Μόνο λίγες ημέρες απομένουν για τις προεδρικές εκλογές της 6ης Νοεμβρίου, όμως η κούρσα των χρηματοδοτήσεων τώρα κορυφώνεται. Μοναδική βεβαιότητα της δημοσκοπικά αμφίρροπης εκλογικής μάχης μεταξύ του Δημοκρατικού νυν προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και του Ρεπουμπλικανού αντιπάλου του Μιτ Ρόμνεϊ αποτελεί το γεγονός ότι όποιος από τους δύο αναλάβει πρόεδρος την 20ή Ιανουαρίου 2013 θα έχει συγκεντρώσει και δαπανήσει το ποσό-ρεκόρ τού σχεδόν 1 δισ. δολαρίων. Ισχύς μου τα δολάρια των χορηγών μου.
Με απευθείας δωρεές στον υποψήφιο ή στο κόμμα της προτίμησής τους και την ενίσχυση κάποιας από τις δεκάδες Υπερεπιτροπές Πολιτικής Δράσης (τις λεγόμενες «Super PACs»), κοινοί θνητοί, ομάδες συμφερόντων, επιχειρήσεις και δισεκατομμυριούχοι μεγιστάνες προσφέρουν από μερικά δολάρια ως παχυλές επιταγές με πολλά μηδενικά. Στόχος τους είναι ένας: να βομβαρδίσουν διαφημιστικά και να επηρεάσουν το 5% με 10% των αναποφάσιστων ψηφοφόρων –που τελικά θα κρίνουν και το εκλογικό αποτέλεσμα. Οσο για την πολυθρύλητη διαφάνεια των διαδικασιών κομματικής χρηματοδότησης στις ΗΠΑ; Ειδικοί αναλυτές συμφωνούν ότι το σύστημα έχει πολλά «παραθυράκια»…
Ομπάμα και Ρόμνεϊ κονταροχτυπιούνται για το ανώτατο αξίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών και ταυτόχρονα έχουν ριχτεί με όλες τους τις δυνάμεις στον ανελέητο «αγώνα για το δολάριο», μια μάχη για τη χρηματοδότησή τους που μοιάζει με κούρσα εξοπλισμών. Σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς, οι Δημοκρατικοί έχουν συγκεντρώσει 969 εκατ. δολάρια, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί υστερούν λιγάκι με «μόλις» 916 εκατ. δολάρια.
Πόσο πολύ εξαρτάται στην πραγματικότητα ένας υποψήφιος από τις χορηγίες των υποστηρικτών του; Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο καθηγητής Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Τέξας Μπράιαν Ρόμπερτς, προεκλογική εκστρατεία αξιώσεων χωρίς χρηματοδότηση δεν νοείται.
«Με εξαίρεση έναν μικρό αριθμό υποψηφίων με σημαντική προσωπική περιουσία, οι υποψήφιοι έχουν απόλυτη ανάγκη από δωρεές. Μάλιστα, ακόμη πιο κρίσιμο ρόλο στην εκλογή τους διαδραματίζει η στήριξή τους από τις «Super PACs». Αυτές, επειδή είναι θεωρητικά ανεξάρτητες από τους υποψηφίους, μπορούν να συγκεντρώσουν απεριόριστα ποσά για τη συνδρομή τους. Διαφορετικά, οι ατομικές προσωπικές δωρεές σε υποψηφίους απαγορεύεται να ξεπερνούν τα 5.000 δολάρια ανά εκλογικό κύκλο, ενώ εταιρείες και σωματεία είναι παράνομο να πραγματοποιούν απευθείας χορηγίες για τη στήριξη υποψηφίων» λέει.
Ως προς τις προσωπικές χορηγίες των υποψηφίων, ο Ρόμνεϊ φάνηκε να προσελκύει μεγάλο αριθμό ιδιαίτερα γαλαντόμων δωρητών καθώς το 45% επέλεξε να συνδράμει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με το μέγιστο των 2.500 δολαρίων, ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα μοιάζει να επαφίεται περισσότερο σε μικροχορηγούς, που μάλιστα ξεπέρασαν τα τέσσερα εκατομμύρια πολίτες. Συγκεκριμένα το 55% του δώρισε ως 200 ευρώ για την προεκλογική του εκστρατεία.
Η ανθρωπογεωγραφία των χορηγών παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ατομα που εργάζονται στην Goldman Sachs, την Τράπεζα της Αμερικής, τη Morgan Stanley, την JP Morgan Chase & Co. και τον Ομιλο Credit Suisse αποτελούν τους πέντε κορυφαίους χορηγούς του Ρόμνεϊ –με όρους ατομικών μικροποσών. Αντιθέτως, οι πέντε κορυφαίοι χορηγοί του Ομπάμα (πάλι σε μικροποσά) ήταν άτομα που εργάζονται στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στη Microsoft, στην Google, στο Χάρβαρντ και στην ίδια την αμερικανική κυβέρνηση.
«Είναι ξεκάθαρο ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θεωρεί τον Ρόμνεϊ δικό του παιδί. Προέρχεται από τον κόσμο τους, τον καταλαβαίνει και πιστεύουν ότι θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά τους. Οσο για τον Ομπάμα, δεν συνδέεται με συγκεκριμένο κλάδο και έτσι υποστηρίζεται από πολλούς» λέει η υπεύθυνη Επικοινωνίας του Κέντρου Υπεύθυνης Πολιτικής Βίβεκα Νόβακ.
Φυσικά, όσον αφορά τις χορηγίες, κάποια πράγματα απλώς δεν αλλάζουν: οι ενώσεις υπέρ της οπλοχρησίας και κατά των αμβλώσεων συνεχίζουν να στηρίζουν οικονομικά τους Ρεπουμπλικανούς, ενώ το «αριστερό» Χόλιγουντ, οι πιο φιλελεύθερες δυνάμεις και οι ομοφυλόφιλοι τους Δημοκρατικούς. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι τέσσερις στους πέντε στρατευμένους ή εργαζομένους στην αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ που έκαναν μια ατομική κομματική χορηγία προτίμησαν τον Ομπάμα. Πώς αξιοποιούνται τα χρήματα; Κυρίως στην τηλεόραση. Ο καθηγητής της Σχολής Διακυβέρνησης «Κένεντι» του Χάρβαρντ Ρίτσαρντ Πάρκερ τονίζει στο «Βήμα» ότι «τα δύο τρίτα πηγαίνουν σε τηλεοπτικές διαφημίσεις υπέρ ή κατά του τάδε ή του δείνα υποψηφίου. Περίπου το 10% θα πάει στον έντυπο Τύπο, άλλο 10% σε απευθείας αλληλογραφία και ένα σχετικά μικρό ποσοστό, γύρω στο 2%, σε διαδικτυακές καμπάνιες. Κάποια ποσά βεβαίως ξοδεύονται για τα ταξίδια των υποψηφίων και των επιτελείων τους».
Στην ερώτηση αν η «κούρσα των χρηματοδοτήσεων» μπορεί να κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα, ο καθηγητής Πάρκερ εξηγεί ότι δεν υπάρχει γραμμική σχέση ανάμεσα στο ποσό που συγκεντρώνεται και στο κόμμα που κερδίζει τις εκλογές. «Περίπου το 70% των υποψηφίων γνωρίζει ήδη ποιο κόμμα θα ψηφίσει, διότι πάντοτε αυτό ψήφιζε. Μόνο 5% – 10% των ψηφοφόρων είναι πραγματικά αναποφάσιστο και μπορεί να κλίνει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Συνεπώς, όλα αυτά τα χρήματα πάνε για να διαμορφώσουν την άποψη ενός πολύ μικρού ποσοστού των ψηφοφόρων».
Ρίτσαρντ Πάρκερ, καθηγητής Διακυβέρνησης στο Χάρβαρντ
«Είναι πονηρός ο συνδυασμός δημοκρατίας και πλουτοκρατίας»«Δεν παίζει ρόλο ποιος χρηματοδοτεί τα κόμματα αλλά ότι αυτά τα τεράστια ποσά καθιστούν επιρρεπείς τους πολιτικούς στα αιτήματα των χορηγών τους» λέει στο «Βήμα» ο Ρίτσαρντ Πάρκερ, καθηγητής Διακυβέρνησης της Σχολής Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και πρώην σύμβουλος, μεταξύ άλλων, του γερουσιαστή Τεντ Κένεντι και του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Γιώργου Παπανδρέου (2009-2011).
«Είναι πονηρός ο συνδυασμός δημοκρατίας και πλουτοκρατίας»«Δεν παίζει ρόλο ποιος χρηματοδοτεί τα κόμματα αλλά ότι αυτά τα τεράστια ποσά καθιστούν επιρρεπείς τους πολιτικούς στα αιτήματα των χορηγών τους» λέει στο «Βήμα» ο Ρίτσαρντ Πάρκερ, καθηγητής Διακυβέρνησης της Σχολής Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και πρώην σύμβουλος, μεταξύ άλλων, του γερουσιαστή Τεντ Κένεντι και του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Γιώργου Παπανδρέου (2009-2011).
–Από ποιους κλάδους προέρχονται κατά κανόνα οι μεγάλοι δωρητές των κομμάτων;
«Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος είναι συνολικά ο μεγαλύτερος δωρητής των Ρεπουμπλικανών, ενώ οι δικηγόροι είναι οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες των Δημοκρατικών. Μεγάλη επιρροή μέσω των δωρεών τους ασκούν επίσης στους Ρεπουμπλικανούς οι επενδυτές ακινήτων και όσοι δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία πετρελαίου, ενώ πολύ σημαντικά για τους Δημοκρατικούς είναι τα εργατικά συνδικάτα».
–Υπάρχουν ανταλλάγματα για τους «μαικήνες» των διαφόρων υποψηφίων;
«Ενας μεγαλοχορηγός πάντα θα έχει επικοινωνιακή πρόσβαση στον υποψήφιο που υποστηρίζει. Οι δωρητές που ενδιαφέρονται για τη νομοθεσία διότι επηρεάζει τις περιουσίες ή τις επιχειρήσεις τους θα δουν ότι οι απόψεις τους λαμβάνονται προσεκτικά υπόψη. Αν ρωτήσει κανείς έναν πολιτικό αν μπορεί ένας δωρητής να εξαγοράσει την ψήφο του σε κάποιο ζήτημα, θα επιμείνει πως αποκλείεται, μια και αυτό συνιστά κακούργημα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι δωρητές κερδίζουν σημαντικά εξαιτίας της επιρροής στη νομοθετική διαδικασία. Εδώ έγκειται ο πονηρός συνδυασμός δημοκρατίας και πλουτοκρατίας του 21ου αιώνα».
–Πώς εξασφαλίζει το σύστημα τον μέγιστο βαθμό διαφάνειας;
«Δεν τον εξασφαλίζει! Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί από τη δεκαετία του 1970, με τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εκλογών, που παρέχει ολοένα πιο λεπτομερείς πληροφορίες και στοιχεία στο Διαδίκτυο. Οταν όμως ερχόμαστε στις «υπερεπιτροπές», τα πράγματα παύουν να είναι τόσο διαφανή. Σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε ποιος δίνει χρήματα στις «υπερεπιτροπές», που σε αυτές τις εκλογές θα ξοδέψουν περίπου μισό δισεκατομμύριο δολάρια για να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους. Επίσης υπάρχουν χιλιάδες τομείς όπου μια ελάχιστη αλλαγή σε μια τροπολογία, με μία φράση, ένα «και», την αύξηση ή μείωση ενός ορίου κτλ., μπορεί να φτιάξει περιουσίες. Και δεν υπάρχει τρόπος για τους ερευνητές ή τους δημοσιογράφους να αποδείξουν ότι μια προεκλογική δωρεά επηρέασε τη νομοθεσία υπέρ του δωρητή. Συνεπώς δεν παίζει ρόλο αν τα χρήματα είναι διαφανή ή μυστικά αλλά ότι κολοσσιαία χρηματικά ποσά συγκεντρώνονται και τα δύο κόμματα εξαρτώνται από αυτά».
Αρχαία διαπλοκή
Και χορηγίες στη Ρώμη του Ιουλίου Καίσαρα
Ο Μάρκος Λικίνιος Κράσος (115-53 π.Χ.) που έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως ο πλουσιότερος Ρωμαίος και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους όλων των εποχών γιγάντωσε την περιουσία του ποντάροντας πολιτικά αλλά και χρηματοδοτώντας τη στρατιωτική καριέρα του Ιουλίου Καίσαρα και τη μετέπειτα εκλογή του σε ρωμαίο ύπατο.
Και χορηγίες στη Ρώμη του Ιουλίου Καίσαρα
Ο Μάρκος Λικίνιος Κράσος (115-53 π.Χ.) που έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως ο πλουσιότερος Ρωμαίος και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους όλων των εποχών γιγάντωσε την περιουσία του ποντάροντας πολιτικά αλλά και χρηματοδοτώντας τη στρατιωτική καριέρα του Ιουλίου Καίσαρα και τη μετέπειτα εκλογή του σε ρωμαίο ύπατο.
Το 61 π.Χ. ο Καίσαρας διορίστηκε κυβερνήτης της Ισπανίας, ήταν όμως υπερχρεωμένος. Οι πιστωτές του προσπάθησαν να τον εμποδίσουν να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Εκεί παρενέβη ο Κράσος και εγγυήθηκε τα τεράστια χρέη του «εκλεκτού» του –περίπου 23 εκατ. δολάρια με σημερινούς οικονομικούς όρους.
Δύο χρόνια αργότερα ο Καίσαρας ανακηρύχθηκε ύπατος, το ανώτατο αξίωμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, έπειτα από μια προεκλογική εκστρατεία την οποία πάλι χρηματοδότησε ο Κράσος με μαζική εξαγορά ψήφων. Σε αντάλλαγμα ο Καίσαρας έχρισε τον «επιχειρηματία» μεγαλοσυλλέκτη φόρων (με το αζημίωτο…) στη Ρώμη εκτοξεύοντας έτσι την περιουσία του Κράσου στα ύψη.