Έχω στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία. Είμαι εγώ στο νηπιαγωγείο. Ντυμένη με ένα ριχτό φούξια μεταξωτό φόρεμα που πάνω του έχει ραμμένα πολύχρωμα λουλούδια. Για να είμαι ειλικρινής δεν μπορώ να θυμηθώ αυτό το στιγμιότυπο. Και είναι περίεργο, γιατί θα έπαιρνα όρκο πως είμαι σε θέση να περιγράψω και την παραμικρή λεπτομέρεια ή γεγονός από εκείνη την περίοδο. Τα αγόρια που ξεμονάχιαζα για ένα τους φιλί. Κάτω από την τσουλήθρα, μέσα στο κουκλόσπιτο, πίσω από τις κουρτίνες, κάτω από την έδρα της νηπιαγωγού. Τα βράχια που κρέμονταν σχεδόν πάνω από το κτίριο προσφέροντας τη σκιά τους για να παίζουμε στην αυλή χωρίς πρόβλημα. Τα πράσινα κάγκελα, τα ψηλά τσιμεντένια σκαλοπάτια που έπιαναν γλίτσα, τα ασβεστωμένα παρτέρια με τα γεράνια. Απ’ ό,τι φαίνεται τελικά, μου είχε ξεφύγει κάτι. Αυτή η φωτογραφία. Για ποιο λόγο άραγε να είχα ντυθεί ολάνθιστο μπουκέτο; Μήπως ήταν γιορτή για την άνοιξη; Απίθανο. Γιορτάζει κανείς τον ερχομό της άνοιξης;
Μετά δυσκολίας πια τη διακρίνουμε. Ακόμα πιο δύσκολα την ορίζουμε. Ή μάλλον, την οριοθετούμε σύμφωνα με την ηλικία μας. Ως παιδί, η άνοιξη έχει την μορφή της Περσεφόνης, το γέλιο της Πρωταπριλιάς και το ερυθρόλευκο χρώμα του Μάρτη στον καρπό. Στην εφηβεία, είναι απλώς το μονοπάτι που καταλήγει στην ξεγνοιασιά του καλοκαιριού μακριά από βιβλία, την λευκή σκόνη της κιμωλίας και την μυρωδιά του βρεγμένου σφουγγαριού. Ως ενήλικες, η άνοιξη είναι το καμπανάκι για να αυξηθεί το τέμπο στον διάδρομο του γυμναστηρίου, ο υπολογισμός της αργίας της Πρωτομαγιάς και μια ανθισμένη αμυγδαλιά στον δρόμο. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που θα ήθελαν την άνοιξη να σχιστεί η γη και να τους αρπάξει ο Πλούτωνας ως άλλη Περσεφόνη. Κάποιοι που υποδέχονται την εποχή με μάτια δακρυσμένα. Όχι από συγκίνηση. Από αλλεργία στην γύρη. Κι εγώ που δεν είμαι πια παιδί, ούτε πηγαίνω σχολείο, ποτέ μου δεν έκανα δίαιτα για το καλοκαίρι και δεν έχω αλλεργία, έπρεπε κάπου να την βρω. Στην αρχή την έψαξα στον Botticelli και τον Tissot, μα τελικά την συνάντησα στον πίνακα του Giuseppe Arcimboldo. Και την φυλάκισα στην γκαρνταρόμπα μου. Ποιος κάθεται να περιμένει τον κούκο και την παρέα του;