Εαν δεν σε στήσει και ο Μικ, ποιος θα σε στήσει»; Αυτό έγραφε το SMS που ήρθε στο κινητό μου, όταν γκρίνιαξα μέσω γραπτού μηνύματος ότι περιμένω ήδη δύο ώρες, σε ένα δωμάτιο πολυτελούς, το παραδέχομαι, ξενοδοχείου του Λονδίνου για να έρθει ο Μικ Τζάγκερ να τα πούμε λίγο. Δεν ήμουν βέβαια μόνος. Είχα παρέα διάφορους δημοσιογράφους από κάθε γωνιά της Γης και μια τηλεόραση plasma που έδειχνε αγώνες της Premier League. Ούτε εκείνος θα ερχόταν μόνος, θα είχε συντροφιά τον Ντέιβιντ Στιούαρτ, ήμισυ κάποτε του ποπ ντουέτου των Eurythmics (το έτερο ήταν η Ανι Λένοξ) που τάραξε τα 80s με πολλές αξιομνημόνευτες επιτυχίες. Οι δυο τους αποφάσισαν πριν από λίγο καιρό να δημιουργήσουν ένα ροκ σούπερ γκρουπ με έθνικ αποχρώσεις και κάλεσαν την εκκολαπτόμενη (και λευκή) ντίβα της σόουλ, Τζος Στόουν, τον βραβευμένο με Οσκαρ συνθέτη της μουσικής του «Slumdog Millionaire» Α. Ρ. Ραμάν, τον Τζαμαϊκανό Ντέιμιεν Μάρλεϊ, υιό του μύθου Μπομπ, και να σου οι SuperΗeavy, το ομώνυμο άλμπουμ των οποίων κυκλοφορεί αυτήν την εβδομάδα. Οταν, όμως, ξέρεις ότι θα βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο με τον Μικ Τζάγκερ, τα υπόλοιπα (και οι υπόλοιποι) δεν έχουν σημασία. Ο Μικ είναι βασιλιάς, ακόμη και σε ένα δημοσιογραφικό «roundtable», κι ας λέει ο θρύλος του βασιλιά Αρθούρου ότι η Στρογγυλή Τράπεζα φτιάχτηκε για να μην υπάρχει κεφαλή και να είναι όλοι ίσοι.

Ο κύριος Τζάγκερ κάνει τελικά την εμφάνισή του, αεικίνητος, ψηλόλιγνος και χαμογελαστός, και μας χαιρετά διά χειραψίας έναν έναν. «Αυτή είναι η τελευταία μας συνέντευξη για σήμερα» λέει κάπως ανακουφισμένος που το μαρτύριο φθάνει στο τέλος του: «Λοιπόν, ποιος θα αρχίσει; Πάντα υπάρχει σε αυτού του τύπου τις συναντήσεις κάποιος με πολύ βροντερή φωνή που κάνει την πρώτη ερώτηση». Αλήθεια είναι πως πάντα υπάρχει κάποιος σε τέτοιου είδους συναντήσεις που προσπαθεί να ξεχωρίσει, όχι όμως απαραίτητα με την ένταση της φωνής του, όσο με την επιθυμία του να κάνει αισθητή την παρουσία του με ακατάπαυστα σχόλια. Ας τα αφήσουμε όμως αυτά. Οι ερωτήσεις αρχίζουν:

Μικ, είσαι 68 ετών και έφτιαξες ένα νέο συγκρότημα. Πολλοί θα έλεγαν ότι βρίσκεσαι σε μια ηλικία κατάλληλη για να αποσυρθείς και να χαρείς την υπόλοιπη ζωή σου. Τι τους απαντάς; «Μου την έχουν ξανακάνει πολλές φορές αυτήν την ερώτηση, αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω τι να απαντήσω, διότι δεν γνωρίζω κανέναν που αποσύρεται οικειοθελώς από την ενεργό δράση, έστω και σε αυτήν την ηλικία. Σοβαρά τώρα, αν δεν μπορούσα να τραγουδήσω καλά και δεν μου έβγαιναν οι νότες, ή αν έπρεπε να ξενυχτάω κάθε βράδυ κάνοντας εμφανίσεις και οι συνεργάτες μου με υποχρέωναν να τα πίνω μαζί τους ως το πρωί, ναι, δεν θα συνέχιζα. Ωστόσο, είμαι όπως ήμουν πάντα, με κάπως λιγότερα ναρκωτικά σε σχέση με παλιότερα».

{{{ moto }}}

Πάντως, όταν ήσουν νεότερος και άκουγες τον Γουίλι Ντίξον, τον Χάουλιν Γουλφ και όλους αυτούς τους μπλουζίστες, κανείς δεν θεωρούσε δεδομένο ότι θα αποσύρονταν σε μεγάλη ηλικία. Η ερώτηση αφορά εσένα, διότι εκπροσωπείς μια συγκεκριμένη κουλτούρα, αυτήν του «sex, drugs and rock ’n’ roll», που έχει ταυτιστεί με τα νιάτα και τη σωματική ρώμη. «Ετσι είναι, αν και παίζει σημαντικό ρόλο το πώς βλέπεις εσύ τον εαυτό σου. Αν θεωρείς ότι είσαι πάνω απ’ όλα μουσικός, μπορείς να γεράσεις παίζοντας. Aν όμως έχεις ξεκινήσει μικρός, ως ένας όμορφος, χαρισματικός performer, και μεγαλώνοντας δεν εξελιχθείς και δεν δουλέψεις σκληρά, αναγκαστικά κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσεις. Να μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι νεότεροι ακροατές μου μπορεί να με θεωρούν αρχαίο. Εγώ θυμάμαι ότι έβλεπα τον Τζόνι Λι Χούκερ να δίνει συναυλίες στα 40 του και τον θεωρούσα γέρο. Πού να ’ξερα! Αν είσαι καλός σε αυτό που κάνεις, δεν σταματάς».

Το εκτυφλωτικό φούξια κοστούμι που φοράς στο βιντεοκλίπ του «Miracle Worker» είναι κάτι σαν «fuck you» που απευθύνεται σε όλους τους κυνικούς που λένε ότι είσαι πολύ μεγάλος για αυτήν τη δουλειά; «Ομολογώ πως ένιωθα πολύ καλά φορώντας το. Στο σετ, στα γυρίσματα, όλα ήταν πολύ σκοτεινά, οπότε χάρηκα πολύ που ξεχώριζα με αυτόν τον έντονο τρόπο».

Σε αυτό το σημείο επεμβαίνει και ο Ντέιβιντ Στιούαρτ: «Εγώ γέλασα πολύ όταν είδα τον Μικ με αυτό το κοστούμι. Του πάει, δείχνει τέλειος, και για μένα είναι σημαντικό να ακουστεί αυτό το “fuck you”, επειδή ο Μικ εξακολουθεί να τραγουδά υπέροχα, μερικές φορές καλύτερα από παλιά, και ήταν σπουδαίο να τον βλέπεις να δουλεύει με τόση προσήλωση, σαν να βλέπεις έναν δεξιοτέχνη, έναν ζωγράφο ή κινηματογραφιστή με μεγάλη πείρα».

Είχες, όμως, τη δυνατότητα να τον δεις επί το έργον; Οι περισσότεροι πιστεύουμε πως όταν συνεργάζονται πολλοί καλλιτέχνες, ο καθένας εκ των οποίων έχει γεμάτο πρόγραμμα, στέλνουν ο ένας στον άλλον ιδέες μέσω e-mail και σιγά σιγά διαμορφώνεται η μουσική τους. «Στην περίπτωσή μας δεν ισχύει», διευκρινίζει ο Στιούαρτ, «εμείς δουλέψαμε όλοι μαζί, σε δύο sessions των δέκα ημερών η καθεμία, παρέα με τους μουσικούς μας. Αφού καταλήξαμε στα τραγούδια, προσθέσαμε πράγματα που έλειπαν, στέλνοντας ιδέες από όπου βρισκόταν ο καθένας», για να συνεχίσει ο Τζάγκερ: «Οι πρώτες δύο εβδομάδες ήταν καταπληκτικές και για μένα έχει μεγάλη σημασία που βγήκε κάτι καλό από αυτό το πρότζεκτ. Οταν συνεργάζονται τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους καλλιτέχνες, το υλικό θα μπορούσε εύκολα να ήταν για τα σκουπίδια, να κατέληγε μέτριο ή να μην είχε κανέναν λόγο ύπαρξης, αλλά δουλέψαμε σαν μανιακοί, με πολλή ενέργεια, και τα καταφέραμε καλά. Αποφασίσαμε να μη χρησιμοποιήσουμε τυχόν έτοιμο υλικό που μπορεί να είχε ο καθένας μας, για να μην μπλοκάρουμε τη δημιουργική διαδικασία, και κάναμε πολύ καλά, διότι μέσα σε μιάμιση ώρα είχαμε τρία τραγούδια έτοιμα…».

«Μικ», τον διακόπτει μια συνάδελφος, «θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Ζω στο Ρίτσμοντ, ένα προάστιο του Λονδίνου στο οποίο έμενες και εσύ μέχρι πρότινος, και κυκλοφορεί εκεί μια ιστορία που λέει ότι πήγες να νοικιάσεις ένα DVD χωρίς την κάρτα μέλους και ο υπάλληλος του βιντεοκλάμπ δεν σ’ το έδινε, επειδή δεν σε αναγνώρισε». «Ασε, νιώθω άσχημα για αυτόν τον τύπο, μόλις τον άφησε ένα καράβι σε ένα έρημο νησί. Λοιπόν, όχι. Αυτή είναι μια ιστορία που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, όπως πολλές άλλες που κυκλοφορούν στο Ρίτσμοντ. Μάλλον μένεις πολύ καιρό εκεί, θα σου πρότεινα να μετακομίσεις».

Εχετε κι άλλο υλικό, το οποίο ίσως κυκλοφορήσει σύντομα; «Ναι, έχουμε, αλλά δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε. Με τον Ντέιβ, πάντως, λέγαμε ότι αν αυτή η ιστορία με τους SuperΗeavy πάει καλά και αρέσει στον κόσμο, θα κάνουμε κι άλλο άλμπουμ, με διαφορετικές ωστόσο μουσικές αναφορές, ίσως με επιρροές από τη βραζιλιάνικη μουσική παράδοση. Ισως κάνουμε και τουρνέ, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αρχίσει άμεσα. Αν κάνουμε περιοδεία, θα θέλαμε να είναι κάτι ξεχωριστό, οπότε θα χρειαστεί να το δουλέψουμε λίγο ακόμη». (Ο βρετανός δημοσιογράφος που του πήρε τηλεοπτική συνέντευξη αμέσως πριν από εμάς τον είχε ρωτήσει τι θα κάνει αν οι υποχρεώσεις του με τους SuperΗeavy συμπέσουν με εκείνες για τα 50 χρόνια των Rolling Stones που συμπληρώνονται του χρόνου. «Η προτεραιότητά μου είναι οι SuperΗeavy» απάντησε.)

Στο άκουσμα της λέξης «brazilian» ο Ντέιβιντ Στιούαρτ παρεμβαίνει για να πει κάτι: «Μικ, θα ήθελα να μοιραστώ τώρα μαζί σου μια ιστορία που δεν τη γνωρίζεις. Κάποτε εγώ και ο Μπομπ Ντίλαν ήμασταν στο Ρίο ντε Τζανέιρο και αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε λιγάκι την περιοχή. Οπως ήταν φυσικό χαθήκαμε και στη διαδικασία της επιστροφής ο οδηγός του ταξί που είχαμε καλέσει μας αναγνώρισε και μας πρότεινε να γνωρίσουμε κάτι φίλους του μουσικούς. Είπαμε ναι, βρεθήκαμε τελικά σε ένα στούντιο μαζί τους και αρχίσαμε να τζαμάρουμε κάτι που ήταν τόσο αστείο, διότι ο Ντίλαν, καθόλου συνηθισμένος στο να παίζει σε ρυθμό διαφορετικό από εκείνον που γνωρίζει καλά, κατέληξε να γρατζουνάει στην κιθάρα του το “Don’t Τhink Τwice, Ιt’s Αlright”, εντελώς εκτός κλίματος».

Μικ, είχες συνεργαστεί με τον Πίτερ Τος τη δεκαετία του ’70 και τώρα συνεργάζεσαι με τον Ντέιμιεν Μάρλεϊ. Εχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια. Πώς σου φαίνεται η νέα γενιά καλλιτεχνών της ρέγκε; «Εχουν παρόμοια μαλλιά. Πολλά μαλλιά, τζίβες. Απλώς του Ντέιμιεν είναι μάλλον πιο μακριά. Επίσης, ο Ντέιμιεν είναι πολύ ήσυχος, δεν μιλάει, ψιθυρίζει. Θα μπορούσα να πω ότι μοιάζουμε στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε, με την έννοια ότι και οι δύο χρειαζόμαστε απομόνωση όταν θέλουμε να ολοκληρώσουμε τη δουλειά μας. Μόνο που εκείνος τους στίχους του δεν τους καταγράφει, τους θυμάται. Πήγαινε, λοιπόν, μόνος του σε ένα δωμάτιο για κάμποση ώρα και, περιέργως, όταν έβγαινε, έβγαινε μαζί του και πολύς λευκός καπνός. Εγώ δεν τολμούσα να μπω σε αυτό το δωμάτιο. Πήγαινα με την Τζος στο ΤV room και βλέπαμε μαζί κουτσομπολίστικες εκπομπές».

Μικ, το όνομα «Rolling Stones» είναι συνώνυμο με το τρίπτυχο «Sex, drugs & rock ’n’ roll». Τι ταμπέλα θα έβαζες στους SuperHeavy; «Ταμπέλες, ταμπέλες… Δεν ξέρω. Ισως “superlarge”. Διότι δεν ήταν κανείς μας εγκρατής σε ό,τι αφορούσε αυτήν τη συνεργασία. Τα δώσαμε όλα. Μια άλλη λέξη που θα ταίριαζε στο πρότζεκτ αυτό είναι η λέξη “πειραματικό”, επειδή διαθέτει πλούσια ηχητικά τοπία…».

Στο σημείο αυτό, στα μέσα περίπου της συνέντευξης, ο Μικ Τζάγκερ ζεστάθηκε. Ανοιξε τα κουμπιά του κυπαρισσί πουκαμίσου του και άφησε το σώμα του, που δεν το βαραίνει γραμμάριο λίπους, να διαγράφεται κάτω από το λευκό φανελάκι του. Κάποια στιγμή το σήκωσε κιόλας, για να φανούν μερικοί άψογοι κοιλιακοί. Συννεφάκια σχηματίστηκαν μονομιάς πάνω από το κεφάλι όλων μας: «Δίαιτα και γυμναστήριο τώρα!». Το περίμενες, βέβαια, ότι ο Μικ Τζάγκερ θα έχει άψογη φυσική κατάσταση, είναι νομοτελειακό, το ίδιο νομοτελειακό με το ότι την περίοδο που διανύουμε οποιαδήποτε συζήτηση με καλλιτέχνη στρέφεται κάποια στιγμή σε θέματα κοινωνικοπολιτικά. Μόλις συνέβη αυτό στη συγκεκριμένη συζήτηση, ο Τζάγκερ γλίστρησε σαν το χέλι. Είναι παράξενο, αλλά ο άνθρωπος που έχει τραγουδήσει το «Gimme Shelter» και το «Street Fighting Man», τραγούδια-ύμνους του αστικού ξεσηκωμού, δεν τοποθετείται ευθέως σε πολιτικά ζητήματα ούτε θέλει να μιλήσει για τις πρόσφατες ταραχές στην πατρίδα του. Ακόμη και για το τραγούδι «I Can’t Take It No More» (Νο 10 στο άλμπουμ των SuperΗeavy), οι στίχοι του οποίου απευθύνονται στους έχοντες την εξουσία: «All you scurvy politicians / When you’re in our position / You’re promising this / You swear you’ll do that / You all sound like magicians / I can’t take it, take it, I can’t fake it no more» («όλοι εσείς οι αχρείοι πολιτικοί, όλο υποσχέσεις δίνετε και σας έχουμε βαρεθεί» κάπως συνοπτικά), ο Μικ αρκέστηκε να πει ότι «δεν θα ήθελα να αναφερθώ κάπου συγκεκριμένα, πρόκειται άλλωστε για συντεχνία που αποτελεί εύκολο στόχο». Ο Ντέιβιντ Στιούαρτ παίρνει τον λόγο και εστιάζει αλλού: «Υπάρχει ένα γενικό μήνυμα που εκφράζεται σε όλο το άλμπουμ, αυτή η αίσθηση πως, ό,τι και να γίνει, υπάρχει στο τέλος ελπίδα». Κάτι που είναι φανερό και από την επιλογή τους να αναθέσουν στον γραφίστα Σέπαρντ Φέιρι, διάσημο για την ποπ αισθητικής αφίσα «Hope» με τον Μπαράκ Ομπάμα, να επιμεληθεί το εξώφυλλο και το συνολικό artwork του δίσκου.

Μικ, λέγεται πως όταν κυκλοφόρησες το πρώτο σόλο άλμπουμ σου ο Κιθ Ρίτσαρντς ενοχλήθηκε από την κίνησή σου αυτή. Πώς αντέδρασε όταν έμαθε για τους SupeΗeavy; «Νομίζω ότι χάρηκε, κυρίως επειδή του αρέσει πολύ ο Ντέιμιαν. Ειλικρινά τώρα, δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτηκε…». Ο Ντέιβιντ Στιούαρτ επεμβαίνει «πυροσβεστικά» ακόμη μια φορά: «Εγώ πιστεύω ότι χρειάζεται να συνεργάζεσαι με άλλους καλλιτέχνες και να φρεσκάρεις τον ήχο σου. Οταν είσαι σε μια μπάντα πάρα πολλά χρόνια και παίζεις τα ίδια τραγούδια ξανά και ξανά, στο τέλος τρελαίνεσαι. Πάντα φέρνεις κάτι καλό μαζί σου στην κυρίως μπάντα σου έπειτα από μια τέτοια εμπειρία».

Θα αρέσουν όμως οι SuperΗeavy στους φανατικούς των Rolling Stones; «Νομίζω ότι οι πραγματικά φανατικοί θαυμαστές των Rolling Stones, εκείνοι που αγαπούν όλη την πορεία τους, θα εκτιμήσουν τους SuperΗeavy επειδή και οι Stones έχουν καλύψει και έχουν επηρεαστεί από πολλά μουσικά είδη. Οσοι ξεχωρίζουν μόνο μια περίοδο ή δύο-τρία άλμπουμ, πιθανώς να απογοητευθούν» λέει ο Μικ Τζάγκερ και ο Στιούαρτ συνεχίζει: «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να αλλάζει ο κόσμος τους, ακόμη και όταν βρίσκονται στη θέση του παρατηρητή. Δεν μπορεί, όμως, κανείς να σου επιβάλει να είσαι συνεχώς ίδιος για να του αρέσεις. Δεν είναι αυτοί οι θαυμαστές μας που μας βοηθούν να εξελισσόμαστε και να πάμε μπροστά».

Εχετε υπάρξει και οι δύο τρομερά γενναιόδωροι με άλλους καλλιτέχνες και έχετε συνεργαστεί με πολλούς, νεότερους και μη, αλλά όσο καλές προθέσεις και αν έχει κάποιος, μπορεί τα πράγματα να πάνε στραβά, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της συνεργασίας του Ντέιβ Στιούαρτ με τον θρυλικό ρώσο τραγουδιστή Μπορίς Γκρεμπένσικοφ, η οποία κατέληξε εφιάλτης. Με τους SuperΗeavy ποια ήταν η χειρότερη στιγμή; «Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσω ότι ο ίδιος ο Μπορίς ήταν υπέροχος στη συνεργασία και εξαιρετικός μουσικός, κάτι σαν Μπομπ Ντίλαν της Ρωσίας, αλλά ήταν ο Τόμι Μοτόλα, πρόεδρος της δισκογραφικής εταιρείας με την οποία συνεργαζόμασταν τότε, αυτός που τα κατέστρεψε όλα, διότι ήθελε να τον κάνει, εκείνον, έναν θρύλο της ρωσικής τραγουδοποιίας (και τον πρώτο καλλιτέχνη που είχε την άδεια από τη Σοβιετική Ενωση να δουλέψει με δυτικούς συνεργάτες) σαν τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Και ο Μπορίς κλώτσησε» απαντά ο Ντέιβιντ Στιούαρτ. «Ολους ήθελε να τους κάνει σαν τον Μπρους Σπρίνγκστιν ο Μοτόλα» σχολιάζει ο Τζάγκερ. «Εμείς είχαμε πρόβλημα με τους στίχους του Ντέιμιαν που αργούσαν να ετοιμαστούν και παιδευτήκαμε μετά στη μίξη των τραγουδιών, μια διαδικασία κατά την οποία διαφωνούσαμε συχνά και αποδείχτηκε χρονοβόρα και επίπονη, αλλά άξιζε τον κόπο».

Μένει χρόνος για μια τελευταία ερώτηση. Ενας κύριος από τη Δανία, που έμενε ως εκείνη τη στιγμή σιωπηλός, τη διατυπώνει:

Κύριε Στιούαρτ, έχετε δουλέψει με τον Μικ Τζάγκερ, αλλά και με όλους τους εν ζωή Beatles. Στο δίλημμα «Beatles ή Stones» τι απαντάτε; Η ερώτηση δημιουργεί ολίγη σύγχυση. Ο Στιούαρτ έχει όντως συνεργαστεί με τον Ρίνγκο Σταρ και τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ, τα δύο εν ζωή «Σκαθάρια», αλλά έχει συνεργαστεί στο παρελθόν και με τον Τζορτζ Χάρισον, ο οποίος έχει πεθάνει. Του Μικ Τζάγκερ τού φαίνεται αστεία η φράση «all the living Beatles» και την τραγουδά στη μελωδία του στίχου «all the lonely people» από το «Eleanor Rigby». Ο Στιούαρτ, από την άλλη, στην αρχή ακούει «all the living people» και κοιτάζει σαστισμένος. Μόλις καταλαβαίνει, απαντά: «Οταν ήμουν στο σχολείο, υπήρχαν “φράξιες” που υποστήριζαν συγκεκριμένα συγκροτήματα. Μου άρεσαν πολύ οι Stones επειδή είχα μεγαλώσει με μπλουζ, αλλά ομολογώ ότι είχα εντυπωσιαστεί πολύ όταν κυκλοφόρησαν οι Beatles το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” και το “White Album”, αλλά είμαι κυρίως φαν των Rolling Stones. Δεν άκουσα ποτέ ιδιαίτερα τα πρώτα άλμπουμ των Beatles». «Ούτε το “One After 909”;», ρωτάει ο Τζάγκερ. «Ποιο;». «Βρίσκεται στο άλμπουμ “Let It Be”, αν και είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψαν» εξηγεί ο Μικ. «Ηθελα να μοιραστώ μαζί σας μια επουσιώδη πληροφορία για το τέλος», λέει και πετάγεται σαν ελατήριο από την καρέκλα του.

Απαιτούμε αναμνηστική φωτογραφία. «ΟΚ», λέει, θα μας το κάνει το χατίρι, αρκεί να πάμε στο διπλανό δωμάτιο που είναι μεγαλύτερο, για να μη στριμωχτούμε, και να τον φωνάξουμε όταν θα είμαστε έτοιμοι. Στηνόμαστε και τον φωνάζουμε. Ερχεται, ποζάρει και προτού καλά καλά χαθεί από τα μάτια μας η λάμψη του φλας, καληνυχτίζει και εξαφανίζεται σαν σίφουνας στον διάδρομο του ξενοδοχείου. Τι παραπάνω να έκανε άλλωστε; O Μικ Τζάγκερ είναι. Και αν δεν εξαφανιστεί ο Μικ, ποιος θα εξαφανιστεί;

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 18 Σεπτεμβρίου 2011.