Το σκάνδαλο με τις κατηγορίες για παιδοφιλία εναντίον του παρουσιαστή Τζίμι Σάβιλ, το οποίο συγκλονίζει τον τελευταίο καιρό τη Βρετανία και ειδικότερα το BBC, στο οποίο προβάλλονταν η εκπομπή του Σάβιλ, φαίνεται ότι έχει επιπτώσεις και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Παρά το ότι ουδείς σχεδόν στις ΗΠΑ γνωρίζει ή ενδιαφέρεται για τον Σάβιλ, το γεγονός ότι ο πρώην γενικός διευθυντής του BBC Μαρκ Τόμσον έχει επιλεγεί για να αναλάβει τη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του ομίλου των New York Times έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στον εκδότη Άρθουρ Σουλτζμπέργερ.

Το «αγκάθι» στην όλη υπόθεση είναι οι καταγγελίες ότι ο Τόμσον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποσιώπηση του σκανδάλου και στη συνέχεια δεν έδωσε ξεκάθαρες απαντήσεις στις ερωτήσεις της αστυνομίας σχετικά με τις πληροφορίες που είχε για το σκάνδαλο. Μάλιστα τα πλέον εμπεριστατωμένα και πύρινα ρεπορτάζ εναντίον του Τόμσον προέρχονται από τους ίδιους τους New York Times.

Η επιλογή του Τόμσον ήταν του Σουλτζμπέργκερ και είχε αναγγελθεί σαν «σωτηρία» για την εφημερίδα. Είναι λογικό να υποθέτει κανείς ότι οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας θα δίσταζαν να ερευνήσουν δημοσιογραφικά τον μελλοντικό τους προϊστάμενο. Παρ όλα αυτά δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας, η Μάργκαρετ Σάλιβαν και ο Τζο Νοσέρα έγραψαν αρνητικά ρεπορτάζ και γνώμες για τον Τόμσον καταλήγοντας και οι δύο στο ερώτημα : «είναι σίγουρα ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να διευθύνει τον όμιλο;».

Σε μία περίοδο κατά την οποία ο όμιλος αιμορραγεί οικονομικά και ο γενικότερος τομέας του Τύπου πλήττεται από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης η τοποθέτηση στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας ενός ανθρώπου που σε δύσκολες στιγμές επέδειξε λανθασμένη κρίση ίσως δεν είναι και ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στην εφημερίδα. Το γεγονός ότι αυτές οι ανησυχίες δημοσιεύονται από την ίδια εφημερίδα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα καλής δημοσιογραφίας.