Φανταστείτε τη σκηνή: νωρίς το πρωί, σε ένα ελληνικό νησί, µε τον ήλιο µόλις να ανεβαίνει από τον θαλασσινό ορίζοντα. Το χωριό, ούτε πενήντα σπίτια, είναι στα καλύτερά του. Οι λιγοστοί τουρίστες των ενοικιαζόµενων δωµατίων κοιµούνται ακόµη, ενώ οι ντόπιοι καταβρέχουν αυλές και ποτίζουν κήπους.

Σε αυτό το σκηνικό βρέθηκα πριν από δύο χρόνια να βαδίζω αργά, να αναπνέω αργά, να αγναντεύω το πέλαγος και να έχω τη βεβαιότητα ότι είµαι στον παράδεισο. Στην παραλία βρίσκονται παρατεταγµένα τα τρία καφενεία του επίγειου παραδείσου. Ολα είναι άδεια εκείνη την ώρα, όλα διαθέτουν βεράντα που βλέπει στη θάλασσα. Διαλέγω το µεσαίο, ακριβώς επειδή δεν µοιάζει µε καφετέρια.

Είναι ένα παλιό πέτρινο σπίτι, του παππού των ιδιοκτητών, όπως πληροφορούµαι, το οποίο άλλαξε χρήση όταν «ήρθε ο τουρισµός».

Βολεύοµαι σε ένα τραπέζι που σχεδόν βρέχεται από τη θάλασσα, δίπλα στη γλάστρα µε τον βασιλικό, εισπνέω τον µυρωδάτο αέρα και παραγγέλνω από τον κατάλογο αυτό που αρµόζει στην ιδέα µου περί παραδείσου: φρέσκο χυµό πορτοκαλιού, ελληνικό καφέ, παξιµάδι και τυρί.

Η έλευση της παραγγελίας µετατρέπει σε δευτερόλεπτα τον παράδεισο σε κόλαση. Ο χυµός είναι όντως φρέσκος, αλλά τα υπόλοιπα… ένα δράµα! Ο καφές φτιαγµένος στη µηχανή, µε εκείνες τις µπουρµπουλήθρες στην κορυφή και τους άψητους κόκκους να γδέρνουν τη γλώσσα. Τα παξιµάδια, που τα είχα ονειρευτεί ζυµωµένα από ντόπια χέρια, είναι ίδια µε εκείνα που βρίσκεις σε όλες τις υπεραγορές της Αθήνας. Αλλά το τελειωτικό χτύπηµα έρχεται από το τυρί: σε έναν τόπο διάσηµο (και) για τα τυροκοµικά προϊόντα του, το τυρί που µου σερβίρουν είναι τρεις τετράγωνες φέτες για τοστ!

Περιττό να αναφέρω ότι για όλη την εβδοµάδα που µείναµε εκεί παίρναµε το πρωινό µας στη βεράντα του δωµατίου που είχαµε ενοικιάσει: εξαιρετική γραβιέρα και µικρές µαύρες ελιές από τον µπακάλη, σύκα και σταφύλια από το αµπέλι του ιδιοκτήτη και ένα φρέσκο ζυµωτό ψωµί από τον µοναδικό φούρνο του χωριού.

Σε περιόδους δύσκολες, όπως αυτή που διανύουµε, µε τα χρήµατά µας να µειώνονται συνεχώς και τις διακοπές µας να συρρικνώνονται ακόµη περισσότερο, το λιγότερο που οφείλουµε στον εαυτό µας είναι να µην κάνουµε εκπτώσεις. Εφέτος λοιπόν, ας τιµωρήσουµε µε την αποχή µας όλους εκείνους που θεωρούν την τουριστική περίοδο ευκαιρία εύκολου πλουτισµού και ας ανταµείψουµε όσους τιµούν µε την εργασία και το ήθος τους αυτό που λέγεται «ελληνική φιλοξενία». Για εµάς τους ίδιους και για το καλό της χώρας µας.