Eίναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας «The Artist» Ζαν Ντιζαρντέν τόσο ταλαντούχος ή µήπως η κινηµατογραφική βιοµηχανία βρήκε τον επόµενο γάλλο σταρ που έψαχνε;

Ισως να είναι θέµα προφοράς. Αυτή ακριβώς την προφορά που άπαντες οι έλληνες άντρες αφορίζουν ως ελάχιστα αρρενωπή. Οπως ο Σπύρος των «Απαράδεκτων» στο επεισόδιο µε τον Γάλλο Ζεράρ. Αλλά πώς θα µπορούσες να µιλήσεις για προφορά σε µια ταινία που δεν έχεις διαλόγους; Ισως πάλι να είναι αυτό το «je ne sais quoi» που εκπέµπουν οι γάλλοι ζεν πρεµιέ, ακόµα και όταν περάσουν από το jeune στο στάδιο του vieil, απόρροια µιας αυτοπεποίθησης (πες µε και υπεροψία) από παλιά βαθιά ριζωµένης στο συλλογικό φαντασιακό του λαού τους. Ο Ζαν Ντυζαρντέν, περί ου ο λόγος, πήρε το Οσκαρ α΄ Αντρικού ρόλου, τιµήθηκε µε Χρυσή Σφαίρα και Bafta και είναι καλεσµένος κάθε βράδυ σχεδόν σε κάποιο από τα δηµοφιλή τοκ σόου της αµερικανικής τηλεόρασης όπου γοητεύει τους πάντες µε τα σκέρτσα του, τα οποία περιλαµβάνουν κιµπάρικο χορό και εύστοχες µιµήσεις. ∆εν χωράει καµία αµφιβολία, αυτός θα είναι ο επόµενος γάλλος ζεν πρεµιέ που θα αναστατώσει τα αµερικανικά νοικοκυριά και όχι µόνο. Γιατί η ιστορία πάντα επαναλαµβάνεται, στην περίπτωση των γάλλων ζεν πρεµιέ όχι σαν φάρσα, αλλά ως συνέχιση µιας παράδοσης που καλά κρατεί και ανεφοδιάζεται κάθε τόσο από νέες φουρνιές αστέρων µε εξωτική προφορά.

Εν αρχή ην

ο γαλλικός λόγος

«Αν έγινα φιλόσοφος, αν επιδίωξα τόσο επίµονα τη φήµη, που ακόµα περιµένω, όλα έγιναν βασικά για να µπορώ να ρίχνω γυναίκες». Ο Ζαν Πολ Σαρτρ ως υπαρξιστής φιλόσοφος γνώριζε την κρυφή γοητεία της απερίφραστης ειλικρίνειας. Γνώριζε επίσης ότι όταν ένας άντρας έχει το δικό του παρουσιαστικό πρέπει να καλλιεργήσει τις χάρες εκείνες οι οποίες όχι µόνο θα ρίξουν τις γυναίκες στη θερµή αγκαλιά του, αλλά θα τις κρατήσουν κιόλας εκεί ακόµα και όταν εκείνος θα έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά αποποιούµενος την οποιαδήποτε περαιτέρω προσκόλληση (δεν είναι του παρόντος να τον αποκαλέσουµε προβληµατικό, κρατάµε το κοµµάτι της ειλικρίνειας).

Υβ Μοντάν, Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Ζαν Πολ Μπελµοντό, Ζεράρ Ντεπαρντιέ. ∆ύο, τρία, τέσσερα σκαλοπάτια πιο πάνω στην κλίµακα της οµορφιάς σε σχέση µε τον Σαρτρ, αλλά σε κάθε περίπτωση άλλα τόσα σκαλοπάτια µακριά από το πρότυπο του στερεοτυπικά όµορφου άντρα. Με την εξαίρεση του Αλέν Ντελόν, «της αρσενικής Μπριζίτ Μπαρντό» – είχαν δεν είχαν του τον κόλλησαν τον θηλυπρεπή χαρακτηρισµό – οι γάλλοι ηθοποιοί που µεσουράνησαν από τη δεκαετία του ‘60 και µετά ήταν βουτηγµένοι από την κορυφή µέχρι τα νύχια στο προαναφερθέν «je ne sais quoi».

Επειδή όµως οι µεταφυσικοί αφορισµοί δεν µας ταιριάζουν καθόλου και αποζητούµε την απόλυτη βεβαιότητα, θα συµπλεύσουµε µε ευκολία µε αυτό που υποστηρίζει ο Μάλκολµ Γκλάντγουελ στο βιβλίο του «The Story of Success»: Κάθε πετυχηµένος άνθρωπος είναι το αποτέλεσµα της εποχής και της συγκυρίας που τον εξέθρεψαν. Μάλιστα, κύριε. Οι προαναφερθέντες ζεν πρεµιέ βρέθηκαν άγουρα παλικάρια να ασκούν την τέχνη της υποκριτικής ενόσω είχαν αρχίσει να σκάνε τα πρώτα κύµατα της φουρτούνας που έµελλε να αποτελέσει η Nouvelle Vague, η οποία θα έφερνε κοσµοϊστορικές αλλαγές στον κινηµατογράφο υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες των πιο σηµαντικών σκηνοθετών της εποχής: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Αλέν Ρενέ, Φρανσουά Τρυφό. Οι νεαροί όµως αυτοί ηθοποιοί είχαν την τύχη να ανδρωθούν καλλιτεχνικά υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λουκίνο Βισκόντι, του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Μιλάµε για το βαρύ πυροβολικό της κινηµατογραφικής διανόησης. Πώς να µη γίνουν σταρ διεθνούς βεληνεκούς όταν οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσαν έσπαγαν µε ευκολία φράγµατα όπως αυτό του Ατλαντικού και οι ίδιοι αναπόφευκτα πλασάρονταν ως οι «γοητευτικοί µε το βάθος»; Σε συνδυασµό µε µια γλυκιά αφέλεια, τύπου «Τι, ωραίος εγώ;», αλλά και µε τη µαχητική αποφασιστικότητα έτοιµη να ενεργοποιηθεί την πιο κατάλληλη στιγµή, αυτοί οι smooth operators α λα φρανσέ, κατέκτησαν τις πιο όµορφες γυναίκες του κόσµου. Γαλλίδες οι περισσότερες και αυτές, γιατί η αλήθεια είναι ότι µόνον αυτές θα δέχονταν τα κατά συρροή παραστρατήµατά τους. Η Σιµόν Σινιορέ ως άλλη Σιµόν ντε Μποβουάρ υπέµεινε τις απιστίες του Υβ Μοντάν µε τη Μέριλιν Μονρόε και τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν, ο Αλέν Ντελόν απατούσε τη Ρόµι Σνάιντερ µε τη Νίκο, ο Ζαν Πολ Μπελµοντό χώρισε εξαιτίας της Ούρσουλα Αντρες, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ «κατάφερε» την Καρόν Μπουκέ όταν η ζυγαριά του είχε αρχίσει να τον προδίδει, o Ζαν Λουί Τρεντινιάν παραδόξως παρέµεινε φίλος µε την Ανούκ Εµέ. Πώς να µην παραµυθιαστούν οι υπόλοιπες γυναίκες του πλανήτη, οι άσηµες, αυτές που είναι προορισµένες να κρατάνε µε καηµό ένα τσαλακωµένο αυτόγραφο στο χέρι;

O tempora o mores!

(Ω καιροί! ω ήθη!)

Υστερα ήρθε η δεκαετία του 80, ο ευρωπαϊκός κινηµατογράφος έχασε την παλιά του αίγλη και ο µαζικός τουρισµός έφερε µαζί του το συνεργείο του Λυκ Μπεσόν για τα γυρίσµατα της ταινίας «Απέραντο γαλάζιο» στην Αµοργό και σε διάφορα άλλα νησιά. Το φιλµ έγινε παγκόσµια επιτυχία και το ξυρισµένο κεφάλι του γαλλοαµερικανού Ζαν Μαρκ Μπαρ του νέου, εκ Γαλλίας ορµώµενου, αρσενικού συµβόλου του σεξ, πόθησαν να χαϊδέψουν οι Ελληνίδες και όλες οι άλλες γυναίκες στον κόσµο κι ας ήταν ο µισός (εκ πατρός) Αµερικανός. Ο κουµπάρος του Λαρς φον Τρίερ δεν έκανε καριέρα της προκοπής, αλλά βρέθηκε στη λίστα µε τους 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του σινεµά που συνέταξε το βρετανικό περιοδικό «Empire» το 1996. Για κάποια χρόνια έµεινε µόνος ο Ντεπαρντιέ να σέρνει τον χορό των γάλλων γόητων. Η δεκαετία του ’90 µας επεφύλασσε το «Μίσος», το οποίο έφερε στο προσκήνιο τα επόµενα δύο αρσενικά αστέρια του γαλλικού σινεµά, τον Ματιέ Κασοβίτς και τον Βενσάν Κασέλ. Ο µεν Κασοβίτς, ανήσυχος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός, γνώρισε παγκόσµια φήµη ως quirky πρωταγωνιστής λίγα χρόνια αργότερα χάρη στην επιτυχία της «Αµελί», αποπειράθηκε να κάνει χολιγουντιανή καριέρα σκηνοθέτη, αλλά δεν τα κατάφερε και λέει και καµιά σταράτη κουβέντα στον Σαρκοζί άµα χρειαστεί. Ο δε Κασέλ είναι ο µόνος που τα τελευταία χρόνια ανταποκρίνεται πλήρως στο παλιό πρότυπου του οµορφάσχηµου γάλλου ζεν πρεµιέ. Παντρεµένος µε µια σεξοβόµβα µεγατόνων, τη Μόνικα Μπελούτσι, συµµετέχει σε επιτυχηµένες αµερικανικές παραγωγές, είναι αρκετά γνωστός στις ΗΠΑ και παίζει και στον Κρόνενµπέργκ του άµα λάχει. Μπορούµε να παραθέσουµε και άλλα ονόµατα, ο Ολιβιέ Μαρτινέζ, για παράδειγµα, ξεκίνησε ως φέρελπις σταρ του σινεµά, έγινε ωστόσο γνωστός περισσότερο για τις διάσηµες κατακτήσεις του (Μίρα Σορβίνο, Κάιλι Μινόγκ, Ρόουζι Χάντινγκτον-Γουάιτλι, Χάλι Μπέρι) παρά για τα ερµηνευτικά του προσόντα. Ο Λουί Γκαρέλ και ο Ροµάν Ντουρίς είναι πασίγνωστοι στη χώρα τους, όµως διστάζουν να κάνουν βήµατα εκτός και διάγουν βίο ήσυχο και οικογενειακό. Το ίδιο και ο Γκιγιόµ Κανέ, το ήµισυ του χρυσού ζευγαριού της Γαλλίας (έχει παντρευτεί τη Μαριόν Κοτιγιάρ). Μπορεί να σας φαίνονται ξενέρωτοι σε σχέση µε τους ατίθασους, πνευµατώδεις µουρντάρηδες του παρελθόντος, όµως τι να κάνουµε; Οι εποχές αλλάζουν. Πάντως, να τα λέµε κι αυτά, οι µισοί από δαύτους είναι και πρεσβευτές κάποιου οίκου οµορφιάς – περνάει δηλαδή η µπογιά τους, άλλον αέρα έχει ο Γάλλος, ρε παιδάκι µου, πώς να το κάνουµε. Αν έπρεπε να ποντάρουµε τα λεφτά µας σε κάποιον, αυτός θα ήταν ο Ντυζαρντέν, ο οποίος διαθέτει αρκετή από τη λάµψη εκείνη που έκανε τους σταρ των 60s πρόσωπα µυθικά. Και όσο υπάρχει σινεµά θα υπάρχουν και γάλλοι ζεν πρεµιέ. Εχει ανάγκη η µεγάλη οθόνη την ξεχωριστή γοητεία τους. Είµαστε σίγουροι για αυτό, όσο είµαστε σίγουροι και για αυτό που έγραψε ο Αλµπέρ Καµύ στην «Πτώση». «Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ενας τρόπος να ακούς να σου απαντούν “ναι” χωρίς να ’χεις κάνει καµιά συγκεκριµένη ερώτηση».