«Συγχαρητήρια, πολύ ωραία διαφήμιση!» λέει η κυρία στη στάση της πλατείας Μαβίλη. «Είσαι ωραίος, ρε δικέ μου!» ακούω να φωνάζει κάποιος μέσα από ένα αυτοκίνητο ενώ βαδίζουμε προς το «Ηilton». «Ευχαριστώ, σας ευχαριστώ» απαντά ο Νίκος Γεωργάκης κάθε φορά που ακούει έναν καλό λόγο. Και ακούει πολλούς. Με το χαμόγελο ενός βαθιά ντροπαλού ανθρώπου. Με το πρόσωπο κόκκινο σαν τομάτα. Με τα έντονα μπλε μάτια του απορημένα για την απίστευτη δημοτικότητα που του έχει χαρίσει η συμμετοχή του σε διαφήμιση της κινητής τηλεφωνίας Cosmote.

Τον ρωτώ αν έχει περάσει καθόλου από τους «Αγανακτισμένους» στο Σύνταγμα. «Μια φορά. Μαθαίνω τα όσα γίνονται από τους γύρω. Με τα πολιτικά δεν τα πηγαίνω και πολύ καλά, έχω ψηφίσει μόνο μία φορά και αυτή Οικολόγους.Δεν νομίζω ότι με πείθουν οι πολιτικοί στην Ελλάδα. Τους κοιτάζω στην τηλεόραση και δεν νιώθω κάτι.Ποτέ δεν ένιωσα. Είχα τον Ντοστογέφσκι στο μυαλό μου.Καινα σου πω την αλήθεια, με ενδιέφερε περισσότερο ο κόσμος του Ντοστογέφσκι από τον κόσμο του Παπανδρέου και του Καραμανλή».

Πάντως «το καλό έργο θέλει καλό κοινό» τονίζει. «Και αν το κοινό είναι καλό,δεν μπορεί να ανεχθεί ένα έργο κακό.Γι΄ αυτό και βρέθηκε τόσος κόσμος στο Σύνταγμα. Γιατί το έργο που βλέπουν δεν είναι καλό».

Από το 1993, τη χρονιά του «Λευτέρη Δημακόπουλου», της πρώτης και καλύτερης ταινίας του Περικλή Χούρσογλου στην οποία πρωταγωνιστούσε ο 22χρονος τότε ηθοποιός, ο Γεωργάκης έχει φροντίσει να μην εκτίθεται. Εχει παίξει σε ταινίες («Απόντες», «Μπραζιλέιρο», «Λιούμπη») και σε σειρές, αλλά ήταν πάντα φειδωλός στις συνεντεύξεις. Δεν του αρέσει να μιλάει για τον εαυτό του. Αποτέλεσμα; Θεωρείται αυτό που στην πιάτσα λέμε «δύσκολος». «Και καλά κάνω» λέει. «Δεν είμαι καλός σε αυτά τα πράγματα, εκτός αν νιώσω ασφάλεια».

Γεννήθηκε πίσω από το στάδιο του Παναθηναϊκού, στου Γκύζη, εξ ου και Παναθηναϊκός ο ίδιος. Δημοτικό στο «60», γυμνάσιο στα Τουρκοβούνια. Προτού γίνει ηθοποιός τον απασχολούσε περισσότερο η μουσική. Τραγούδι και κιθάρα. Μου δίνει ένα CD με τίτλο «Τhis guy» το οποίο γράφτηκε σε μια περίοδο δέκα ετών και δεν κυκλοφόρησε ποτέ στο εμπόριο. Παρατηρώ ότι δύο κομμάτια είναι σε στίχους του Γέιτς. Αλλωστε έχει πάθος με τη λογοτεχνία, το θέατρο και την ποίηση. Στην κουβέντα μας θα αναφερθούν και άλλοι συγγραφείς: ο Νίτσε ( «πεθαίνω για το “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”» ), ο Μπουκόφσκι, ο Καβάφης, ο Ντοστογέφσκι, ο Σολωμός.

Κάν΄ το όπως ο Ντιέγκο

Η κρίση χτύπησε και τον Νίκο Γεωργάκη. Πέρασε δύσκολα τα δύο τελευταία χρόνια. Δεν είχε προτάσεις, αντιμετώπισε βιοποριστικό πρόβλημα, σκέφτηκε να τα παρατήσει και να γίνει μπάρμαν- επάγγελμα που έχει δοκιμάσει στο παρελθόν. «Προέρχομαι από εργατική τάξη.Ο πατέρας μου είναι ταξιτζής. Εχω μάθει να ζω από το επάγγελμά μου» λέει. Τελικά όμως δεν άλλαξε επάγγελμα.

Ο ίδιος ποτέ δεν έχει παρατήσει παράσταση, ποτέ δεν έχει σταματήσει γύρισμα, ποτέ δεν έχει φύγει από ταινία. «Δεν μπορεί όμως να σε ενδιαφέρει μόνο το πώς θα “σώσεις” τον εαυτό σου σε κάτι που παίζεις αλλά δεν σου αρέσει». Γι΄ αυτό και θυμώνει με κάποια πράγματα που δεν αλλάζουν. Εκνευρίζεται, π.χ., που το Εθνικό Θέατρο δεν «ανοίγει» λίγο παραπάνω παρά μένει «μια κλειστή κοινωνία των 20 ανθρώπων».

Εχει βαρεθεί τη μόδα τού «κάναμε το σαλόνι μας θέατρο.Στο θέατρο πρέπει να μπαίνεις με τη λογική “μπαίνω για να σας αλλάξω τα φώτα”. Αυτό περιμένει το κοινό. Να του αλλάξεις τα φώτα! Ειδάλλως, αν δεν το ΄χεις, άσ΄ το». Εχει επίσης βαρεθεί την ευκολία του κακού λόγου. «Λένε για τον Ντιέγκο Μαραντόνα ότι “ναι μεν, αλλά πίνει κόκα”. Ε, πιες κι εσύ κόκα και αν μπορείς κάνε αυτά που κάνει ο Μαραντόνα».

Αυτό που ο Γεωργάκης πραγματικά θα ήθελε είναι να βρει έναν σκηνοθέτη με τον οποίο να δουλεύει επί μονίμου βάσεως. Κάποιον σαν τον Πάνο Κορώνη, τον σκηνοθέτη της διαφήμισης. «Δεν ταιριάζεις με όλους και δεν μπορείς να αφοσιωθείς το ίδιο σε όλους.Ταιριάζεις με κάποιους και εκεί θα πρέπει να εστιάσεις.Η σχέση ηθοποιού- σκηνοθέτη είναι αγαπησιάρικη.Ερωτική.Οταν αγαπάς κάποιον, συνεργάζεσαι καλύτερα μαζί του. Και με την αγάπη βγαίνει καλύτερο αποτέλεσμα.Και είναι τόσο θλιβερό που αυτό το όμορφο πράγμα μπορεί να συμβεί μόλις δυο-τρεις φορές στη ζωή σου».

«ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΤΟ ΠΑΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΤΥΛ»

Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα τηλεοπτικού χρόνου στη διαφήμιση της Cosmote,όπου ο Νίκος Γεωργάκης υποδύεται το καμάκι με την ταμπέλα στο λιμάνι και μουρμουρίζει «κάτι ανάμεσα σε γαλλικά και αρλούμπες» (όπως ο ίδιος αποκαλεί τα λόγια του),ήταν αρκετά για να τον μάθει όλη η Ελλάδα. «Η ζωή μας έχει γίνει πια τηλεφωνική» μου λέει χαμογελώντας.Και μετά αφηγείται την ιστορία στο σουπερμάρκετ, όπου τον σταμάτησε μια καθηγήτρια γαλλικών και του είπε ότι τα γαλλικά του είναι «επιπέδου Ζισκάρ ντ΄ Εστέν,καλύτερα από του Ζινεντίν Ζιντάν και του Νικολά Σαρκοζί» – ο Γεωργάκης μιλάει γαλλικά,αγγλικά και λίγα γερμανικά επειδή έχει ζήσει στο Ντόρτμουντ, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς του.

«Μου άρεσε ο τύπος που έπαιξα στη διαφήμιση γιατί το “μανιπιουλάρει” το πράγμα» λέει ο ηθοποιός πίνοντας μια γουλιά από το τζιν τόνικ του στο «Galaxy» του «Ηilton». «Εχει στυλ.Και για μένα το παν είναι το στυλ.“Μου κάνει εντύπωση η έλλειψη στυλ” έλεγε ο Μπέκετ.Ωραία ατάκα.Από το πώς περπατά ένας τύπος αμέσως καταλαβαίνεις αν έχει στυλ.Εγώ έχω». Για τη δουλειά του,όμως, εκτός από στυλ,χρειάζεται και «χημεία».Γιατί αν ο Γεωργάκης δεν είχε ταιριάξει με τον σκηνοθέτη της διαφήμισης Πάνο Κορώνη , ίσως να μην την είχε αγαπήσει τόσο πολύ ο κόσμος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ