ΤΟ ΒΗΜΑ/The Project Syndicate

Κάθε φορά που βρίσκομαι σε αεροπλάνο που πέφτει σε κενό αέρος, αντλώ ανακούφιση από την πεποίθηση ότι οι πιλότοι που βρίσκονται πίσω από τις κλειστές πόρτες του θαλάμου διακυβέρνησης ξέρουν τι να κάνουν. Σίγουρα θα ένιωθα πολύ χειρότερα αν η πόρτα του κόκπιτ ήταν ανοιχτή, και παρατηρούσα από κοντά τους πιλότους να αγωνιούν για τα προβληματικά όργανα ελέγχου, να διαφωνούν για το ποια πρέπει να είναι η επόμενη τους κίνηση, ή να προσπαθούν μάταια να βρουν απαντήσεις στα τεχνικά εγχειρίδια του αεροσκάφους.

Γι’ αυτόν τον λόγο προκαλεί τόση ανησυχία το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες σε πολλές δυτικές οικονομίες μοιάζουν περισσότερο με τη δεύτερη ομάδα πιλότων. Αυτή η αντίληψη αντικατοπτρίζει όχι μόνο τις αντιφατικές δηλώσεις και την αντιφατική συμπεριφορά των πολιτικών υπευθύνων, αλλά και το βαθμό στον οποίο τα πραγματικά οικονομικά αποτελέσματα τείνουν συστηματικά να μην ανταποκρίνονται στις υψηλές τους προσδοκίες.

Η αντίληψη αυτή είναι εμφανής στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, όπου οι οικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να χειροτερεύουν, η ήδη αναιμική οικονομική ανάκαμψη «φρενάρει» και οι ελλειματικοί προϋπολογισμοί καθίστανται όλο και πιο αβέβαιοι. Κατά συνέπεια, επιχειρήσεις και νοικοκυριά γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικά στις κινήσεις τους- δυσκολεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη δουλειά των πολιτικών.

Στην Ευρώπη, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν μια κρίση χρέους που συνεχώς επεκτείνεται στην περιφέρεια της ευρωζώνης, παρά τις πολλές συνόδους κορυφής, τους πολυάριθμους μηχανισμούς διάσωσης και την επιβολή οδυνηρών οικονομικών θυσιών στις κοινωνίες. Όπως ένα αεροπλάνο όπου επικρατεί σύγχυση, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχει ακολουθήσει τις οδηγίες. Όπως το έθεσε την περασμένη εβδομάδα ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, στην δυνατή επιστολή του προς τον επικεφαλής του Eurogroup και πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, «οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν ανταποκριθεί όπως όλοι περιμέναμε».

Καθώς τα οικονομικά αποτελέσματα απέχουν πολύ από τις προβλέψεις των ηγετών, είναι εύλογο να μην επικρατεί πια και τόση σύμπνοια στους κυβερνητικούς κύκλους. Οι δημόσιες δηλώσεις τους συγκρούονται όλο και περισσότερο μεταξύ τους – και μάλιστα με ανοιχτό και ανησυχητικό τρόπο.

Οι διαφωνίες όμως στην Ευρώπη δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ των «πάροχων λύσεων» (όπως η «Τρόικα» που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και των χωρών που εφαρμόζουν τα σκληρά μέτρα λιτότητας (Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία). Διχόνοια υπάρχει και μέσα στην ίδια την Τρόικα, λόγω της διαμάχης μεταξύ της Φρανκφούρτης, όπου εδρεύει η ΕΚΤ, και του Βερολίνου, έδρας της γερμανικής κυβέρνησης.

Η κατάσταση στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο κρίσιμη όσο στην Ευρώπη, αλλά και εδώ κυριαρχεί η πολιτική ανικανότητα στην χάραξη πολιτικής. Παρά τα άνευ προηγουμένου πακέτα δημοσιονομικής και νομισματικής τόνωση της οικονομίας, η οικονομική ανάπτυξη παραμένει υποτονική, ενώ η ανεργία έχει κολλήσει σε ένα ανησυχητικά υψηλό επίπεδο. Οι μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές προοπτικές εξακολουθούν να επιδεινώνονται, ενώ βραχυπρόθεσμα οι πολιτικοί παίζουν με την πολύτιμη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, μαλώνοντας σαν σχολειαρόπαιδα για το πώς θα επεκτείνουν το ανώτατο όριο του χρέους. Ακόμη και μέσα στην κεντρική τράπεζα, την Fed, φαίνεται πως υπάρχουν οξείες διαφωνίες για τις επόμενες κινήσεις στην νομισματική πολιτική.

Στο μεταξύ, η κατάσταση της Ιαπωνίας παραμένει στάσιμη. Τέσσερις μήνες μετά από τον μεγάλο σεισμό, το καταστροφικό τσουνάμι και την έναρξη μιας περιόδου αμφισβήτησης για την πυρηνική βιομηχανία της χώρας, η Ιαπωνία δεν έχει καταλήξει ακόμη σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανασυγκρότησης. Η οικονομική αβεβαιότητα που προκύπτει από αυτό το κενό έρχεται να επιβαρύνει μια οικονομία που εδώ και χρόνια παρουσιάζει αναιμική ανάπτυξη, και να χειροτερέψει τους δείκτες και την δυναμική του τεράστιου δημόσιου χρέους της.

Και στις τρεις μεγάλες αυτές οικονομικές ζώνες, οι πολιτικοί βρίσκονται σε δεινή θέση -καθώς η οικονομική δυσπραγία και το υψηλό χρέος ρουφούν, μεταφορικά, το οξυγόνο από τις οικονομίες τους και προκαλούν έντονες αναταράξεις στις κοινωνίες τους, ανατρέποντας μακρόχρονα κοινωνικά συμβόλαια. Την ίδια στιγμή, αρκετές συστημικά σημαντικές αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Κίνα συνεχίζουν να επεκτείνονται.

Προσπαθώντας να επιλύσουν δομικά προβλήματα με «κυκλικά», προσωρινά μέτρα, οι ηγέτες των ανεπτυγμένων κρατών περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα – σε μια ακόμη επίδειξη της αδυναμίας τους να καταλάβουν πόσο ασυνήθιστες είναι οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Άλλωστε οι πολιτικοί απεχθάνονται την λήψη των απαραίτητων δομικών μέτρων, που «ανταλλάσσουν» τον άμεσο κοινωνικό πόνο με ένα μακροπρόθεσμο όφελος – ένας συνδυασμός που δεν τους βοηθά καθόλου στις επόμενες εκλογές. Πόσο μάλλον που οι περισσότεροι αδυνατούν να επικοινωνήσουν στην κοινή γνώμη ένα μεσοπρόθεσμο έστω οικονομικό όραμα για το μέλλον γεγονός που συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση και γενίκευση της αβεβαιότητας.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί πρέπει να νιώθουμε οίκτο για τις πολιτικές ηγεσίες μας, που οφείλουν να αντιμετωπίσουν ασυνήθιστα δύσκολες προκλήσεις με άκρως αναποτελεσματικά μέσα. Αλλά ο οίκτος δεν αρκεί για να τους αφήσουμε ανεξέλεγκτους. Θα πρέπει να τους παροτρύνουμε να ξεφύγουν από την παραδοσιακή κυκλική νοοτροπία και να στραφούν σε μια άλλη, που θα μπορεί να κατανοήσει και επομένως να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα περίπλοκα διαρθρωτικά ζητήματα, που αποτελούν τη βάση της σημερινής κακής κατάστασης.

Δυστυχώς, αυτό δε μπορεί να γίνει εν μία νυκτί. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως να επιβάλλεται οι συνθήκες να γίνουν πολύ χειρότερες, προκειμένου οι ηγέτες να επικεντρωθούν στο σωστό στόχο. Εντωμεταξύ, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά, που είναι αρκετά τυχερά για να είναι σε θέση να χτίσουν ένα προστατευτικό τείχος, θα συνεχίσουν να το κάνουν. Άλλοι, δυστυχώς, θα είναι ευάλωτοι σε ακόμα μεγαλύτερες αναταράξεις διαταραχές και μάλιστα χωρίς το ατού μια κλειστής πόρτας θαλάμου διακυβέρνησης.

*O Mohamed El-Erian είναι διευθύνων σύμβουλος του επενδυτικού κολοσσού Pimco