Η επόμενη ημέρα για την Παιανία που έχει ζήσει το αιματηρό σκηνικό της 7ης Ιουνίου – με τον 43χρονο αλβανό διαρρήκτη τραυματισμένο θανάσιμα από το χέρι ενός 23χρονου, κατά κοινή ομολογία φιλήσυχου πολίτη – δεν είναι εύκολη. Τα σενάρια φόβου συνυπάρχουν με την ενοχή, και η ανοχή του «άλλου» με το μίσος, ορίζοντας μια κοινωνία που ισορροπεί ανάμεσα στο καλό και στο κακό, που βλέπει εφιάλτες αλλά κινείται, αναπνέει, ενίοτε εφησυχάζει. Η ζωή άλλωστε συνεχίζεται. Με χαρακτηριστικά χωριού και πληθυσμιακή πραγματικότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τον ορισμό του, η Παιανία των 30.000 κατοίκων γίνεται μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, με όλες τις αντιφάσεις της. Ρίχνει τα μάνταλα βαριά πίσω από τις πόρτες, όταν την ίδια ώρα παραχωρεί τα κλειδιά των σπιτιών της και τη φροντίδα των κτημάτων της σε εργαζόμενους αλλοδαπούς – οικείους πια από την πολυετή παραμονή τους στη χώρα. Διατείνεται ότι «δεν πάει άλλο» με κλοπές και διαρρήξεις, και βιάζεται να χωθεί σπίτι της μόλις το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα, όταν την ίδια ώρα «ξενερώνει πια να ζει μέσα στην τρομοκρατία». Και εύχεται να μην υπάρχει άλλο κρούσμα – «πώς ζεις εξάλλου ύστερα από αυτό;» –, όταν την ίδια ώρα θέλει να πιστεύει ότι ο θάνατος του αλβανού διαρρήκτη μπορεί να αποθαρρύνει τους επίδοξους κακοποιούς.

Στην καρδιά της Παιανίας, στην πλατεία της Ζωοδόχου Πηγής, το πρωινό της Πέμπτης τέσσερις ένστολοι της ομάδας ΔΙΑΣ κουβεντιάζουν χαλαρά, πίνουν γουλιές από τον φρέντο τους, στηρίζονται στις μηχανές τους. Χαρίζουν το αίσθημα της ασφάλειας σε μια περιοχή που έχει δει τα χειρότερα. Στέκονται σε απόσταση αναπνοής από την ταβέρνα της οικογένειας που πρωταγωνίστησε τη μαύρη εκείνη νύχτα: «Στου Ντάβαρη», μαγαζί γωνία, πάνω στην πλατεία, προπολεμικός καφενές στα χέρια του παππού Δάβαρη.

Ο μικρός, ο Νίκος, δεν μπορεί να σταθεί στο σπίτι. Η οικογένεια το είχε εγκαταλείψει για λίγες ημέρες, μια απόδραση ως το «χωριό» κρίθηκε σκόπιμη ώσπου τα πράγματα να ηρεμήσουν. Οι στενοί φίλοι διαβεβαιώνουν ότι «το παλεύει» με τη βοήθεια ειδικών. Οι φήμες τον θέλουν τρομοκρατημένο: η αλβανική μαφία τον απειλεί ότι θα πάρει το αίμα της πίσω και οι αυτόκλητοι προστάτες έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους.
Η παραφιλολογία δεν σταματά εδώ. «Ο Αλβανός ήξερε ότι υπήρχαν λεφτά στο σπίτι. Είχε γίνει μια αγοραπωλησία πρόσφατα και υπέθετε ότι τα χρήματα δεν είχαν κατατεθεί στην τράπεζα». «Οι διαρρήκτες δεν ήταν μόνοι τους εκείνο το βράδυ, οι σπείρες ήταν δύο συνολικά». «Η οικογένεια σκέφτεται να πουλήσει το σπίτι και να εξαφανιστεί»…
Πέφτουν τα μάνταλα βαριά
Στον απόηχο του πυροβολισμού, οι κάτοικοι κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους. Ο μοναδικός κλειδαράς της περιοχής, ο κ. Χριστόφορος, δηλώνει ότι η δουλειά του αυξήθηκε κατά 100% τις πρώτες ημέρες μετά το μοιραίο.

«Ο κόσμος είναι πανικόβλητος. Ασφαλίζει πόρτες, παράθυρα, ό,τι περνά από το χέρι του και κυρίως ό,τι αντέχει η τσέπη του. Πάντα υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση το καλοκαίρι, όταν κλείνουν τα σχολεία και φεύγει ο κόσμος διακοπές, αλλά το σημερινό δεν έχει προηγούμενο. Ζητούν εσωτερικούς, κρυφούς συναγερμούς
(σ.σ.: και τους οποίους δεν μπορούν να εξουδετερώσουν οι κακοποιοί κόβοντας ρεύμα και τηλέφωνο). Γενικά αναζητούν έξυπνες λύσεις. Και σαφώς επιμένουν στον μηχανισμό που επιτρέπει στην πόρτα να ανοίγει ελάχιστα – με μάνταλο. Ξέρεις τι μου είπε προχθές ένας που το ζήτησε; «Να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός χωρίς να ανοίξει εντελώς η πόρτα, να προλάβω να σηκωθώ, να πάρω την καραμπίνα και να του ρίξω στα μάτια»…».

«Εγώ που ζω νύχτα μπορώ να το πω με σιγουριά: ο κόσμος φοβάται»
λέει ο κ. Ηλίας Σαγάνης, σερβιτόρος σε ταβέρνα. «Μετά τις 12 τα μεσάνυχτα η ώρα δεν κυλάει κανονικά, δεν βλέπουμε την ώρα να τα μαζέψουμε και να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Δεν είναι μόνο το περιστατικό με τον Αλβανό. Πρόσφατα ρήμαξαν δύο ψιλικατζίδικα, ο ένας το πούλησε κι έφυγε. Τα λεφτά δεν τα βάζουν τώρα στα σπίτια, αλλά στις αποθήκες, μέσα σε καταψύκτες, ανάμεσα στα κρέατα. Το θέμα είναι να μη σε βρει η κακιά στιγμή, όπως εκείνο το παιδί την περασμένη βδομάδα».
Στο Γυμνάσιο, πίσω από την εκκλησία, τα παιδιά κάνουν πρόβα, τραγουδούν σαν να ‘ναι μιλημένα: «Τι τα θες, τι τα θες, έτσι είναι η ζωή, να γελάς και να κλαις βράδυ και πρωί». Λίγα μέτρα πιο πέρα δύο εκλογικά περίπτερα στέκουν για να θυμίζουν ότι η Κυριακή είναι ημέρα κάλπης. Αυτό των Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι αδειανό, καίγεται στο λιοπύρι των 37 βαθμών. Του ΚΚΕ, πιο προνομιακό, καθ’ ότι στη δροσιά, φιλοξενεί τρεις μεσηλίκους που κοιτάζουν βαριεστημένα.

«Το 80% των σπιτιών εδώ στην Παιανία είναι μονοκατοικίες, βίλες, έχουν κήπους και πολλά παράθυρα που κάνουν πανεύκολη την πρόσβαση»
σημειώνει η κυρία Γεωργία Μπαριτάκη, νοικοκυρά. «Εχουν μπει συναγερμοί ακόμη και στους κήπους, γι’ αυτούς που ίσως αποφασίσουν να σκαρφαλώσουν στα δέντρα. Τι άλλο να κάνουμε για να προφυλαχθούμε; Στη δική μου οικογένεια, η πολιτική είναι «δεν αφήνουμε ποτέ το σπίτι μόνο του», πάντα μένει κάποιος πίσω για φύλαξη. Καραμπίνα υπάρχει, αλλά μόνο για εκφοβισμό, όχι για να αφαιρέσουμε ανθρώπινη ζωή. Δεν είμαι ρατσίστρια, αλλά μήπως έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο (σ.σ.: το συμβάν με τον αλβανό διαρρήκτη) για να φοβηθούν και αυτοί λίγο;».
Η Στοκχόλμη… δεν είναι Παιανία
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να διαχειριστεί εύκολα το… δίπολο Στοκχόλμη – Παιανία. Ο κ. Γιώργος Μαρόπουλος φαίνεται να έχει συνηθίσει και παρατηρεί μάλλον ψύχραιμα τις διαφορές.
«Και τηλέφωνο να χτυπήσει στο σπίτι σου αργά τη νύχτα, ανεπίτρεπτο είναι, όχι να βλέπεις εισβολείς. Τι να σου κάνει ο άλλος, παίρνει καραμπίνα. Τουλάχιστον παλιά υπήρχαν και εκείνα τα φυσίγγια με το αλάτι. Προσωπικά πάντως εκτιμώ ότι οι πολιτικοί έκαναν τους Ελληνες ρατσιστές. Αν η μετανάστευση ήταν ελεγχόμενη, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Κι εγώ μετανάστης πήγα στη Σουηδία πριν από 40 χρόνια, αλλά υπήρχαν νόμοι. Αν δεν τους τηρούσες, τέλειωνες. Ας δώσουν περισσότερα δικαιώματα στην Αστυνομία. Δεν είμαι υπέρ των ακραίων συμπεριφορών, αλλά οι αστυνομίες της Γερμανίας, της Ολλανδίας, των σκανδιναβικών χωρών δεν έχουν σχέση με το τι συμβαίνει εδώ. Είναι και τα ΜΜΕ που κάνουν την τρίχα, όχι τριχιά, αλλά καναβάτσο».
«Θα έλθει και η δική μας η σειρά»
Μικροί-μεγάλοι στην Παιανία κάνουν τον σταυρό τους: «Αν το θύμα ήταν Ελληνας, θα είχαμε πόλεμο τώρα». «Το έχω ακούσει το σενάριο περί εκδίκησης από την αλβανική μαφία» παραδέχεται η κυρία Βασιλική Γιαννακοπούλου, ιδιοκτήτρια καταστήματος με αξεσουάρ. Δεν δέχεται να μιλήσει αν δεν δει πρώτα τη δημοσιογραφική ταυτότητα.

«Οι Αλβανοί είναι γνωστοί για τις βεντέτες τους. Μανιάτες και Κρητικοί ωχριούν μπροστά τους. Αυτό όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για να γίνουν οι δύο καραμπίνες τρεις ή για να αποκτήσει όπλο κι αυτός που ούτε καν το είχε σκεφθεί νωρίτερα. Δεν την αντιλαμβάνομαι αυτή τη λογική. Καταλαβαίνω πόσο βαρύ είναι το να παραβιάζεται το σπίτι σου, το σπίτι είναι το τελευταίο καταφύγιο που μας έχει απομείνει. Πώς όμως μπορεί να ζήσει κανείς ύστερα από τέτοιο σκηνικό αιματοχυσίας; Αν πάρουμε εμείς τα όπλα, δεν θα εξοπλιστούν καλύτερα και οι κλέφτες; Ο,τι δεν μπορούμε να διώξουμε, πρέπει να το εξοντώσουμε; Οσοι είναι νόμιμοι ας μείνουν, οι υπόλοιποι ας βρεθεί ένας τρόπος να φύγουν. Αν μπούμε σε αυτό το σκεπτικό, μόλις ξεμπερδέψουμε με τους ξένους, θα μας φταίνε οι Ελληνες. Ο Ελληνας που δεν έχει δουλειά θα εναντιώνεται – ας πούμε – στον Ελληνα που έχει. Πάντα κάποιος θα μας φταίει».
Η κυρία Ματίνα Ανδρέου είναι φαρμακοποιός, νεαρή σε ηλικία, αλέγρα στη διάθεση, δεν δέχεται επ’ ουδενί να φωτογραφηθεί. «Εχω ξενερώσει από την πολλή τρομοκρατία, δεν μπορούμε να ζούμε άλλο με τον φόβο. Τις τελευταίες ημέρες κυκλοφόρησε μια φήμη ότι τον Νίκο τον πλησίασαν κάποιοι τύποι για να του πουλήσουν προστασία. Τον ξέρω προσωπικά τον Νίκο, και εγώ και η οικογένειά μου. Ηταν συμμαθητής της αδελφής μου στο σχολείο. Είναι φίλος, πολύ καλό παιδί. Η δική μου άποψη απέναντι στο ζήτημα; Σιωπηλή συμπαράσταση. Δεν είναι ούτε ήρωας ούτε και κατακριτέος. Και ο ίδιος άλλωστε το έχει καταλάβει ότι τα πράγματα δεν μπορούν να είναι αλλιώς».

Ποιοι ρατσιστές; Το έγκλημα το φέρνει η πείνα
Η συμπεριφορά των κατοίκων, οι ξένοι που δουλεύουν εκεί, τα μεροκάματα και τα αυξημένα κρούσματα
Στο ισόγειο του δημαρχείου της πόλης δεσπόζει μια αφίσα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς: «Υπάρχει μόνο μια διαφορετική μειονότητα: οι ρατσιστές». Δημοτικοί παράγοντες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι η στήριξη έξω από την Ευελπίδων στον κατηγορούμενο Δάβαρη δεν σχετίζεται με συμπεριφορές ξενοφοβικές. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει επωνύμως, έχουν αποφασίσει ότι το θέμα έκλεισε.

«Αν ερχόσουν λίγα λεπτά νωρίτερα, θα πετύχαινες έναν Αλβανό που τοποθετούσε περσίδες. Είναι προσφάτως αποφυλακισμένος, ενταγμένος στα προγράμματα κοινωνικής επανένταξης του δήμου. Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις την κοινωνία της Παιανίας για ρατσισμό. Δίνουμε εδώ και χρόνια τα κλειδιά των σπιτιών μας σε βουλγάρες οικιακές βοηθούς, αναθέτουμε τη φροντίδα των κτημάτων μας σε αλβανούς εργάτες. Το έγκλημα το φέρνει η κρίση, η πείνα. Από τη στιγμή που σου λέει ο άλλος «δεν έχω να πάρω φάρμακα» και εσύ δεν μπορείς πια να του πεις «έλα στην οικοδομή για μεροκάματο», πάει, τέλειωσε, το ‘χεις χάσει το παιχνίδι.

Κι έπειτα η περιοχή προσφέρεται. Στην απογραφή Παιανία – Γλυκά Νερά μέτρησαν 25.000 κόσμο, αλλά αυτός ο αριθμός δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Η Παιανία μόνη της έχει 30.000 κατοίκους. Ποιο σπίτι να πρωτοφυλάξεις, ποιον κακοποιό να καταφέρεις να πιάσεις. Κι έπειτα υπάρχουν δεκάδες αγροτικοί δρόμοι που προσφέρονται για διαφυγή».
Ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Παιανίας κ. Σωτήρης Κυπράκης αρνείται πάντως ότι υπάρχει αύξηση της εγκληματικότητας. «Αναλογικά προς τον πληθυσμό, το φαινόμενο κινείται στα ίδια επίπεδα» υπογραμμίζει. «Τα κρούσματα έχουν αυξηθεί γιατί έχει απλωθεί πληθυσμιακά η πόλη. Η Παιανία δεν παρουσιάζει καμία ιδιαίτερα ζοφερή εικόνα, σε σχέση με άλλες περιοχές στα Μεσόγεια, αλλά και γενικότερα».
Η κυρία Αποστόλα Κοκολέση, Αλβανή που έχει πάρει την ελληνική ιθαγένεια, είναι κάθετη: «Ενα θα σας πω: ο κακός να βρει τη θέση του κι ο καλός ας συνεχίσει. Ούτε εγώ τον θέλω τον κακό. Είμαι με τον άνδρα μου 21 χρόνια εδώ, μια ολόκληρη ζωή. Η Ελλάδα είναι η δεύτερή μας πατρίδα. Εχω μεγαλώσει στην Αλβανία από γονείς γεννημένους στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο μείναμε εκεί, σήμερα έχω την ελληνική ιθαγένεια. Μπορούμε να μπούμε όλοι στο ίδιο τσουβάλι;».
Φίλοι της οικογένειας
Οι ενοχές και το Αγιον Ορος

Οι ρυθμοί είναι νωχελικοί, ο ήλιος των Μεσογείων δεν αφήνει πολλά περιθώρια περί του αντιθέτου. Ο κ. Γιώργος Μάδης αναζητεί παγωμένο νερό. Φαίνεται από μακριά παράγοντας της πόλης, ιδιοκτήτης γαρ περισσοτέρων του ενός καταστήματος στην κεντρική πλατεία.

«Δεν μπορείς να διανοηθείς για τι οικογένεια μιλάμε. Τους ξέρω τους ανθρώπους από κοντά, τα μαγαζιά μου είναι δίπλα στο δικό τους. Προσωπικά, του είπα του Νίκου να ταξιδέψει ως το Αγιον Ορος για να βρει την εσωτερική του γαλήνη. Εκεί υπάρχουν άνθρωποι σοφοί, που έχουν κατακτήσει πολλά σε προσωπικό επίπεδο. Να πάει να βρει τον εαυτό του. Υποφέρει πολύ».
Κάποιοι από τους στενούς φίλους της οικογένειας εκτιμούν ότι η «κακή στιγμή» έχει το δικό της υπόβαθρο: «Οι άνθρωποι έχουν στριμωχτεί οικονομικά, το κόστος των μαγαζιών είναι μεγάλο και η κρίση αδυσώπητη. Πούλησαν προσφάτως για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις των καιρών. Και όχι μόνον αυτό: ο Κυριάκος, ο πατέρας, είχε πάθει εγκεφαλικό πριν από λίγο καιρό. Η οικογένεια ήταν, είναι, πολύ πιεσμένη. Οποιος πιστεύει ότι είναι τίποτε ακροδεξιοί, Χρυσαυγίτες, πωρωμένοι με τους ξένους και την ασφάλεια, πέφτει πολύ έξω. Καμία σχέση, ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζουν οι άνθρωποι… Η ζωή είναι σκληρή και άδικη, για να μην πω καμιά πιο βαριά κουβέντα. Κι όπως συνήθως, ενός κακού μύρια έπονται».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ