Η κουβέντα μπορεί να μοιάζει και πολιτική. Η μία άποψη λέει πως όταν βρίσκεις ικανοποιητικές τιμές για τα «προϊόντα» σου ή τα «υπάρχοντά» σου τα πουλάς γιατί χρειάζεσαι τα χρήματα για να αντεπεξέλθεις στις υποχρεώσεις σου. Ο αντίλογος ισχυρίζεται ότι δεν μπορείς να καταστρέφεις τον «παραγωγικό ιστό» σου γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορείς να συνεχίσεις να αναπτύσσεσαι και να είσαι ισχυρός.
Η συζήτηση αφορά, τελικά, τον Ολυμπιακό και γίνεται όλο και πιο έντονα μεταξύ των φίλων του, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ήττα του στο Κίεβο αλλά και τις μη πειστικές εμφανίσεις του στο πρωτάθλημα αλλά και στο Κύπελλο εναντίον της ΑΕΚ. Η ιδιοκτησία των Ερυθρόλευκων προχώρησε σε μια πολιτική μαζικών πωλήσεων των καλύτερων ελλήνων παικτών τους (Τοροσίδης, Μήτρογλου, Μανωλάς, Σάμαρης, Φετφατζίδης, Χολέμπας) αλλά και αξιόλογων ξένων παικτών (Βάις, Φέισα, Αμπντούν, Τζιμπούρ) προσθέτοντας δεκάδες εκατομμύρια στα έσοδά του. Ταυτόχρονα όμως αποδομούσε τον κορμό μιας ομάδας που είχε αρχίσει να ανεβαίνει τα ευρωπαϊκά σκαλοπάτια. Και μαζί κατέστρεφε το DNA μιας ομάδας που δεν μπορούσε παρά να είναι ελληνικό. Οχι για λόγους «πατριωτισμού» αλλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει μια ψυχική και πνευματική συνέχεια στην πορεία επιτυχιών της ομάδας, ένας συνεκτικός ιστός με συναισθηματική σύνδεση.
Η διοίκηση του Ολυμπιακού προκειμένου να καλύψει αυτά τα κενά έσπευσε, το ίδιο βιαστικά όπως και με τις μαζικές πωλήσεις, να φέρει στον Πειραιά είτε παίκτες με αξιόλογο βάρος στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο είτε παίκτες ταλαντούχους με δυνατότητα εξέλιξης. Και στις δύο περιπτώσεις όμως διέλαθε την προσοχή της ότι οι νεοαποκτηθέντες θα έβλεπαν τον Ολυμπιακό είτε σαν μια ευκαιρία για να ξαναστήσουν στα πόδια της την καριέρα τους που κλυδωνιζόταν είτε σαν ένα εφαλτήριο, κυρίως μέσω του Τσάμπιονς Λιγκ, για να την εκτοξεύσουν. Αλλωστε ο ίδιος ο Ολυμπιακός με την πολιτική των μαζικών πωλήσεων τους έκλεινε το μάτι ότι δεν θα έμπαινε εμπόδιο στις επιδιώξεις τους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ