Η λογοτεχνία των διακοπών είθισται να είναι λογοτεχνία φυγής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται κανείς να προσφύγει σε απαιτητικότερα κείμενα: το ζευγάρι της διπλανής ψάθας σήμερα αναμετριόταν με το Κοιμητήριο της Πράγας του Ουμπέρτο Έκο και τη Μάνα του Μαξίμ Γκόρκι αντίστοιχα. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των αναγνωστών της ακτής το αστυνομικό μυθιστόρημα αρκεί, ο Χάρι Πότερ έχει ακόμη την τιμητική του και όλα τα μπεστ σέλερ του χειμώνα διάγουν έναν δεύτερο άκρως επιτυχημένο βίο.

Με βάση την αγωνιώδη ετήσια θερινή μας αναζήτηση μιας λογοτεχνίας απόδρασης από την καθημερινότητα μοιάζει παράξενο πώς το δημοφιλέστατο στο εξωτερικό είδος της fantasy δεν έχει ακμάσει περισσότερο στην Ελλάδα. Κάποιοι θα έλεγαν ότι τα σπαθιά, οι ιππότες, τα κάστρα και οι ιστορίες με δράκους και με φίδια αποτελούν κατάλοιπα των μεσαιωνικών εμμονών της δυτικής Ευρώπης – αλλά παρόμοιους αφορισμούς μπορεί να κατασκευάσει κανείς για κάθε είδος. Οπωσδήποτε, για λόγους που έχουν να κάνουν με την περί ιστορίας αντίληψη του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, εδώ μαζικά μας ικανοποιεί το ιστορικό μυθιστόρημα.

Το επίκεντρο κάθε fantasy είναι μια «αναζήτηση» (quest) στο πρότυπο των ιπποτικών μεσαιωνικών ρομάντζων, κατά την οποία ο πρωταγωνιστής οφείλει να υπερπηδήσει πλήθος φυσικών και υπερφυσικών εμποδίων προκειμένου να ανακαλύψει μυστικά αντικείμενα, τόπους η πρόσωπα και να επιτύχει την εσωτερική του αυτοπραγμάτωση. Οι καλοί είναι πάντα στη Δύση, οι κακοί και οι βάρβαροι στην Ανατολή, οι πριγκίπισσες παντρεύονται τους πρίγκηπες, το κακό εξορίζεται στο πυρ το εξώτερον και όλοι ζουν σαφώς καλύτερα από εμάς – ο Έντουαρντ Σαΐντ δεν θα είχε να πει και λίγα για τις πιθανές ιδεολογικές συνδηλώσεις σε αυτό το πανηγύρι οριενταλισμού.

Ωστόσο, ακόμη και στο πιο στυλιζαρισμένο είδος υπάρχουν έργα που ξεπερνούν τα όρια κομίζοντας νέες ιδέες και προοπτικές. Το A Game of Thrones (HarperCollins, 1996) του Aμερικανού Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν είναι, όπως θα ανακάλυψαν και όσοι είδαν την άνοιξη τον Α΄ κύκλο της ομώνυμης σειράς του HBO, ένα βραδυφλεγές κείμενο έτοιμο να συντρίψει κάθε σύμβαση και ειδοποιό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου genre. Γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συγγραφέας δεν χαρίζεται στους ήρωές του, ότι οι ίντριγκες περιθωριοποιούν τον ηρωισμό και ότι κανείς δεν διακινδυνεύει να αντιμετωπίσει τον εχθρό του ενώπιος ενωπίω όταν μπορεί να το κάνει πισώπλατα και με ασφάλεια. Χρειάζεται όμως να φτάσει στον τρίτο τόμο (A Storm of Swords, HarperCollins, 2000) ώστε να αντιληφθεί πλήρως την ανατρεπτική δομή και το δραματικό υπόβαθρο της σειράς. Οι έντιμοι αποδεκατίζονται, οι λιγότερο έντιμοι ηττώνται και οι ολοκληρωτικά ανέντιμοι επιβραβεύονται. Πίσω από το προφανές, ο Μάρτιν κρύβει δάνεια στοιχεία από τον καμβά της αρχαιοελληνικής τραγωδίας με πάθη, εγκλήματα, μοιχείες, αιμομειξίες, πατροκτονίες, όλα εκείνα τα άγη που οι προηγούμενες γενιές κληροδοτούν στις επόμενες, το βάρος των οποίων τις διαμορφώνει καταλυτικά και κατά κανόνα τις συνθλίβει: «είμαστε μαριονέτες που χορεύουμε με τα σχοινιά των προγόνων μας και μια μέρα τα δικα μας παιδιά θα τις αναλάβουν και θα συνεχίσουν τον δικό μας χορό», ομολογεί ένας από τους πρωταγωνιστές σε στιγμή αυτογνωσίας.

Στο παραδοσιακό φεουδαρχικό πρότυπο του είδους, όπου ακόμη και όταν η σταθερότητα της άνωθεν δοσμένη ιεραρχίας απειλείται από εξωτερικούς η εξωλογικούς εχθρούς (μάγοι, δαίμονες και δράκοι είθισται να είναι οι προσφιλείς μορφές του κακού), οι ήρωες γράφουν έπη τιμής και μεγαλείου, ο Μάρτιν αντιτάσσει μια βρώμικη εκδοχή. Αντί του παραμυθικού προτύπου του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, η πολιτική και το κέρδος τίθενται υπεράνω ιερών και οσίων, η απρόσωπη μοίρα κυβερνά τα ανθρώπινα, η προσωπική ταυτότητα αποτελεί το άθυρμα της Ιστορίας. Η ύβρις έχει επέλθει ήδη για όλους στον άρτι κυκλοφορήσαντα πέμπτο τόμο με τίτλο A Dance with Dragons (HarperCollins, 2011). Το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε πια, για το επόμενο καλοκαίρι μας, είναι η νέμεσις.