δρώντες αρχιτέκτονες· άλλωστε βρισκόμασταν ακόμη στον αστερισμό του μεταμοντερνισμού, δηλαδή σε μια έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση για την πορεία της αρχιτεκτονικής και την τύχη της κληρονομιάς του μοντέρνου κινήματος στα τέλη του 20ού αιώνα.
Επικαιρότητα και ιστορία
Η σημερινή «επέτειος» δείχνει πολύ πιο μεστή, πιο στοχαστική και χαμηλόφωνη, σαν ο Λε Κορμπυζιέ να μην είναι πλέον μέρος της επικαιρότητας αλλά κομμάτι της Ιστορίας. Του οφείλουμε ίσως τα πάντα, αλλά πιθανώς αισθανόμαστε ότι ένας κύκλος έχει κλείσει, ότι η συμβολή του έχει αρχίσει να ιστορικοποιείται, να μην αποτελεί δηλαδή εργαλειακό παράδειγμα. Μιλώ για τη διεθνή πραγματικότητα και για τους νέους φοιτητές αρχιτεκτονικής διεθνώς, για τους οποίους το έργο του Λε Κορμπυζιέ μπορεί να είναι ακόμη και άγνωστο, εν πάση περιπτώσει μακρινό. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, με αυτό το τελείως ιδιότυπο κλίμα λατρείας και στοργής με το οποίο περιβάλλεται ακόμη το έργο του γαλλοελβετού δασκάλου. Υπήρξε όμως αρχιτεκτονική ακόμη και μετά τον Αλμπέρτι, και όπως δείχνουν τα πράγματα υπάρχει και μετά τον Λε Κορμπυζιέ.
Δεκαεπτά έργα πάντως του Γαλλοελβετού, στη Γαλλία και στην Ευρώπη, αναμένουν ακόμη την τελική αποδοχή της UNESCO για την ένταξή τους στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, γεγονός πρωτοφανές για έναν αρχιτέκτονα.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ