Τέτοιες ώρες, ώρες ανοιξιάτικης ευωδίας και πνευματικής ευωχίας, θα έπρεπε να επικρατούν μόνον αισθήματα χαράς. Παρά ταύτα, τα αισθήματα που διακατέχουν μεγάλο μέρος, αν όχι τη συντριπτική πλειονότητα, των συμπολιτών μας είναι ανάμεικτα. Είναι αισθήματα χαράς, ταυτοχρόνως και αισθήματα λύπης. Και δεν αναφέρομαι στη χαρμολύπη, όπως την αντιλαμβάνεται η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, το «χαροποιόν πένθος», κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος. Αναφέρομαι στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Σε λίγες εβδομάδες θα διενεργηθούν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μαζί με τον δεύτερο γύρο των εκλογών για τους δύο βαθμούς της τοπικής αυτοδιοικήσεως. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα αποτελέσει το πρελούδιο, αλλά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και [το] πρόκριμα των εθνικών εκλογών, που αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσουν.
Η συγκυρία, λοιπόν, δεν φαίνεται να είναι η καλύτερη για εκλογικές αναμετρήσεις, τη στιγμή κατά την οποία η χώρα μας βρίσκεται σε μια εξαιρετικά εύθραυστη φάση της πολυδιαφημισμένης οικονομικής ανακάμψεώς της. Είναι άλλωστε σε όλους γνωστό πως οι εκλογές αποτελούν πάντοτε ευκαιρία αναζωπυρώσεως των παθών, διενέξεων και αντιπαραθέσεων, που δεν συμβάλλουν, σε καμία περίπτωση, σε ομαλούς ρυθμούς της οικονομικής ζωής και της καθημερινότητας του πολίτη.
Αισθάνεται, λοιπόν, κανείς χαρά που η χώρα μας βγήκε στις αγορές μετά από τόσο μεγάλο διάστημα και πέτυχε να δανεισθεί με επιτόκιο λίγο κάτω από 5%, με προσφορές προερχόμενες κατά το 90% από ξένους επενδυτές, οι οποίες μάλιστα ξεπέρασαν κατά πολύ το ποσό του δανείου. Παραβλέπουν πως ήδη ξένοι οίκοι κάνουν λόγο για αγοραστές που δεν έχουν σκοπό μακροπρόθεσμης επένδυσης, όπως και ότι το βρετανικό δίκαιο, που διέπει το δάνειο, εξασφαλίζει στους επενδυτές πολύ καλά και σίγουρα κέρδη…
Την ίδια ώρα, όμως, γεμίζει θλίψη το γεγονός ότι η ανεργία έχει φθάσει σχεδόν στο 28% του εργατικού δυναμικού της χώρας μας και στους νέους το ποσοστό αυτό άγγιξε ήδη το 60%, είναι δε γνωστό, και σε αυτούς που έχουν στοιχειώδεις μόνον γνώσεις οικονομικών, ότι η αναστροφή του κλίματος θα αργήσει πάρα πολύ να επηρεάσει ή/και να μειώσει αυτά τα ποσοστά.
Αισθάνεται κανείς, επίσης, ανυπόκριτη χαρά που νέοι επιχειρηματίες (πόσοι όμως είναι άραγε αυτοί συνολικώς;), με τις καινοτόμες δράσεις τους, φέρνουν τη χώρα μας στην πρωτοπορία και λαμβάνουν τα εύσημα, δικαίως, των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Ταυτοχρόνως προκαλεί θλίψη η τύχη των πολύ περισσότερων άλλων νέων, που αποφάσισαν να ασχοληθούν με παραδοσιακούς κλάδους, διότι η Πολιτεία έστερξε, παρά τις αντιδράσεις των μόνων αρμοδίων στην περίπτωση αυτή, να εισάγει στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που ακρίτως και καθαρά για μικροπολιτικούς λόγους πολλαπλασίασε, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές ετησίως, ακόμα και χωρίς να πληρούν στοιχειώδη προσόντα, έτσι ώστε σήμερα να έχουμε στρατιές άνεργων, στην πραγματικότητα, δικηγόρων, πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων, μαθηματικών, φιλολόγων, θεολόγων κ.ο.κ.
Αισθάνεται χαρά κανείς ακόμη για το γεγονός ότι πετύχαμε, και με τη «βούλα» των δανειστών μας, επιτέλους, το περίφημο «πρωτογενές πλεόνασμα», που μας επιτρέπει να καλύπτουμε τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου, αλλά όχι και να αποπληρώνουμε το χρέος μας, που εξακολουθεί να παραμένει δυσθεώρητο…
Πώς όμως και αυτό το αίσθημα να μη συνδυασθεί με θλίψη, όταν πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως τοποθετεί τη χώρα μας πρώτη στις φορολογικές επιβαρύνσεις των μισθωτών, όταν το πρωτογενές πλεόνασμα αυτό κατέστη εφικτό μετά την πιο σκληρή και βίαιη στη ιστορία μας οικονομική προσαρμογή, που έφθασε το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, όταν οι συνταξιούχοι λύγισαν, οι μισθωτοί μάτωσαν και πολλές χιλιάδες υγιείς, έως πρότινος, επιχειρήσεις έκλεισαν ή πνέουν τα λοίσθια;
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ εύθραυστη ισορροπία. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές θα ήταν πολύ κοινότοπο να συστήσει κανείς το αυτονόητο, δηλ. εθνική ενότητα. Πώς να υπάρξει όμως αυτή, όταν δεν έχει καν διακριβωθεί ποιοι και πώς μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση προκειμένου να λογοδοτήσουν; Αντιθέτως, αυτοί ακριβώς που επί δεκαετίες, πρωτίστως οι εναλλασσόμενοι στην εξουσία, έχουν, κατά τεκμήριο, την κύρια ευθύνη της κατάντιας μας, είναι εκείνοι που τώρα μας υπόσχονται την έξοδο από την κρίση;
Ατυχώς, η Νέμεσις, παρότι εδώ γεννήθηκε, προφανώς ποτέ δεν εγκαταστάθηκε στον, κατά τα λοιπά, ευλογημένο αυτόν τόπο…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ