DIE HOREN (τεύχος 249)
Sogar dann, wenn jeder Himmel fehlt…
Auf der Suche nach einem verlorenen (Griechen) Land
(Ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει…
Σε αναζήτηση μιας χαμένης Ελλάδας),

Εκδόσεις Wallstein, Gottingen, 2013,
σελ. 240, τιμή 14 ευρώ

Οι «Ωρες» είναι ένα από τα παλιότερα λογοτεχνικά περιοδικά της Γερμανίας. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1955 υιοθετώντας το όνομα του περίφημου περιοδικού που εξέδιδε στα τέλη του 18ου αιώνα ο Φρίντριχ Σίλερ και ήταν το πνευματικό όργανο της κλασικής εποχής της Βαϊμάρης.

Οι σύγχρονες «Ωρες» δίνουν έμφαση στην ανακάλυψη νέων συγγραφέων, στη διάσωση σημαντικών λογοτεχνών από τη λήθη και στην προβολή ξένων ποιητών και πεζογράφων. Οι «Ωρες» κυκλοφόρησαν το 1972 με ένα διπλό τεύχος αφιερωμένο στους φιμωμένους έλληνες συγγραφείς εν μέσω της δικτατορίας. Το 2001 κυκλοφόρησε το δεύτερο μεγάλο ελληνικό αφιέρωμα με αφορμή τη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης, στην οποία τότε τιμώμενη χώρα ήταν η Ελλάδα.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τρίτο ελληνικό αφιέρωμα με τίτλο «Αναζητώντας μια χαμένη Ελλάδα».
Οι επιμελητές του τόμου, ο μουσικοπαραγωγός και μεταφραστής Αστέρης Κούτουλας και η συγγραφέας Ινα Κούτουλα, παρουσιάζουν μια επιλογή ελλήνων ποιητών και πεζογράφων των τελευταίων περίπου 100 χρόνων.
Σε μια εποχή που η κοινή γνώμη στη Γερμανία τρέφεται κυρίως με μια απαισιόδοξη έως αρνητική ειδησεογραφία για την Ελλάδα της κρίσης, το τεύχος αυτό των «Ωρών» είναι αναμφίβολα μια χειρονομία πνευματικής ευγένειας.

Παρουσιάζει μια Ελλάδα διαφορετική από την επίκαιρη εικόνα της, μια Ελλάδα του διανοητικού και καλλιτεχνικού μόχθου.

Το ζεύγος Κούτουλα, που έχει διακριθεί από καιρό με μεταφράσεις και δοκίμια για την κλασική νεοελληνική λογοτεχνία, ήταν η εγγύηση ότι το τεύχος αυτό δεν θα παρέλειπε κανένα από τα ήδη γνωστά μεγέθη, τον Καβάφη και τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Ισως για πρώτη φορά μάλιστα παρουσιάζεται εκτενώς στο γερμανικό κοινό με ένα εισαγωγικό κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη η ποίηση και η σχέση του Κώστα Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη.
Μια υποκειμενική και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα επιλογή νεότερων πεζογράφων και ποιητών ανέλαβαν δύο άλλοι ακάματοι μεταφραστές, η Μιχαέλα Πρίντσινγκερ και ο Θεόδωρος Βότσος. Ο Βότσος, για παράδειγμα, μεταφράζει κείμενα της Λίλας Κονομάρα, του Χρήστου Χρυσόπουλου και της Αγορίτσας Μπακοδήμου. Η Πρίντσινγκερ παρουσιάζει μεταξύ άλλων ποιήματα του Λευτέρη Πούλιου και ένα πεζό του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Αλλά και το διήγημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Η εξαπάτηση», μια ιστορία καθημερινής τρέλας με ελληνογερμανικό σασπένς, καθώς όλα εκτυλίσσονται γύρω από την πολυκύμαντη σχέση και τον γάμο ενός Γιόχαν με μια Ελένη. Στο υπόβαθρο της ιστορίας καιροφυλακτούν διαρκώς οι διαφορετικές νοοτροπίες των δύο λαών, η ψύχραιμη απόσταση του Γερμανού από τα πράγματα και η ικανότητά του να ερωτεύεται ιδέες, η επαμφοτερίζουσα σχέση της Ελληνίδας με την Ευρώπη και η ανεμελιά της στη βάρκα του ψαρά Μιχάλη έξω από τις Δονούσες, όπου συνέλαβε στην πραγματικότητα τον «γιο του Γιόχαν». Χωρίς να το πει ποτέ.
Το ουσιαστικότερο πάντως τόλμημα αυτού του αφιερώματος είναι ότι ξεκινά με τρία δείγματα του καταραμένου ελληνοτσετσένου ποιητή Γιάζρα Χάλεντ που ζει στην Αθήνα. Για πολλούς η ποίηση στις ημέρες μας έχει γίνει μια τέχνη μελιστάλακτη, αναιμική, σολιψιστική. Ο Χάλεντ, υπηρέτης μιας τέχνης πυρέσσουσας, αιματώδους, ανατρεπτικής, είναι η φωνή των μεταναστών και των ταραχοποιών.
Οι στίχοι του έχουν στο πρώτο άκουσμα μια τραχιά τονικότητα. Από πίσω της ακούς μια άγρια, ανυπότακτη ευαισθησία με απόηχους Ρεμπό και Ζενέ. Δεν δημοσιεύει συλλογές σε εκδοτικούς οίκους, ρίχνει τα ποιήματά του σαν μποτίλιες στο πέλαγος του Διαδικτύου και όπου φθάσουν. Μερικά από αυτά τα διάβασε ο ίδιος το καλοκαίρι του 2010 στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης στο Βερολίνο και συνεπήρε κυριολεκτικά τη γερμανική κριτική που ανακάλυψε στο κροτάλισμα των στίχων του μια βαθιά φωνή διαμαρτυρίας από την Αθήνα.
Η εξαιρετική πολυφωνία του ελληνικού αφιερώματος των «Ωρών» αναιρεί τελικά και τις προφανείς αδυναμίες του εισαγωγικού άρθρου. Σε αυτό ο Αστέρης Κούτουλας προβαίνει κατ’ αρχάς σε μια ανασκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα και διαφωτίζει σοφά το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο που συγκαθορίζει και τη λογοτεχνική παραγωγή.
Η αφήγησή του παρακολουθείται με ενδιαφέρον ως την πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 και το πραξικόπημα του 1967.
Η εξιστόρηση του τι συνέβη στη μεταδικτατορική Ελλάδα είναι, αντίθετα, εξαιρετικά ισχνή και συνθλίβεται ανάμεσα σε ένα εικονικό δίπολο ελληνικότητας και κοσμοπολιτισμού: «Η Ελλάδα έχασε τη νέα γενιά της και ταυτόχρονα το μέλλον της. Αυτή ήταν η συνέπεια της κυβερνητικής πολιτικής των τελευταίων σαράντα χρόνων και των αποτελεσματικών προσπαθειών ξένων κέντρων πολιτικής και οικονομικής επιρροής. Η ελληνική ιστορία ξαναγράφεται (…) και η εθνική ταυτότητα τίθεται υπό αμφισβήτηση».
Η ελληνική κακοδαιμονία ως αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας ημεδαπών και αλλοδαπών κύκλων για τον αφελληνισμό του έθνους είναι ένα εξαιρετικά απλουστευτικό ερμηνευτικό μοντέλο και μάλλον απηχεί την αδυναμία της Αριστεράς να βάλει και τον εαυτό της κάτω από το μικροσκόπιο. Τα λογοτεχνικά δείγματα αυτού του τεύχους πάντως αποδεικνύουν με τον τρόπο τους ότι η σημαντική λογοτεχνία ξεκινά από το εθνικό ή το τοπικό στοιχείο αλλά σκάβοντας βαθιά αναδεικνύει τον πανανθρώπινο κόκκο του ειδικού. Ετσι αίρεται και το εικονικό δίλημμα «ελληνικότητα ή κοσμοπολιτισμός».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ