«Τι ετοιμάζουν όλοι αυτοί μαζί;» αναρωτιόνταν οι καθηγητές τους στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας όταν πληροφορήθηκαν ότι ορισμένοι από τους καλύτερους μεταπτυχιακούς φοιτητές τους μετακομίζουν στην Ελλάδα. «Για να κάνουν τι;» ήταν το ερώτημα. «Για να περπατήσουμε τη γη» απαντούν εκείνοι γελώντας, αν και όλοι τους ήταν ήδη αρκετά «περπατημένοι». Είχαν φέρει τη γη βόλτα πολλές φορές.

Ο Αλέξανδρος Βαΐτσος, για παράδειγμα, γεννήθηκε στο Περού και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία και στην Αγγλία. Τα ελληνικά ήταν η τέταρτη γλώσσα που έμαθε όταν, στα δέκα του χρόνια, εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Ελλάδα. Ακολούθησαν οι σπουδές στο Χάρβαρντ και στο Μπέρκλεϊ και το 2001 αποφάσισε την επιστροφή του στην Αθήνα.
«Ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω για την Ιαπωνία, διαπίστωσα ότι είχε αρχίσει να “βρέχει” ενδιαφέροντα πρότζεκτ. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα διαπραγματευόταν την ένταξή της στο ευρώ και προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς. Οι προοπτικές ανάπτυξης φαίνονταν απεριόριστες, τίποτε δεν μπορούσε να τις ανακόψει. Η χώρα είχε απολύτως αντίστροφη ψυχολογία από τη σημερινή». Τότε θυμήθηκε μια βραδιά των φοιτητικών του χρόνων, όταν παίζοντας τάβλι με τον μεξικανό φίλο του Κάρλος Λοπερένα είχαν ευχηθεί να συνεργαστούν στο μέλλον υπό τον όρο ότι θα απολάμβαναν μια συνθήκη «carte blanche», δηλαδή μια ελευθερία που τους θα επέτρεπε να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους. Ο Κάρλος δούλευε τότε στη Νέα Υόρκη: «Σε μια ενδιαφέρουσα πόλη», στην οποία, όπως λέει ο ίδιος, «μετά την 11η Σεπτεμβρίου κυριαρχούσε ο φόβος, υπήρχαν ο Τζουλιάνι και ο Μπους, υπήρχε και η βεβαιότητα ότι δύσκολα μπορείς να ξεκινήσεις από το μηδέν». Εναν μήνα μετά, διαμόρφωσαν μια δημιουργική ομάδα,τους Deca Architecture, που τα τελευταία δέκα χρόνια προσελκύει μέλη από όλον τον κόσμο. Το 2004 προστέθηκε στον στενό πυρήνα της η Ελενα Ζαμπέλη.

Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά;
H ανακαίνιση του ξενοδοχείου TwentyΟne στο Κεφαλάρι (2001). Ωστόσο, η πρώτη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίσαμε ήταν στην Αντίπαρο. Μας ζητήθηκε να παρέμβουμε σε μια παρθένα έκταση περίπου 120 στρεμμάτων, όπου επικρατούσε το παράδοξο νομοθετικό πλαίσιο της «εκτός σχεδίου δόμησης», μια ελληνική πρωτοτυπία. Για την περιοχή αυτή εμείς σχεδιάσαμε τέσσερα σπίτια και άλλα δύο η Tala Mikdashi, μια λιβανέζα αρχιτέκτων η οποία ζει στο Λονδίνο.

Εκμεταλλευτήκατε την αδυναμία του συστήματος;
Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι διαμορφώσαμε τις συνθήκες σχεδιασμού που θα έπρεπε να μας παρέχει το κράτος, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο καλύψαμε τις αδυναμίες του συστήματος. Σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα τοπίου Θωμά Δοξιάδη, χαρτογραφήσαμε την ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, αγνοήσαμε τη συνήθη τακτική της «μπακλαβαδοποίησης» του τοπίου. Δεν μας ενδιέφερε να κόψουμε και να ράψουμε οικόπεδα για να μεγιστοποιήσουμε την επιτρεπόμενη δόμηση. Ευτυχώς, ο πελάτης μας ήταν της ίδιας νοοτροπίας, αλλιώς θα είχαμε άλλη μία υπερκορεσμένη γωνιά των Κυκλάδων. Αντιμετωπίσαμε το θέμα ολιστικά, διατηρώντας την αισθητική υπεραξία του κυκλαδίτικου τοπίου και λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τους περίπλοκους και μυωπικούς νόμους.

Οι περιορισμοί δεν λειτουργούν και ως πρόκληση;
Προφανώς ζούμε σε μια κοινωνία με κανόνες και περιορισμούς, οι οποίοι όμως μπορούν να σε κατευθύνουν σε δημιουργικές λύσεις. Για εμάς μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί η υπέρβαση των κανόνων. Προσπαθούμε με το έργο μας να τους επηρεάσουμε παραγωγικά. Στις Κυκλάδες, π.χ., πρέπει να διαμορφωθεί μια στρατηγική ανάπτυξης, η οποία να αντιλαμβάνεται τη «χωρητικότητα» κάθε νησιού και να αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να χτίζουμε σπίτια κάθε τέσσερα ή οκτώ στρέμματα που να μιμούνται τις παραδοσιακές τυπολογίες των οικισμών.

Τα πρώτα σπίτια που χτίσατε στην Αντίπαρο, o Κρατήρας και το Αλώνι, είναι πολυβραβευμένα. Τι τα κάνει να ξεχωρίζουν;
Ως αρχιτέκτονες έχουμε διάφορες εμμονές. Αυτή που χαρακτηρίζει τα έργα της Αντιπάρου είναι ο τρόπος με τον οποίο χειριζόμαστε τη γη. Θέλαμε να τη χρησιμοποιήσουμε σαν υλικό, όπως την πέτρα και τα τούβλα. Στην περίπτωση του Κρατήρα, που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, προφυλάξαμετο σπίτι από το μελτέμι και ελαχιστοποιήσαμε την επίπτωσή του στην κορυφογραμμή. Eτσι, αντί να υψώσουμε ένα κτίριο, βυθίσαμε το τοπίο και διαμορφώσαμε έναν τεχνητό κρατήρα. Το Αλώνι χτίστηκε σε ένα διάσελο μεταξύ δύο λόφων. Δύο ξερολιθιές διαμορφώνουν έναν άξονα που ενώνει τους λόφους και ταυτόχρονα συγκρατούν τη γη που περνά πάνω από το κτίριο. Στα δύο αυτά παραδείγματα αλλά και στον Σκώληκα στην Κέρκυρα δεν σχεδιάσαμε απλώς δύο κατοικίες αλλά δύο τεχνητά τοπία.

Tα σπίτια που σχεδιάζετε μοιάζουν να ξεφυτρώνουν από τη γη.
Ξεφυτρώνουν από τα συναισθήματα που νιώθεις όταν είσαι εκεί.

Eνα σπίτι «χτίζεται» στο γραφείο ή στο σημείο που θα υπάρξει;
Είναι σημαντικό να μείνεις και να περπατήσεις εκεί, να χαράξεις πάνω στο τοπίο, να αισθανθείς τον αέρα, τις μυρωδιές, να δεις το φως. Εχουμε πολλές φωτογραφίες από τις βραδιές που μέναμε σε σκηνές στο σημείο όπου επρόκειτο να χτίσουμε. Επιστρέφοντας όμως στο γραφείο, και επειδή μας αρέσει η αφαίρεση, με μια σχεδόν ψυχαναλυτική διαδικασία, προσπαθούμε να δούμε τι ήταν αυτό που οδήγησε το ένστικτό μας και χρησιμοποιώντας δημιουργικά μέσα (μακέτες, κολάζ, βίντεο, σχέδια) καταλήγουμε στο επιθυμητό. Από την άλλη, υπάρχουν ιδέες που μένουν στο υποσυνείδητό μας για καιρό, όπως ο σχεδιασμός ενός σπιτιού με κινούμενους χώρους. Προχθές επισκεφθήκαμε ένα οικόπεδο και είπαμε: «Να το». Παρ’ ότι είχε την ασάφεια ενός ονείρου, αυτό που είχαμε οραματιστεί μπλέχτηκε με αυτό που βλέπαμε.

Το τοπίο είναι το μοναδικό ζητούμενο σε κάθε νέο έργο σας;
Το τοπίο και οι άνθρωποι. Οταν σχεδιάζουμε ένα κτίριο είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες των ανθρώπων που θα ζουν μέσα σε αυτό. Ειδικά στα σπίτια, αναπτύσσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης, όμοια με αυτή που διαμορφώνει ο ψυχαναλυτής με τους ασθενείς του. Βέβαια, τελικά δεν ξέρω ποιος αναλύει ποιον.
Ισως αμφότεροι ανακαλύπτουμε πτυχές της προσωπικότητάς μας και του υποσυνείδητού μας.

Πιστεύετε ότι η δουλειά σας συσχετίζεται με αυτήν του Αρη Κωσταντινίδη;
Οσα κτίριά του έχω επισκεφθεί μου επιβεβαιώνουν ότι και εκείνος αφουγκραζόταν τον τόπο. Με εμπνέει η ευχέρειά του στη χρήση των υλικών και η ικανότητά του να φτιάχνει λιτές λειτουργικές κατόψεις. Το βιβλίο «Τα Θεόχτιστα» είναι σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου.

Ως πότε μπορεί να εξελίσσεται ένας αρχιτέκτων;
Πολλοί έχουν κάνει μεγάλα έργα μετά τα 70. Ο Gehry και ο Kahn έκαναν τα σημαντικότερα κτίρια τους μεγάλοι. Ισχύει όμως και το αντίστροφο, άνθρωποι που έχουν πολλά να πουν νωρίς και σβήνουν γρήγορα.

Ενα σπίτι μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου;
Το περιβάλλον στο οποίο ζεις επηρεάζει τον τρόπο που προσλαμβάνεις τα πράγματα. Θυμάμαι έντονα χώρους όπου έμεινα καιρό και χώρους από όπου ήμουν περαστικός. Θυμάμαι και χώρους που δεν έχω επισκεφθεί ακόμη. Η αντίληψη του χώρου έχει σημαντική επίδραση στην προσωπικότητά μου, αλλά πάντως μικρότερη από αυτή που είχαν οι γονείς μου.

Γιατί γίνατε αρχιτέκτων;
Οταν πήγα στην Αμερική, επηρεασμένος από τον πατέρα μου που είναι οικονομολόγος, ήθελα να σπουδάσω οικονομικά. Στο δεύτερο έτος συνειδητοποίησα ότι είχα εξαντλήσει όλα τα μαθήματα επιλογής για τις τέχνες και την αρχιτεκτονική. Ενιωθα δύστυχης. Τότε άλλαξα κατεύθυνση.

Διδάσκετε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και παλαιότερα στο Μπέρκλεϊ. Πώς είναι η επαφή με τους φοιτητές;
Είναι αναζωογονητικό να συναναστρέφεσαι με τους νέους και πάντα χρήσιμο να βάζεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά, ώστε να τις μοιραστείς.

Πώς είναι το σπίτι σας;
Μου αρέσει να μετακινούμαι, έχω αλλάξει τέσσερα σπίτια σε δέκα χρόνια, πάντα στο κέντρο της Αθήνας. Μου αρέσει να συμμετέχω στη ζωή της πόλης και με ενθουσιάζει το δυναμικό μπέρδεμα πολιτισμών που έχει προκύψει τελευταία.

Τι πιστεύετε ότι χρειάζεται το κέντρο για να σωθεί;
Η Αθήνα πρέπει να αναπτύξει γρήγορα αντανακλαστικά. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε πολλά αν κάνουμε μια πεζοδρόμηση-ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων κάθε 20 χρόνια. Πρέπει να δημιουργήσουμε έναν νέο σχεδιαστικό μηχανισμό που θα μας επιτρέψει να διαχειριζόμαστε τους πόρους μας αποτελεσματικά. Και επειδή είμαι αισιόδοξος, θεωρώ ότι η δύσκολή συνθήκη που αντιμετωπίζουμε είναι μια ευκαιρία για να ξαναδούμε τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τους πόρους. Eίναι καιρός να πρωτοτυπήσουμε.