Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πολύ όμορφος άνδρας που, παρά το νεαρό της ηλικίας και το πολύ πιο σκούρο της επιδερμίδας, είχε κατορθώσει να ανέβει πολύ ψηλά στην επετηρίδα μιας ολόλευκης μουσικής βιομηχανίας που διήνυε ακόμα τη προ Motown εποχή της…

Θεωρητικά καταρτισμένος και πρακτικά μπαρουτοκαπνισμένος ο Κουίνσι Τζόουνς ήταν καλός για τρομπετίστας αλλά πολύ καλύτερος σαν ενορχηστρωτής ή διευθυντής ορχήστρας. Με αυτές τις περγαμηνές λοιπόν υπομάλης ακολούθησε τον Ντίζι Γκιλέσπι στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή σπέρνωντας, με τις ευλογίες του Αϊζενχάουερ και τα χρήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τους σπόρους της τζάζ.[σημ.Κατά το πέρασμα του μάλιστα, το καλοκαίρι του ’56, και απο τη μυθική χώρα όπου ανθούσε η φαιδρά πορτοκαλέα γνώρισε, πέρα απο μάρμαρα και κολώνες, και δύο ονόματα για λογαριασμό των οποίων θα δούλευε χρόνια αργότερα: τον Μάνο Χατζιδάκι και την Νανά Μούσχουρη…] Λίγο μετά όμως από την, δίχως ανάλογο φυλετικό προηγούμενο στο οργανόγραμμα των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών, προαγωγή του σε αντιπρόεδρο της Mercury το ’64 ο κύριος Τζόουνς προτίμησε να μετακομίσει από το νέο, μεγαλύτερο γραφείο του στο Μεγάλο Μήλο στα στούντιο της Πόλης των Αγγέλων· και δη σε αυτά που ειδικεύονταν στην κατά παραγγελία και, κυρίως, κατ’ αποκοπήν μουσική των 35 μιλιμέτρ…

Σε ενα τέτοιο λοιπόν βρισκόταν ο περιζήτητος πλέον, μιάς και είχε προσθέσει στο βιογραφικό του περισσότερα της μιάς ντουζίνας δυνατά σάουντρακς όπως αυτά για τον «Ενεχυροδανειστή» του Σίντνι Λιούμετ και την «Ιστορία Ενός Αινίγματος» του Νόρμαν Τζιούσον, και ήδη 36άρης Κουίνσι. Ολίγον τι πελαγωμένος όμως εξ’ αιτίας τόσο του αναβρασμού που επικρατούσε απ’ άκρη σε άκρη στο Αμέρικα λόγω της εμμονής του Νίξον με τον πόλεμο στο Βιετνάμ όσο και από το γεγονός ότι, αν και είχε ξεμπερδέψει με το βασικό θέμα και τις παραλλαγές του, είχε μπλοκάρει, και αδικαιολόγητα μάλιστα, σε μια συγκεκριμένη σεκάνς της πέμπτης απο τις έξι συνολικά ταινίες που είχε αναλάβει για εκείνη τη χρονιά: αυτή τη ρημάδα που οι πρωταγωνιστές γνωρίζονται σε ένα μπάρ στο Μανχάταν…

Η περίπτωση μάλιστα είναι ιδιαίτερη καθώς πρόκειται για την φιλόδοξη απόπειρα του, νεοφερμένου τότε στα πλατώ του Χόλιγουντ, βρετανού σκηνοθέτη Πίτερ Γιέιτς αφ’ ενός μεν να μεταφέρει στη σκοτεινή αίθουσα την, προ τριετίας και δια χειρός Μέρβιν Τζόουνς, νουβέλα «John & Mary» αφ’ ετέρου δε να διατηρήσει τον πήχυ στο ύψος που ο ίδιος είχε τοποθετήσει μια μόλις κινηματογραφική σαιζόν πρίν με το πολύ στυλάτο «Μπούλιτ». Εξ’ ου και τα νέα πλήν γερά ονόματα στα παρεπόμενα ενός, φυσιολογικά αναπόφευκτου για την εποχή εκείνη, one night stand: ως επισφαλής Τζον, ο φυματικός Ράτσο στον «Καουμπόι Του Μεσονυχτίου» και αποπλανημένος Μπεν στον «Πρωτάρη», Ντάστιν Χόφμαν και σαν εξίσου άτολμη Μέρι η, χαροκυοφορούσα Γουντχάουζ στο «Μωρό Της Ρόζμαρι», Μία Φάροου!

Αν και αγχωμένος να προλάβει τις αυστηρά προκαθορισμένες προθεσμίες παράδοσης, ο Τζόουνς έκανε ένα μικρό πλήν αναγκαστικό διάλειμμα μιάς και είχε υποσχεθεί στον Λόιντ Μπρίτζες – έναν κρίκο στην αλυσίδα παραγωγής της βιομηχανίας του θεάματος που χρωστούσε την δημοτικότητα του κυρίως στο χαζοκούτι παρά στην μεγάλη οθόνη – ότι θα άκουγε με προσοχή μερικά τραγούδια που είχε γράψει ο μικρός του γιος Τζεφ. Το τυπάκι που είχε απέναντι του ήταν… χάι, τόσο σε μπόι όσο και σε διάθεση, και η μια χούφτα τραγούδια που βάσταγε δεν ήταν και για τον κάδο των αχρήστων. Τουναντίον, το ένα απο αυτά φάνταζε ως μάννα εξ ουρανού για το πρόβλημα που τον ταλάνιζε… Χωρίς λοιπόν να αναγκαστεί να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία ο Κουίνσι τον έμπασε άρον άρον στο στούντιο για να τραγουδήσει και να παίξει κιθάρα, παρέα με μερικούς απο τους πλέον έμπειρους μουσικούς της πιάτσας που αν και πληρώνονταν με την βάρδια έκαναν παπάδες, και έδωσε στο, θεματικά παράταιρο με όσα διαδραματίζονταν στο πανί, τραγούδι την μορφή με την οποία στριμώχτηκε, μαζί με τις ποικίλων διαθέσεων αύρες του Τζόουνς αλλά και τα στιγμιότυπα απο έργα των Μπαχ, Μότσαρτ, Μέντελσον και Χέντελ στο σάουντρακ της ταινίας «Τζον Και Μέρι»: το τιτλοφορημένο ως «Lost In Space» δεν κρατούσε αποστάσεις τόσο από τα κοσμικά διάτοντα εφφέ όσο και από την δραματική πλοκή του, λίαν πρόσφατου, τότε «Space Oddity» του Ντέιβιντ Μπόουι. Αλλά σε αντίθετη τροχιά απο αυτήν του Ταγματάρχη Τομ, που επέπλεε παραιτημένος σε μακρινούς γαλαξίες, ο σχεδόν 20άρης, Τζεφ κυριευόταν, για 3 πρώτα και 15 δεύτερα λεπτά, απο τη γλυκιά ζάλη μιας ψυχεδελικής κατρακύλας στον Αδη μουρμουρίζωντας:

My mind is jagged,

my body jammed with hate

satanic powers rule me

is the hand reaching out far too late?

Lost in space, I’m invisible,

and the merriment goes on…

Ηταν φαίνεται γραφτό όμως να μην πετύχει τελικά ο Τζεφ πίσω από το μικρόφωνο αλλά μπροστά απο την κάμερα. Αν και από τότε τα έθρεψε και τα χόρτασε και τα δύο όσο μπόρεσε και όσο ήθελε· σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε όχι μόνον να αποκτήσει, προ διετίας, το πρώτο του αγαλματάκι Οσκαρ κάνωντας έναν τραγουδιστή της κάντρι στην ταινία «Crazy Heart», αλλά και να κυκλοφορήσει, λίαν προσφάτως, ένα άλμπουμ με την γαλανόλευκη ετικέτα της θρυλικής τζαζ εταιρείας Blue Note.

Επίσης ήταν φαίνεται το ριζικό του να αποκτήσει, ελέω αδελφών Κοέν, το παρατσούκλι Ντουντ εκείνο ακριβώς δηλαδή με το οποίο ήταν γνωστός απο χρόνια ο … Κουίνσι Τζόουνς! Αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι, για κάποια άλλη φορά….

– Νίκος Πετρουλάκης

* Το άρθρο της τρίτης Τρίτης του Νίκου Πετρουλάκη, δημοσιεύτηκε Τετάρτη, λόγω της απεργίας των δημοσιογραφικών ενώσεων.