Μείζονα αναταραχή στις διεθνείς αγορές και βεβαίως στα κυβερνητικά επιτελεία των έξι ευρωπαϊκών χωρών – σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα – που καλύπτουν μεγάλο μερίδιο των ενεργειακών τους αναγκών με ιρανικό πετρέλαιο έχει προκαλέσει η είδηση που μετέδωσε η κρατική τηλεόραση του Ιράν Press TV ότι διακόπτονται οι εξαγωγές πετρελαίου προς τις χώρες αυτές. Την είδηση διέψευσε το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών, ωστόσο η σύγχυση παραμένει και τα Ελληνικά Πετρέλαια ανακοίνωσαν ότι σπεύδουν να καλύψουν το κενό με εισαγωγές από τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Τα ΕΛΠΕ σημειώνουν ότι οι εισαγωγές πετρελαίου από το Ιράν έφθασαν το 2011 στο 22% του συνόλου των πετρελαϊκών εισαγωγών της χώρας, καθώς «οι εμπορικοί όροι της συνεργασίας ήταν καλύτεροι σε σχέση με άλλες πηγές τροφοδοσίας». Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, από τον Ιανουάριο του 2012 το μερίδιο των ιρανικών εισαγωγών ξεπέρασε το 30% του συνόλου των εισαγωγών πετρελαίου, επειδή σε αντίθεση με τους άλλους προμηθευτές της Ελλάδας, η Τεχεράνη δεχόταν να προμηθεύει πετρέλαιο με πίστωση τη χώρα, η οποία λόγω της κρίσης αντιμετωπίζει, ως γνωστόν, μείζονα προβλήματα ρευστότητας.

Πολιτικοί και διπλωματικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι καθώς η κοινωνική και πολιτική ένταση στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Βόρειας Αφρικής δεν έχει εκτονωθεί σχεδόν 12 μήνες μετά από την «Αραβική Άνοιξη», η αύξηση των εισαγωγών από τις χώρες αυτές δεν μπορεί εύκολα να διασφαλιστεί.

Εκτιμούν επίσης ότι η αύξηση των εισαγωγών από τη Ρωσία, από όπου θεωρητικώς θα ήταν δυνατή και μια διαπραγμάτευση για την εξασφάλιση καλύτερων οικονομικών όρων σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές, επίσης δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη λόγω του ότι τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις Αθήνας-Μόσχας δεν είναι τόσο εγκάρδιες όσο κατά το παρελθόν. Επιπλέον, η Ρωσία βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, γεγονός που επιβάλλει άλλες προτεραιότητες δράσεων στον έντονα αμφισβητούμενο εσχάτως Βλαντιμίρ Πούτιν.

Η αύξηση των εισαγωγών από τις χώρες της Μέσης Ανατολής και η κάλυψη του κενού που (ενδεχομένως) θα αφήσει η διακοπή των ιρανικών εξαγωγών προς την Ελλάδα είναι βεβαίως εφικτή, παρά το ότι και οι άλλες πέντε χώρες που θα στερηθούν (ενδεχομένως πάραυτα, εφ’ όσον βεβαίως το στερηθούν) το ιρανικό πετρέλαιο θα προστρέξουν στη Μέση Ανατολή για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι δυνατότητες αύξησης της παραγωγής από τις χώρες της περιοχής και κυρίως από τη Σαουδική Αραβία είναι μεγάλες. Ομως, είναι αμφίβολο αν θα δεχθούν να εξαγάγουν με πίστωση ή ακόμη και κατόπιν εγγυήσεων των πλουσιότερων άρα και πιο αξιόπιστων εταίρων τους.

Πώς φτάσαμε στην κρίση
Η ιρανική τηλεόραση αλλά και το επίσημο ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων ΙRNA μετέδωσαν ότι την Τετάρτη το μεσημέρι το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τους πρεσβευτές της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας για να τους γνωστοποιήσει ότι διακόπτονται οι εξαγωγές πετρελαίου προς τις χώρες αυτές εξ αιτίας του εμπάργκο εισαγωγών ιρανικού πετρελαίου που αποφάσισε στις 23 Ιανουαρίου η Ευρωπαϊκή Ενωση. Το εμπάργκο αποφασίστηκε ως αντίδραση στο διαφιλονικούμενο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και κατόπιν ισχυρών πιέσεων της Γαλλίας.

Το Ιράν είχε προειδοποιήσει με μπλόκο στις εξαγωγές πριν τεθεί συνολικά σε ισχύ το πετρελαϊκό εμπάργκο της ΕΕ, την Ιουλίου. Συγκεκριμένα, το πετρελαϊκό εμπάργκο στο οποίο συμφώνησε η ΕΕ, έχει άμεση ισχύ ως προς τη σύναψη νέων συμβολαίων, αλλά δίνει παράθυρο έξι μηνών, έως την 1η Ιουλίου, προς τα κράτη-μέλη που εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από το ιρανικό πετρέλαιο (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) ώστε να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση.

Η Ισλαμική Δημοκρατία επιμένει ότι το ευρωπαϊκό πετρελαϊκό εμπάργκο δεν πρόκειται να έχει καμία επίπτωση στη χώρα. Πρόκειται για τη δεύτερη, μετά από τη Σαουδική Αραβία, χώρα παραγωγής πετρελαίου του OPEC. Η ιρανική παραγωγή φθάνει σήμερα 3,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως και εξάγει σχεδόν 2,5 εκατομμύρια, από τα οποία σχεδόν το 20% προς τις χώρες της ΕΕ και τουλάχιστον το 70% προς τις ασιατικές χώρες.

Συγκεκριμένα, οι μεγαλύτεροι πελάτες της Τεχεράνης, σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές πετρελαίου, είναι η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ινδία, που απορροφούν συνολικά το 53% των ιρανικών εξαγωγών (η Κίνα το 20%, η Ιαπωνία το 17% και η Ινδία το 16%). Ακολουθούν η Ιταλία (απορροφά το 10%) και η Νότια Κορέα (9%). Το υπόλοιπο 28% απορροφάται από τρίτες χώρες. Σημειωτέον ότι το Πεκίνο έχει υποσχεθεί στην Ουάσιγκτον ότι θα συμμετάσχει σε ένα διεθνές εμπάργκο ιρανικών εισαγωγών.

Αντικρουόμενες πληροφορίες
Μια άλλη, περισσότερο «φιλική» για την Ελλάδα και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, εκδοχή της διακοπής των ιρανικών εξαγωγών προς την Ευρώπη μεταδίδει από την Τεχεράνη το πρακτορείο ειδήσεων Mehr. Επικαλούμενο αξιωματούχο της National Iranian Oil Co., το Mehr αναφέρει ότι ανεστάλησαν οι εξαγωγές μόνο προς τη Γαλλία και την Ολλανδία.

Ο αξιωματούχος φέρεται να αναφέρει στο κρατικό, βεβαίως, ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων ότι η κυβέρνηση της Τεχεράνης απλώς απείλησε ότι θα διακόψει τις εξαγωγές πετρελαίου προς τις άλλες τέσσερις χώρες, δηλαδή την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ισπανία.

Σύμφωνα με το Mehr, οι πρεσβευτές των τεσσάρων κρατών στην Τεχεράνη εκλήθησαν στο υπουργείο Εξωτερικών όπου τους επιδόθηκαν τελεσίγραφα για την ανανέωση των συμβολαίων προμήθειας πετρελαίου, που θα ισχύουν για δύο και πλέον έτη.

Ενα ακόμη (υπό κρατικό έλεγχο φυσικά) πρακτορείο ειδήσεων του Ιράν, το Fars, επικαλούμενο πληροφορίες αξιωματούχου του υπουργείου Πετρελαίου που δεν κατονομάζει, αναφέρει ότι η κυβέρνηση της χώρας απλώς προειδοποίησε τις έξι χώρες ότι θα προχωρήσει σε διακοπή των εξαγωγών πετρελαίου προς αυτές, αν επιμείνουν στην επιβολή εμπάργκο στις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου από την 1η Ιουλίου, όπως αποφάσισε στις 23 Ιανουαρίου η Ευρωπαϊκή Ενωση, σε αντίποινα για την ανάπτυξη ενός διαφιλονικούμενου πυρηνικού προγράμματος από την Τεχεράνη.

Σύμφωνα με το πρακτορείο Fars, δηλαδή, η κυβέρνηση του Ιράν δεν διέκοψε τις εξαγωγές ούτε προς τη Γαλλία, η οποία, ως γνωστόν, πρωτοστάτησε στην επιβολή εμπάργκο από την ΕΕ στο ιρανικό πετρέλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Αλέν Ζιπέ δήλωσε το απόγευμα της Τετάρτης ότι η ΕΕ θα πρέπει να μείνει προσηλωμένη στην απόφασή της για την επιβολή του εμπάργκο, καθώς «η Τεχεράνη εξακολουθεί να προωθεί την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων».

Στα ύψη οι τιμές στις αγορές
Η είδηση της άρσης των ιρανικών εξαγωγών προς τις προαναφερθείσες έξι ευρωπαϊκές χώρες εκτίναξε στα ύψη τις τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Στη Νέα Υόρκη η τιμή του αργού εκτινάχθηκε την Τετάρτη στα 102,54 δολάρια το βαρέλι από τα 100,90 δολάρια, που είχε κλείσει η αγορά το βράδυ της Τρίτης. Στη συνέχεια η τιμή ισορρόπησε στα 101,55 δολάρια το βαρέλι, 81 σεντς πάνω από την τιμή κλεισίματος της Τρίτης.

Στο Λονδίνο η τιμή του Brent εκτινάχθηκε το μεσημέρι στα 119,99 δολάρια το βαρέλι από τα 117,44 δολάρια που είχε κλείσει η αγορά την Τρίτη. Στη συνέχεια η τιμή σταθεροποιήθηκε στα 118,76 δολάρια το βαρέλι, 1,41 δολάρια υψηλότερα από την τιμή κλεισίματος της Τρίτης.

Το πυρηνικό πρόγραμμα
Τη στιγμή που η σύγχυση για τη διακοπή ή όχι των εξαγωγών ιρανικού πετρελαίου στην ΕΕ εκτόξευε την τιμή του Brent, ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ εμφανίστηκε να φορτώνει σε ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη ράβδους πυρηνικού καυσίμου (εγχώριας τεχνολογίας που περιέχουν εμπλουτισμένο ουράνιο σε ποσοστό 20%) σε ερευνητικό αντιδραστήρα της Τεχεράνης.

Τα ιρανικά μέσα μετέδωσαν πως «μια νέα γενιά φυγοκεντρητών» εγκαταστάθηκε και λειτουργεί στη Νατάνζ στα κεντρικά του Ιράν. Η ειδική τελετή μεταδόθηκε ζωντανά από τα ιρανικά κρατικά δίκτυα που φιλοξένησαν πλάνα του Αχμαντινετζάντ να ενημερώνεται από πυρηνικούς επιστήμονες για την πρόοδο που επιτυγχάνεται στον τομέα του πυρηνικού προγράμματος -που κόντρα στους φόβους της Δύσης, η Ισλαμική Δημοκρατία επιμένει ότι εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο ειρηνικούς σκοπούς.

Ένα από τα πρώτα σχόλια ήλθαν από τη Ρωσία, η οποία δήλωσε ανήσυχη από την πρόοδο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, υπογράμμισε όμως δεν διακρίνει στοιχεία που υποδεικνύουν πως το πρόγραμμα έχει στρατιωτικούς σκοπούς. Η σχετική δήλωση αποδίδεται από το πρακτορείο Interfax στο αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Ριάμκοφ.

Εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων, το Ιράν φέρεται να παράδωσε έπειτα από μήνες απαντητική επιστολή στην επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάθριν Άστον, εκφράζοντας την ετοιμότητά του να προσέλθει σε συνομιλίες για το αμφιλεγόμενο πυρηνικό πρόγραμμα.

Η τελευταία ανάλογη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2001, είχε καταρρεύσει εξαιτίας της άρνησης του Ιράν να εγκαταλείψει τις ευαίσθητες δραστηριότητες του πυρηνικού του προγράμματος.