Πέντε Παγκόσμια Κύπελλα είναι μια εκθαμβωτική βιτρίνα. Πίσω της, ωστόσο, υπάρχει ένας σκοτεινός θάλαμος. Προτού η εθνική ομάδα της Βραζιλίας γίνει παγκόσμιο ίνδαλμα επί Πελέ, ήταν ένα φυτώριο ρατσισμού από το οποίο αποκλείονταν συστηματικά οι μαύροι παίκτες. Μετά το 1964 η χούντα ιδιοποιήθηκε τη «Σελεσάο», προβάλλοντάς τη στο έπακρο για να αυξήσει τη δημοτικότητά της. Εν συνεχεία, τα ταλέντα της έγιναν εξαγώγιμο προϊόν, παράγοντας μια άπληστη τάξη αστέρων: «Κουβαλάω ένα ολόκληρο διαμέρισμα στον καρπό μου» έλεγε ο Ρομπέρτο Κάρλος επιδεικνύοντας το Rolex του.

Σήμερα, το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία είναι το ποδόσφαιρο των φτωχών συγγενών, όχι της ανθηρής οικονομίας: παρηκμασμένα στάδια, σαρδελοποιημένοι θεατές, κακοπληρωμένοι ή απλήρωτοι παίκτες, σεζόν που χρονίζουν (κάποτε η Σάο Πάολο αναγκάστηκε να αγωνιστεί δύο φορές την ίδια μέρα), νεκροί σε συγκρούσεις οπαδικών συμμοριών σε καθημερινή βάση, παράγοντες αντάξιοι κάθε υποψίας – οι Cartolas ή «ψηλά καπέλα». Ο θρυλικός Ζοάο Χαβελάνζε και ο γαμπρός του, Ρικάρντο Τεϊξέιρα, βασίλευσαν στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας επί 50 χρόνια. Και ποιοι αποτέλεσαν την αρχική οργανωτική επιτροπή του επερχόμενου Παγκοσμίου Κυπέλλου; «Ο Τεϊξέιρα, η κόρη του, ο δικηγόρος του, ο επικεφαλής του γραφείου Tύπου του, η γραμματέας του και ο σύμβουλός του κατά την έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής της Βραζιλίας το 2001» γράφει ο βρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Γκόλντμπλατ.

Ποιοι έλαμψαν διά της απουσίας τους για καιρό; Οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης της χώρας. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο σημερινός διάδοχος του Τεξέιρα στην κεφαλή του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου είναι πιο γνωστός για το ότι κάποτε έκλεψε ένα μετάλλιο από απονομή σε τελικό Πρωταθλήματος Νέων παρά από τη σημερινή ιδιότητά του, αντιλαμβάνεται πολλά για την αξιοκρατία μιας κοινωνίας των κολλητών.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014