Ο βραζιλιάνος Όσκαρ Νιμάγερ συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους αρχιτέκτονες του εικοστού αιώνα: ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού στη Βραζιλία.
Όσο εκθειάσθηκε για την αρχιτεκτονική του άλλο τόσο επικρίθηκε, αφού τα κτίριά του, όπως λένε, θυμίζουν γλυπτά.

Καθεδρικός Ναός της Μπραζίλια (1970)

Ο ίδιος δήλωνε επηρεασμένος από τον Λε Κορμπιζιέ. Αλλά αυτό, προσέθετε, δεν τον εμπόδισε να ακολουθήσει έναν δικό του δρόμο, ο οποίος τον οδήγησε στις αφηρημένες φόρμες και στις καμπύλες. Τις γωνίες και τις σκληρές και άκαμπτες ευθείες που δημιούργησε ο άνθρωπος δεν τις θεωρούσε ελκυστικές. «Είμαι υπέρ της ελεύθερης ροής και της αισθησιακής καμπύλης. Καμπύλες βρίσκω στα βουνά της χώρας μου, στα ποτάμια, στα κύματα του ωκεανού, στο σώμα της αγαπημένης μου γυναίκας. Καμπύλες συνθέτουν ολόκληρο το σύμπαν, το καμπύλο σύμπαν του Αϊνστάιν»

Ο Νιμάγιερ υπήρξε ενεργός και δημιουργικός μέχρι το τέλος της ζωής του, έχοντας σχεδιάσει περισσότερα από 600 κτίρια στη Βραζιλία αλλά και στην Αμερική. Η μελέτη του πάνω στο οπλισμένο σκυρόδεμα και στις καμπύλες καθόρισε την αρχιτεκτονική του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα.

Το Μουσείο Σύγχρονης ΤέχνηςNiteroi,στο Rio de Janeiro (1996)

Γεννημένος στο Ρίο ντε Τζανέϊρο στις 15 Δεκεμβρίου 1907, με το όνομα Oscar de Almeida Ribeiro Niemeyer Soares, επέλεξε από το όνομα – μακρινάρι αυτό που έδειχνε τις γερμανικές ρίζες του: Oscar Niemeyer – κληρονομιά από μια βραζιλιανά γιαγιά με ρίζες στο Ανόβερο.

Πέρασε τα νεανικά του χρόνια ως μποέμ, σχετικά αδιάφορος με το μέλλον του. Το 1928 σε ηλικία 21 ετών, εγκατέλειψε τις σπουδές του και παντρεύτηκε την Ανίτα Μπάλντο, κόρη ιταλών μεταναστών με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Άννα Μαρία (πέθανε εφέτος).
Το 1934 επανέκαμψε στα θρανία. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του εργάστηκε στο τυπογραφείο του πατέρα του κι αμέσως μετά στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Λούτσιο Κόστα. Παρότι αμισθί, η εκεί εμπειρία του υπήρξε πολύ σημαντική για την επαγγελματική του ωριμότητα αφού ο Κόστα ήταν εκείνος που εγκατέλειψε το νεοαποικιακό κίνημα που κυριαρχούσε στη Βραζιλία και έστρεψε το βλέμμα του στην Ευρώπη του μοντερνισμού.
Όταν το 1936 ανατέθηκε στον Λούτσιο Κόστα o σχεδιασμός των Υπουργείων Παιδείας και Υγείας στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, δεν τον περιέλαβε στην ομάδα του. Το έκανε αργότερα μετά από ισχυρές πιέσεις του ίδιου. Και όταν ο Λε Κορμπιζιέ, σύμβουλος του έργου, πήγε στο Ρίο, ο Νιμέγιερ ήταν δίπλα του, διαθέσιμος και παρεμβατικός εντυπωσιάζοντας τον Κόστα που τελικά τον κατέστησε υπεύθυνο του έργου.
Πρώτο μεγάλο έργο του Νιμάγιερ ήταν ο σχεδιασμός μιας σειράς κτιρίων στην Pampulha, ένα προάστιο του Μπέλο Οριζόντε. Η Εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης που έχτισε εντός του αρχιτεκτονικού οικισμού Pampulha ήταν εκείνη που έστρεψε το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας επάνω του. Συνδύαζε την παράδοση με το μοντέρνο κίνημα ωστόσο οι αντιδράσεις ήταν τόσες που καθυστέρησαν την λειτουργία της για πολλά χρόνια.


Tο προεδρικό μέγαρο, Βραζιλία (1958)

Κατά τις δεκαετίες 1940 και 1950, ο Νιμάγιερ αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο παραγωγικούς αρχιτέκτονες της Βραζιλίας, έχοντας σχεδιάσει κτίρια εντός και εκτός της χώρας. Ανάμεσά τους, το Edifício Copan (ένα μεγάλο σύμπλεγμα κατοικιών στο Σάο Πάολο), και μια συνεργασία με τους Λε Κορμπιζιέ και Γουάλας Χάρισον για τον σχεδιασμό του «Ανακτόρου της Ειρήνης», του κτιρίου που φιλοξενεί την έδρα των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό το κτίριο έγινε αφορμή να κληθεί από τα Πανεπιστήμια Γέιλ και Χάρβαρντ για να διδάξει.
Λόγω της αριστερής ιδεολογίας του και της συμμετοχής του στο Βραζιλιάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα (PCB), εγκατέλειψε τη χώρα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964 και άνοιξε ένα γραφείο στο Παρίσι, στα Ιλίσια Πεδία, προσθέτοντας στο βιογραφικό του αρκετά σημαντικά κτίρια.
Επέστρεψε στη Βραζιλία το 1985 αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα το1988 του απονεμήθηκε το Βραβείο Pritzker, η μεγαλύτερη αρχιτεκτονική διάκριση παγκοσμίως.
Αν και αφοσιώθηκε στην Αρχιτεκτονική επέμενε πάντα πως «Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να μιλάς για αρχιτεκτονική. Η ζωή είναι μια ανάσα όλη κι όλη – και μετράει πολύ περισσότερο από τα κτίρια».
ΕΙΠΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

«Η αρχιτεκτονική είναι επινόηση. Πρέπει να είναι ευχάριστη και πρακτική. Αν ανησυχείς μόνο για τη λειτουργικότητα, το αποτέλεσμα είναι κακό. Πολλά από τα δημόσια κτίριά μου είναι πολιτικά μνημεία. Ίσως όμως κάποια από αυτά προσέφεραν στους απλούς ανθρώπους, τους ανθρώπους χωρίς εξουσία, αίσθημα αγαλλίασης. Αυτό μπορούν να προσφέρουν οι αρχιτέκτονες. Τίποτα παραπάνω».
Oscar Niemeyer