«Ενα απόρρητο ακόμα τμήμα της έρευνας από επιτροπές του Κογκρέσου για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, έχει λάβει σχεδόν μυθικές διαστάσεις τα τελευταία 13 χρόνια – είναι 28 σελίδες που εξετάζουν την ζωτικής σημασίας υποστήριξη προς τους αεροπειρατές, και που όπως φαίνεται εμπλέκουν εξέχοντες Σαουδάραβες στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», γράφουν οι New York Times.


Τώρα νέες καταγγελίες από τον Ζακάριας Μουσάουϊ, καταδικασμένο πρώην μέλος της Αλ Κάιντα, ότι είχε υψηλού επιπέδου επαφή με αξιωματούχους της Σαουδαραβικής κυβέρνησης στο προοίμιο της 11ης Σεπτεμβρίου έφεραν πάλι στο προσκήνιο τα απόρρητα πορίσματα της έρευνας, τα οποία βουλευτές και συγγενείς εκείνων που σκοτώθηκαν στις επιθέσεις έχουν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αποχαρακτηριστούν.
Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου λένε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα εξετάζει το αν θα αποχαρακτηρίσει τις σελίδες, αλλά δεν έχει κανένα χρονοδιάγραμμα για το πότε θα μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν.

Ο πρώην γερουσιαστής Μπομπ Γκράχαμ της Φλόριντα, ο οποίος ως πρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας ήταν επικεφαλής της έρευνας, έχει ζητήσει τον αποχαρακτηρισμό του Μέρους 4 της έκθεσης, το οποίο ασχολείται με την Σαουδική Αραβία, από τότε που ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους διέταξε να παραμείνει απόρρητο όταν κυκλοφόρησε η υπόλοιπη έκθεση, τον Δεκέμβριο του 2002.

Ο Γκράχαμ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι το μέρος αυτό δείχνει ότι η Σαουδική Αραβία ήταν συνένοχη στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. «Οι 28 σελίδες αφορούν κατά κύριο λόγο το ποιός χρηματοδότησε την 9/11, και δείχνουν ότι κύριος χρηματοδότης ήταν η Σαουδική Αραβία», δήλωσε ο Γκράχαμ τον περασμένο μήνα, ασκώντας πιέσεις για να δημοσιοποιηθούν οι σελίδες.
Συγγενείς των νεκρών της 11ης Σεπτεμβρίου, καθώς και οι ενάγοντες σε μια ομοσπονδιακή αγωγή κατά της Σαουδικής Αραβίας έχουν επίσης απαιτήσει την δημοσιοποίηση των σελίδων, θεωρώντας ότι είναι ο κρίσιμος κρίκος που συνδέει έναν σημαντικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών με τις φονικές επιθέσεις. Λένε ότι οι σελίδες του Μέρους 4 θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν στον προσδιορισμό των πηγών της τρέχουσας χρηματοδότησης τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

«Αν σταματήσουμε την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και καταλογίσουμε την ευθύνη σε αυτούς τους ανθρώπους, δεν θα ήταν πλήγμα για όσους χρηματοδοτούν την τρομοκρατία σήμερα;» ρώτησε ο Γουίλιαμ Ντόιλ, του οποίου ο γιος Τζόζεφ σκοτώθηκε στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.

Ο Ντόιλ είπε ότι ο πρόεδρος Ομπάμα τον διαβεβαίωσε προσωπικά, μετά τον θάνατο του Οσάμα Μπιν Λάντεν, ότι θα αποχαρακτηρίσει αυτό το τμήμα της έκθεσης.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του ’90, η ιστορική συμμαχία μεταξύ της πλούσιας μοναρχίας της Σαουδικής Αραβίας και των ισχυρών κληρικών της χώρας αναδείχθηκε ως ο κύριος χρηματοδότης του διεθνούς τζιχάντ, διοχετεύοντας δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στους μουσουλμάνους μαχητές στο Αφγανιστάν, στη Βοσνία και αλλού. Ανάμεσα στους σημαντικότερους σπόνσορες ήταν ο πρίγκιπας Σαλμάν μπιν Αμπντουλαζίζ αλ-Σαούντ, ο οποίος τον περασμένο μήνα, έγινε βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας.
Μερικοί από αυτούς τους μαχητές σχημάτισαν αργότερα την Αλ Κάιντα, η οποία κήρυξε τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Αλλά, η Σαουδική Αραβία συνεχίζει να είναι στο επίκεντρο όσων υποπτεύονται ότι είχε κάνει μια σιωπηρή συμμαχία με την Αλ Κάιντα κατά τα χρόνια πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
Αυτές οι υποψίες έρχονται πάλι στο προσκήνιο με την αποκάλυψη μιας κατέθεσης που έδωσε στη φυλακή ο Ζακάριας Μουσάουι, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι περισσότεροι από 12 εξέχοντες Σαουδάραβες ήταν χορηγοί της αλ-Κάϊντα και ότι ένας Σαουδάραβας διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον συζήτησε μαζί του ένα σχέδιο για την κατάρριψη του προεδρικού αεροπλάνου Air Force One, καταλήγει το δημοσίευμα των NYT.