Το ευρώ μπορεί να έχει χάσει τη λάμψη της πρώτης «νιότης» εν μέσω της πιο βαθιάς κρίσης των μεταπολεμικών ετών, όμως υπάρχουν ακόμη χώρες στην ευρωπαϊκή ήπειρο που προσδοκούν να πάρουν κάρτα μέλους στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης υιοθετώντας το κοινό νόμισμα των «17». Η Λετονία ετοιμάζεται να ακολουθήσει από τις αρχές του 2014 τον δρόμο που άνοιξε δύο χρόνια πριν η γειτονική της Εσθονία.

Η αποδοχή της υποψηφιότητάς της από τις Βρυξέλλες δεν είναι βέβαια διασφαλισμένη, ενώ και οι Λετονοί δεν δείχνουν να πείθονται από την προπαγάνδα της κυβέρνησης για τις «εξασφαλίσεις» και τις «προοπτικές ανάπτυξης» που θα φέρει η ένταξη στην ευρωζώνη. Ο πρωθυπουργός Βάλντις Ντομπρόβσκις υποστηρίζει ότι η πρόσδεση στο κοινό νόμισμα θα φέρει τη μικρή χώρα της Βαλτικής «στην καρδιά» της Ενωσης, αποφεύγοντας να αναφερθεί στις πολλές στιβάδες που περιβάλλουν τον σκληρό πυρήνα των ισχυρότερων οικονομιών.

Φόβοι για ακρίβεια

Το 80% των κατοίκων της Λετονίας ζητεί να καθυστερήσει ή ακόμη και να ματαιωθεί η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος, καθώς φοβάται ότι η ζωή του θα γίνει ανυπόφορα ακριβή. Γνωρίζει άλλωστε ότι μια χώρα 2 εκατομμυρίων κατοίκων με ετήσιο ΑΕΠ κάτω από 30 δισ. ευρώ δεν μπορεί να διεκδικήσει καλύτερη θέση από αυτήν της Ρουμανίας ή της Βουλγαρίας στους κόλπους της ευρωπαϊκής συμμαχίας.

«Οταν υπάρχει αναταραχή, είναι προτιμότερο να βρίσκεσαι σε μεγάλο καράβι παρά σε μικρή βάρκα».
Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα που επικαλείται ο 42χρονος πρωθυπουργός της Λετονίας στην προσπάθειά του να πείσει τους συμπατριώτες του ότι η εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος προοιωνίζεται καλύτερες μέρες και όχι… θαλασσοταραχή. Το παράδοξο της Ρίγας είναι ότι ενώ η στρατηγική επιλογή της πρόσδεσης στο ευρώ (που έχει υιοθετηθεί πριν από το 2005, όταν ο ίδιος ήταν υπουργός Οικονομικών) παραμένει εξαιρετικά αντιδημοφιλής, ο Βάλντις Ντομπρόβσκις έχει καταφέρει όχι απλώς να διασωθεί πολιτικά αλλά και να αναδειχθεί ο μακροβιότερος αρχηγός κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας εν μέσω της βαθιάς ύφεσης των προηγούμενων ετών.
Η πολιτική ελίτ έχει αποδεχθεί ότι «οι κάτοικοι της χώρας έχουν έφεση στις αντιφάσεις», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε ανάλυσή του το περιοδικό «IQ» (έκδοση του «Economist» στη Λιθουανία). Πράγματι οι Λετονοί φαίνεται να επιδεικνύουν «υποδειγματική ανοχή» τα τελευταία πέντε χρόνια που η χώρα βρέθηκε στη δίνη μιας κρίσης που τίναξε στο 20% την ανεργία και συρρίκνωσε την ούτως ή άλλως χαμηλή αγοραστική τους δύναμη. Κατά την τριετία 2008-2010 η πτώση του ΑΕΠ ξεπέρασε αθροιστικά το 25%, το ένα τρίτο των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα πέρασε σε καθεστώς ανεργίας, ενώ όσοι γλίτωσαν τις «υποχρεωτικές αποχωρήσεις» είδαν τον μισθό τους να μειώνεται κατά 30%-40%.
Σήμερα το ποσοστό των ανέργων έχει υποχωρήσει από 20% σε 11% και ένα εισόδημα της τάξεως των 600 ευρώ θεωρείται ικανοποιητικό, καθώς ο κατώτερος μισθός έχει σταθεροποιηθεί στα 280 ευρώ τον μήνα. Ο ρυθμός ανάπτυξης έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 5%, ενώ πληρούνται πλέον όλα τα δημοσιονομικά κριτήρια για την ανακήρυξη της χώρας σε 18ο μέλος της Νομισματικής Ενωσης. Κι όμως, οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα χρειαστεί μία δεκαετία για να επιστρέψει η χώρα στα προ κρίσης επίπεδα.

«Μας λένε ότι η κρίση τελείωσε, αλλά εγώ δεν νιώθω κάτι τέτοιο»
λέει στους «New York Times» μια Λετονή που είδε τον μισθό της να μειώνεται στα 168 ευρώ και τον (οικοδόμο) άντρα της να χάνει τη δουλειά του μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων. Η δική της εξομολόγηση και εκατοντάδες ακόμη παρόμοιες ιστορίες δεν ακούστηκαν βέβαια στη συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ στη Ρίγα το περασμένο φθινόπωρο. Κι όμως, οι πραγματικές ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν επί 18 μήνες τη «θεραπεία-σοκ» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα ήταν η καλύτερη απάντηση στις θριαμβολογίες και στα εύσημα της γαλλίδας επικεφαλής του Ταμείου που έχει αναγάγει τη Λετονία σε «χώρα-υπόδειγμα για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εφαρμόζουν αντίστοιχα προγράμματα».

Οι νέοι φεύγουν στο εξωτερικό
Στην πραγματικότητα η «αξιοθαύμαστη συμπεριφορά» που επιδεικνύουν οι Λετονοί παρά τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου δικαιολογείται από τη γενικευμένη φυγή των νέων εκτός συνόρων της χώρας. Το πικρό ποτήρι της εσωτερικής υποτίμησης φαίνεται πως έγινε αδιαμαρτύρητα δεκτό από τους Λετονούς. Ωστόσο αυτό που δεν λένε οι αναλύσεις του ΔΝΤ είναι ότι η πολιτική της λιτότητας έδιωξε από τη χώρα περισσότερους από 200.000 κατοίκους (το 10% του συνολικού πληθυσμού). Το κύμα της μετανάστευσης διατήρησε αφενός την ανεργία σε επίπεδα κάτω του 20% και αφετέρου τις κοινωνικές αντιδράσεις σε κλίμα υποτονικό (σχεδόν ψυχρό σε σχέση με τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού Νότου).
Κοινές ανησυχίες και ελπίδες στη Βαλτική
Οι τρεις χώρες, που χαρακτηρίζονταν «τίγρεις» από τον διεθνή Τύπο, ήταν οι πρώτες που εφάρμοσαν «μνημόνια»

Οι τρεις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες χαρακτηρίζονταν «τίγρεις» από τον διεθνή Τύπο και θεωρούνταν µοντέλα ανάπτυξης ώσπου να αποδειχθεί ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «γίγαντες µε πήλινα πόδια», δεν µοιράζονται µόνο την ίδια θάλασσα αλλά και τους ίδιους µύθους και κοινές οικονοµικές φιλοδοξίες. Η Λιθουανία θα είναι πιθανότατα η τελευταία από τις τρεις που θα εγκαταλείψει το εθνικό της νόµισµα, καθώς δεν θεωρείται πλέον εφικτό να ενταχθεί στο ευρώ πριν από το 2015. Οι τρεις χώρες ήταν οι πρώτες που εφάρµοσαν «µνηµόνια», όταν η λέξη ήταν ακόµη άγνωστη στη χώρα µας και στην Πορτογαλία, και είχαν το «προνόµιο» να υποστούν παρόµοιες οικονοµικές και δηµογραφικές επιπτώσεις από την εφαρµογή της λιτότητας. Το τίµηµα για τον εξορθολογισµό των δηµοσιονοµικών και την παραγωγική ανασυγκρότηση ήταν η συρρίκνωση του µέσου εισοδήµατος σε ποσοστό µεγαλύτερο του 15% και η φυγή του «περισσευούµενου» εργατικού δυναµικού εκτός συνόρων. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε και οι ρυθµοί ανάπτυξης επέστρεψαν σε ποσοστά που µοιάζουν πλέον ουτοπικά ακόµη και για χώρες όπως η Ιταλία ή η Γαλλία. Η ανάκαµψη ήρθε πράγµατι αλλά δεν έφερε δουλειές.
Ωστόσο τα χαρακτηριστικά αυτής της ανοδικής πορείας δεν προοιωνίζονται ούτε μακρά ούτε σταθερή ανάπτυξη. Διότι το νέο «βαλτικό μοντέλο» στηρίζεται στην παραδοχή ότι η μείωση του εργασιακού κόστους θα προκαλέσει «έκρηξη» των εξαγωγών (αφού θα έχει τονωθεί η ανταγωνιστικότητα του παραγόμενου προϊόντος), η οποία με τη σειρά της θα ανατροφοδοτεί το σύνολο της οικονομίας. Τώρα όμως, με την υιοθέτηση ενός σκληρού νομίσματος, εξανεμίζεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Βαλτικής. Την ίδια στιγμή η πολιτική της μείωσης του κόστους παραγωγής αποδεικνύεται βαρέλι χωρίς πάτο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αφού αντίστοιχα μέτρα παίρνουν τόσο οι ισχυρές οικονομίες του Βορρά όσο και εκείνες του Νότου.
«Θα υπάρξει αναμφίβολα πίεση στις εξαγωγές, που θα μετακυλιστεί στο κόστος παραγωγής. Αργά ή γρήγορα θα προκύψει ανάγκη νέας συμπίεσης των μισθών» σημειώνει μιλώντας στους «Financial Times» ο επικεφαλής της νομισματικής πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας Μάρτινς Μπίτανς.
Η πρόσφατη τραυματική εμπειρία της Κύπρου πρόσθεσε νέους φόβους στο Ταλίν, στη Ρίγα και στο Βίλνιους, καθώς στα θησαυροφυλάκια των τριών χωρών βρίσκουν καταφύγιο επενδυτές από τη Ρωσία και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Πέρα όμως από τους οικονομικούς υπολογισμούς, οι κυβερνήσεις των χωρών της Βαλτικής γνωρίζουν ότι η πρόσδεση στους ισχυρούς της Ευρώπης συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα προς τη Δύση και μια κίνηση απαγκίστρωσης από τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Και αυτό το επιχείρημα φαίνεται πολύ πιο πειστικό ακόμη και για όσους δεν ενθουσιάζονται με το ευρωπαϊκό όραμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ