«Σήμερα ο τίτλος »Ο Γαλάζιος Άγγελος» χρησιμοποιείται σε νάιτ-κλαμπ, μοίρες της αεροπορίας και νέες εκδόσεις κινηματογραφικών έργων. Πριν από την ταινία μου, ο τίτλος αυτός δεν υπήρχε». Τάδε έφη Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, σκηνοθέτης της μνημειώδους πλέον ταινίας «Ο γαλάζιος άγγελος», η οποία από την Πέμπτη 7 Ιουλίου επαναπροβάλλεται αποκλειστικά στον «Ζέφυρο» – μια από τις αρκετές κλασικές ταινίες που ξαναβρίσκουν τον δρόμο τους στις αίθουσες κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού.
Ταινία μυθική ,ο «Γαλάζιος άγγελος» έκανε σταρ την Μαρλένε Ντίτριχ, η οποία τραγουδώντας το «Falling in love again» με καπέλο και ζαρτιέρες, έγινε αμέσως σύμβολο του σεξ. Τολμηρή για την εποχή της, αισθησιακή και προκλητική, η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία ενός ηλικιωμένου, αυστηρού καθηγητή, του Ρατ, που αντιστρέφει τους όρους της άχαρης, μίζερης και άδειας ζωής του αφήνοντας τον εαυτό του να παρασυρθεί από τη Λόλα, μια σαγηνευτική καμπαρετζού που τον ξανανιώνει αλλά συγχρόνως τον βυθίζει στην παρακμή και την πλήρη κοινωνική απαξία.
«Τούτη η γερμανική περιπέτεια είχε μια περίεργη αρχή» θα πει ο Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ αργότερα. Υστερα από μια καθόλου ευχάριστη διαμονή δύο χρόνων στο εργοστάσιο του Χόλιγουντ, ο γερμανός σκηνοθέτης βρέθηκε στη Χάβρη τον Αύγουστο του 1929. Είχε πάρει ένα κολακευτικό τηλεγράφημα από τον ηθοποιό Εμίλ Γιάνινγκς, που του είχε ζητήσει να τον σκηνοθετήσει στην πρώτη ομιλούσα ταινία του. Αν και μπορούσε να διαλέξει όποιον σκηνοθέτη ήθελε, ο Γιάνινγκς προτίμησε τον Φον Στέρνμπεργκ ο οποίος μάλιστα είχε άσχημο παρελθόν με τον ηθοποιό.
Βέβαια αρχική ιδέα για τη συνεργασία τους δεν ήταν ο «Γαλάζιος άγγελος» (που βασίζεται σε βιβλίο του Χάινριχ Μαν) αλλά μια κινηματογραφική εκδοχή του… Ρασπούτιν. Το σχέδιο δεν μπόρεσε να προχωρήσει. Τότε ο Στέρνμπεργκ διάβασε το βιβλίο του Μαν και προσάρμοσε την ιστορία σε μια δική του εκδοχή (με διαφορετικό τέλος).
Η Λόλα, βέβαια, ήταν επίσης ένα μείζων θέμα. Ο Στέρνμπεργκ είχε πολλές διάσημες σταρ στο μυαλό του αλλά τελικά δεν επέλεξε ούτε την Γκλόρια Σβάνσον, ούτε την Μπριγκίτε Χελμ, ούτε τη Λουίζ Μπρουκς, ούτε την Λότε Λένια.
Γιατί όταν είδε την 29χρονη Μαρλένε Ντίτριχ, τα είδε…όλα! Η Ντίτριχ ήταν φτιαγμένη για Λόλα. Τραγουδά χωρίς ταμπού, επιδεικνύει άφοβα τις γάμπες της, πετά προκλητικά την κιλότα της, αποτελεί μια εκρηκτική σεξουαλική περσόνα και παράλληλα μια γυναίκα-βαμπ, που χειρίζεται και καταστρέφει τους άντρες. Δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση λοιπόν που ο «Γαλάζιος άγγελος» κτυπήθηκε αλύπητα από την αμερικανική πουριτανική κοινωνία και λογοκρίθηκε στην Καλιφόρνια.
Η ταινία γυρίστηκε στο Βερολίνο, τέλη του 1929 χωρίς ολοκληρωμένο σενάριο. Σύμφωνα με τον Φον Στέρνμπεργκ το μεγαλύτερο μέρος της είναι αυτοσχεδιασμός στα πλατό (η κατασκευή της, όπως και όλες οι δυσκολίες που συνάντησε, αναφέρονται στο βιβλίο του «Fun in a Chinese Laundry» που κυκλοφόρησε το 1966). Ενα πολύ μικρό μέρος των διαλόγων ήταν στα αγγλικά, στο μεγαλύτερο τους μέρος χρησιμοποιήθηκε η ιδιωματική γλώσσα τού Βερολίνου. Γυρίστηκαν δύο εκδοχές, αγγλική και γερμανική, αν και λίγη έμφαση δόθηκε στους διάλογους καθώς ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία που γυρίστηκε στη Γερμανία, με αποτέλεσμα οι συνθήκες, από άποψη εγγραφής του ήχου, να είναι πρωτόγονες.
Στα γυρίσματα, παρακολουθώντας την Ντίτριχ να κάνει τα πιπεράτα νούμερά της, ο Γιάνινγκς ζήλευε. «Αυτή είναι δική μου ταινία», είπε στον Χάινριχ Μαν. Κι εκείνος, που είχε επίσης μια διαφορετική καλλιτέχνιδα για τον ρόλο της Λόλα αρχικά στο μυαλό του (την Τρούντε Χέστερμπεργκ, σόου γούμαν των καμπαρέ του Βερολίνου), του ψιθύρισε στο αυτί δείχνοντας τη λυγερή ξανθιά: «Κύριε Γιάνινγκς, η επιτυχία αυτής της ταινίας βρίσκεται στους γυμνούς γοφούς της κυρίας Ντίτριχ».