Σε αντίθεση με την Οκτωβριανή Eπανάσταση των Μπολσεβίκων, η ιστορία δεν τις ονόμασε με αναφορά στον μήνα που ξέσπασαν. Ισως ακριβώς επειδή οι μεγάλες επαναστάσεις του Ιουλίου δεν ήταν μία αλλά δύο, εκδηλώθηκαν πολύ κοντά στον ιστορικό χρόνο και άντεξαν σε αυτόν, συνδέθηκαν στενά μεταξύ τους και υπήρξαν αμφότερες καθοριστικές στην πορεία της ανθρωπότητας προς το μέλλον.
Πρώτη ήρθε η επανάσταση της 4ης Ιουλίου 1776, σήμερα εθνική ημέρα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όταν οι αμερικανοί άποικοι ξεσηκώθηκαν να πολεμήσουν τον Γεώργιο Γ’της Αγγλίας και να απαιτήσουν την ανεξαρτησία τους από το Λονδίνο. Δεκατρία χρόνια αργότερα, στις 14 Ιουλίου 1789, σήμερα εθνική ημέρα της Γαλλίας, ξέσπασε η αστική γαλλική επανάσταση με το τριπλό αίτημά της: «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη». Με τον τρόπο της, κάθε μία από τις δύο αυτές επαναστάσεις πήγε τον δυτικό –και όχι μόνον –κόσμο πιο μπροστά. Και οι δύο μαζί τον έκαναν, σε μεγάλο βαθμό, αυτό που σήμερα είναι. Μέχρι τις μέρες μας κράτη κρίνονται για την πρόοδό τους από το πόσο έχουν ανταποκριθεί στα μεγάλα ιδανικά αυτών των δύο εθνικών μα ταυτόχρονα πανανθρώπινων επαναστάσεων, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα, παρά το γεγονός ότι πέρασαν έκτοτε περισσότερα από 200 χρόνια.
Οπως και πίσω από πλήθος άλλες επαναστάσεις στην Ιστορία, έτσι και πίσω από τις ιουλιανές επαναστάσεις του 1776 και του 1789 κρύβονται οι φόροι. Μια σειρά από φοροεισπρακτικές αποφάσεις που θέλησε να επιβάλει το Λονδίνο στους αποίκους των ανατολικών ακτών της Αμερικής, όπως ο νόμος του τσαγιού, επιτάχυναν τόσο την εθνική όσο και την επαναστατική συνείδηση και πράξη ανάμεσα στους αποίκους. Η πρώτη αστική δυναμική οργάνωση γεννήθηκε στη Βοστώνη στα μέσα της δεκαετίας του 1760: ήταν «Οι γιοι της ελευθερίας». Η επίσημη αρχή της επανάστασης είναι η 4η Ιουλίου 1776, όμως η πραγματική έχει γίνει αρκετά χρόνια νωρίτερα, ήδη από το 1763, ακριβώς σε αντίδραση αποφάσεων για φορολογία προϊόντων και υπηρεσιών όπως το Sugar Act, το Stamp Act ή το Townshend Act, με αποκορύφωμα τον Δεκέμβριο του 1773, όταν οι επαναστάτες της Βοστώνης πέταξαν μέσα στο λιμάνι της πόλης ένα τεράστιο φορτίο τσαγιού της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών –ήταν η ημέρα του θρυλικού Tea Party. Η Αγγλία επέλεξε τη σκληρή στάση και τελικά τον Αύγουστο του 1775 ο Γεώργιος Γ’ κήρυξε τον πόλεμο στους «αποσχιστές». Εκείνοι απάντησαν έναν χρόνο μετά με την «Ημέρα της ανεξαρτησίας»: στις 4 Ιουλίου 1776 υιοθετούν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που είναι γραμμένη από το χέρι του Τόμας Τζέφερσον και, πλέον, δεν υπάρχει επιστροφή στη σύγκρουση, στην οποία το γενικό πρόσταγμα έχει ένας άλλος από τους «Ιδρυτές Πατέρες» της Αμερικανικής Συμπολιτείας, ο στρατηγός Τζορτζ Ουάσιγκτον.
Για τους Αγγλους τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ πιο δύσκολα από ό,τι τα υπολόγιζαν, ειδικά δε από τη στιγμή που οι επαναστάτες πέτυχαν την πρώτη διεθνή αναγνώριση και στήριξη στον αγώνα τους: στις αρχές του 1778 η Γαλλία, προαιώνια εχθρός της Αγγλίας, μπαίνει στον πόλεμο υπέρ των 13 ξεσηκωμένων πολιτειών, γεγονός πολλαπλά καθοριστικό. Η Γαλλία δεν κατάφερε η ίδια να θέσει δικές της βάσεις στη Βόρεια Αμερική, βοήθησε όμως να φύγουν οι Αγγλοι από αυτήν. Αλλά η μοναρχία της το πλήρωσε ακριβά: το κράτος χρεοκόπησε (και) λόγω του κόστους του πολέμου και απαίτησε περισσότερους φόρους, επιταχύνοντας τη γαλλική, πλέον, επανάσταση. Οι ισχυροί δεσμοί του νεαρού αμερικανικού κράτους με τη Γαλλία έχουν ένα σπάνιο χαρακτηριστικό καθώς εκτείνονται σε όλες τις αντιμαχόμενες ομάδες μέσα στη χώρα: οι αμερικανοί «εθνικοί» έχουν τη στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη του γαλλικού θρόνου για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά και την εξίσου ισχυρή υποστήριξη των ανερχόμενων γαλλικών επαναστατικών δυνάμεων, που σε λίγα χρόνια θα γίνονταν το νέο γαλλικό καθεστώς, για ιδεολογικούς λόγους. Γάλλοι ευγενείς και στρατιωτικοί σπεύδουν να πολεμήσουν για την αμερικανική ανεξαρτησία, ενώ υπήρξαν και εκείνοι που νωρίτερα είχαν αγαπήσει τη νέα γη –ανάμεσά τους ο βαρόνος ντε Καντιγιάκ, ένας εκ των ιδρυτών της πόλης του Ντιτρόιτ, που εντυπωσίασε τόσο πολύ τους Αμερικανούς ώστε δεκαετίες αργότερα το όνομά του έγινε σύμβολο της μεγάλης βιομηχανίας των αυτοκινήτων «Κάντιλακ».
Οι «θεωρητικοί» της αμερικανικής ανεξαρτησίας βρίσκονται από χρόνια σε προνομιακή επαφή με τις μεγάλες μορφές της γαλλικής αμφισβήτησης, του νέου διαφωτισμού, της δημοκρατίας και του εγκυκλοπαιδισμού –και δεν είναι οι μόνοι: το ίδιο ουσιαστικά συνέβη και με τον δικό μας Αδαμάντιο Κοραή, όπως και με άλλους φωτισμένους φιλελεύθερους πατριώτες σε πολλές γωνιές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, που βρήκαν στη Γαλλία ένα σημείο αναφοράς του αγώνα για την ελευθερία κάθε μορφής: πολιτικής, θρησκευτικής, εθνικής, οικονομικής. Ενα νέο μοντέλο ελεύθερου και δημοκρατικού κράτους δικαίου που σέβεται και δεν καταπιέζει τους πολίτες του γεννιέται μέσα από τις φλόγες της Βαστίλλης –σε αντίθεση λ.χ., με τις γερμανικές χώρες όπου καμία επανάσταση δεν κατάφερε τελικά να επικρατήσει. Στην πραγματικότητα, με επίκεντρο τη Γαλλία, είχε διαμορφωθεί ένα αδιόρατο μεγάλο δίκτυο νέων ιδεών που άπλωνε το αίτημα της ελευθερίας ανά τον κόσμο –η Ελλάδα θα ακολουθούσε σύντομα με την πρώτη εθνική / δημοκρατική επανάσταση στην Ευρώπη.
Ευθεία επίδραση της γαλλικής σκέψης στις ΗΠΑ είναι και το Bill of Rights που θα ψηφίσει το αμερικανικό Κογκρέσο το 1791, μόλις δύο χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με το οποίο ενσωματώνει τις δέκα πρώτες τροπολογίες στο Σύνταγμα της χώρας και εγγυάται τα «φυσικά δικαιώματα» του ανθρώπου και τις ελευθερίες του πολίτη που τώρα αποκτούν έρισμα στο δίκαιο –η επίδραση του Ζαν Ζακ Ρουσό και του «Κοινωνικού συμβολαίου» είναι εμφανής. Αλλωστε, οι αμερικανοί επαναστάτες πολέμησαν όχι μόνον τους Αγγλους αλλά εξίσου και τη μοναρχία: το ιδανικό της Republic είναι η βάση του κοινού αγώνα. Σκοπός των γάλλων επαναστατών είναι το γκρέμισμα της παλιάς ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και η αντικατάστασή της με την καπιταλιστική αστική δημοκρατία όπως αυτή θα «δοξαστεί» αργότερα κυρίως στις ΗΠΑ.
Το 1783 οι Βρετανοί υπογράφουν πλέον –πού αλλού; –στο Παρίσι τη συνθήκη ειρήνης με την οποία τελειώνει ο πόλεμος με τους ως τότε αποίκους και αναγνωρίζεται από το Λονδίνο το νέο πλήρως ανεξάρτητο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Τότε, στο εσωτερικό του εξελίσσεται μια άλλη «διαμάχη», ανάμεσα σε εκείνους που πιστεύουν στους ισχυρούς δεσμούς των 13 πολιτειών και σε εκείνους που προκρίνουν μια χαλαρή ένωση –τηρουμένων πολλών αναλογιών, κάτι σαν την κατάσταση της σημερινής Ευρώπης, η οποία, πάντως, θα λήξει με νίκη των πρώτων σε μια νέα πάντως χώρα όπου όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν ξεκάθαρα πια κοινά συμφέροντα και ενιαία εθνική συνείδηση έναντι του κόσμου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ