Αγαπηµένο µου ηµερολόγιο,

Αποφάσισα να µην αφήσω ευκαιρία για εκδροµή, βράχο, αµµουδιά, παραθαλάσσιο καφενείο, θερινό σινεµά, παραστάσεις στην Επίδαυρο και βόλτες σε λευκά νησιά. Εχω όλη την καλή διάθεση να αποτινάξω κάθε βάρος και στενoχώρια σαν βρεγµένο σκυλάκι που τινάζεται ευτυχισµένο. Ξέρω, βέβαια, ότι θα υπάρξουν στιγµές έντασης. Κάποιοι θα παίζουν ρακέτες σε απόσταση 5 εκατοστών από τη µύτη µου, άλλοι θα χτυπούν τα πούλια από το τάβλι µέσα στο αφτί µου, οικογένειες και παρέες µε επεκτατικές τάσεις θα απλώνονται τόσο όσο να βρίσκοµαι αγκαλιά µε τα αντηλιακά τους. Ο αέρας θα µου φέρνει στα πόδια µου τα αποµεινάρια από καφέδες και τυρόπιτες που καταναλώθηκαν.

Και έπειτα είναι το ξενοδοχείο. Και ειδικά το θέµα του πρωινού. Λοιπόν, για τον Θεό, είµαστε σε διακοπές, δεν είναι δυνατόν το σερβίρισµα να σταµατάει στις 10.00 η ώρα. Ναι, ξυπνάω αργά. Και πολλοί ακόµη, όπως αντιλαµβάνοµαι από τα αγουροξυπνηµένα βλέµµατα και τα σκουντουφλήµατα µπροστά από τον µπουφέ. Θέλω να πάρω τον χρόνο µου, να ξυπνήσω χωρίς άγχος και δεν µε ενδιαφέρει καµία δικαιολογία σχετικά µε την οργάνωση του ξενοδοχείου και το πώς αλλάζουν οι βάρδιες. Και έπειτα έρχοµαι στο θέµα τού τι σερβίρεται στο πρωινό των ξενοδοχείων. Των πολλών, όχι όλων. Μαρµελάδες µε καµία αίσθηση του φρούτου, τυρί γκούντα και ένταµ, ζαµπόν, κέικ, κρουασάν και λοιπά, και λοιπά. Διότι αυτά έχει συνηθίσει ο τουρίστας και αυτά θέλει. Μα δεν είναι έτσι. Το πρωινό είναι µια βιωµατική εµπειρία άµεσα συνδεδεµένη µε τον τόπο. Και όταν είναι προκάτ και απρόσωπο, δεν δηµιουργεί αναµνήσεις, δεν δένει τον άνθρωπο µε την περιοχή. Θέλω λοιπόν ρυζόγαλα και µπουγάτσες, µαρµελάδες χειροποίητες, φρέσκους χυµούς, πίτες, µουστοκούλουρα. Είναι παράλογο να µην υπάρχουν φρέσκοι χυµοί σε µια χώρα που τα κλαριά των δέντρων λυγίζουν από το βάρος των καρπών. Είναι παράλογο να µη φτάνουν τα εκατοντάδες τοπικά τυριά και η απίστευτη ποικιλία από πίτες στον µπουφέ των ξενοδοχείων.

Δεν θέλω να αυτοαναφλέγοµαι µόνο µε τις σκέψεις, αλλά όσο να ’ναι η εµπειρία κάνει τον άνθρωπο καχύποπτο. Η φέτα, ας πούµε, είναι ένα τυρί που είναι ιδιαίτερα αγαπητό, και τη θεωρώ ένα από τα σύµβολα του ελληνικού καλοκαιριού. Ούτε καν θέλω να συζητήσω την πιθανότητα να µου σερβίρουν λευκό τυρί Δανίας αντί για φέτα. Προτιµώ να βάλω πιο ψηλά τον πήχη. Στη χωριάτικη, λοιπόν, θα ήθελα µια βαρελίσια Παρνασσού, που κόβεται εύκολα χωρίς να διαλύεται, και να ποτίζεται σωστά από τους χυµούς της ντοµάτας. Για τα λαδερά, µια βαρελίσια από την Κεφαλλονιά, σπιρτόζικη και βουτυράτη. Για το ζεστό ψωµί, µια αλοιφώδη µαλακή από το Αργος.

Στα εστιατόρια όπου τα µπουκαλάκια µε το λάδι της σαλάτας µένουν εκτεθειµένα κάτω από τον ήλιο, και έτσι το περιεχόµενο οξειδώνεται επικίνδυνα, δεν θα καθήσω. Ούτε θα πιω ελληνικό καφέ αν φτιάχνεται στη µηχανή. Θέλω να έχει βελούδινο καϊµάκι και να είναι αρωµατικός. Και τα γλυκά του κουταλιού να µην είναι τίγκα στη γλυκόζη, που καίει τον ουρανίσκο. Να είναι όπως πρέπει. Σαν ένα θαλασσινό αεράκι που σου γλυκαίνει το σώµα και την ψυχή.