Οι ανακεφαλαιοποιήσεις δεν θα λύσουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και δεν θα διαλύσουν τις υποψίες των διεθνών αγορών για την ισχύ της οικονομίας της ευρωζώνης, υποστηρίζει ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank Γιόζεφ Ακερμαν.

Ο γερμανός τραπεζίτης εντοπίζει την αιτία της δυσπιστίας των αγορών έναντι της Ευρώπης σε κάτι πολύ πιο βαθύ: στον κλονισμό της αξιοπιστίας της.

Το πρακτορείο Bloomberg μεταδίδει απόσπασμα από ομιλία που πρόκειται να εκφωνήσει σήμερα ο Ακερμαν σε συνδιάσκεψη στο Βερολίνο, αντίγραφο της οποίας περιήλθε στην κατοχή του.

Ο επικεφαλής της Deutsche Bank θα επισημάνει στο ακροατήριό του ότι «οι ενέσεις κεφαλαίων δεν θα λύσουν το σημερινό πρόβλημα, καθώς η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας είναι πολύ καλύτερη από αυτή στην οποία βρισκόταν προ διετίας».

Για τον Ακερμαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες υφίστανται τις επιπτώσεις από την κρίση εμπιστοσύνης που πλήττει την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων. «Το πρόβλημα δεν έγκειται στη χρηματοδότηση των τραπεζών, αλλά στο γεγονός ότι τα ομόλογα που εκδίδουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν απολέσει τον χαρακτήρα που είχαν ως ασφαλή περιουσιακά στοιχεία», θα πει συγκεκριμένα ο επικεφαλής της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλυτέρων πιστωτών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, καθώς έχουν επενδύσει τεράστια ποσά σε ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα.

Ο Ακερμαν αναμένεται να ξεκαθαρίσει ότι η Deutsche Bank «θα κάνει τα πάντα» προκειμένου να μη λάβει κρατικά κονδύλια στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που έχουν αναλάβει οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκειμένου να στηρίξουν τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα.

Είναι προφανές ότι ο γερμανός τραπεζίτης θέλει να ξεκαθαρίσει ότι η DΒ δεν θα δεχθεί κρατικές παρεμβάσεις και επιρροές.

Την Τετάρτη ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ προειδοποίησε τις ευρωπαϊκές τράπεζες ότι θα πρέπει να πληρώσουν το τίμημα της κεφαλαιακής αρωγής που θα λάβουν από τις εθνικές κυβερνήσεις, «δεχόμενες χωρίς προκαταλήψεις εκπροσώπους των κυβερνήσεων στα εποπτικά και διοικητικά συμβούλιά τους».