Μια πρώην εκφωνήτρια της ελληνικής ραδιοφωνίας, η οποία έζησε για χρόνια στη Λιβύη και την νιώθει δεύτερη – εξ αγχιστείας – πατρίδας της, ζει με την ίδια αγωνία τα γεγονότα σαν να βρισκόταν κι αυτή ανάμεσα στο Λίβυους που διαδηλώνουν υπό το πυρά των όπλων του καθεστώτος Καντάφι.

Το ισόγειο διαμέρισμα του Παλαιού Φαλήρου, όπου κατοικεί σήμερα η κυρία Σοφία Σανούσσι, έχει μεταμορφωθεί σε ένα μικρό newsroom.

Συνεχή τηλεφωνήματα σε Βεγγάζη και Τρίπολη, ανταλλαγή e-mail βροχηδόν και η αγωνία στο κατακόρυφο. «Αυτή τη στιγμή ο Καντάφι σκοτώνει τον ίδιο του το λαό. Δεν υπάρχει οικογένεια στη Λιβύη που να μην έχει να πάει σε κηδεία συγγενή ή γνωστού. Μιλάμε για χιλιάδες νεκρούς σε μια χώρα έξι εκατομμυρίων», λέει η κυρία Σοφία Σανούσσι, ενώνοντας κι αυτή τη φωνή της με τους όπου γης Λιβύους αντικαθεστωτικούς.

Μια φωνή που ίσως θυμίζει κάτι στους παλαιότερους λάτρεις των ερτζιανών. Ως το 1977, οπότε μετακόμισε στη Λιβύη με τον άραβα συζυγό της, η κυρία Σανούσσι ήταν εκφωνήτρια της κρατικής ραδιοφωνίας – τότε ακόμη συστηνόταν στους ακροατές ως Σοφία Λάρδη, με το πατρικό της.

Με το σύζυγό της γνωρίστηκαν στην Ελλάδα, όταν εκείνος ήταν φοιτητής στη Σχολή Ικάρων. Οταν ο Φάτχι έπρεπε πια να επιστρέψει στην πατρίδα του η Σοφία τον ακολούθησε.

«Παρόλα αυτά και τα τέσσερα παιδιά μου γεννήθηκαν εδώ. Ο σύζυγος μου επέμενε να γεννήσω στην Ελλάδα, προκειμένου να μπορούν να αποκτήσουν και την ελληνική υπηκοότητα· έβλεπε ότι τα πράγματα στην Λιβύη δεν πάνε καλά». Από τότε…

Τη ζωή της στη Λιβύη του Καντάφι, στα χρόνια της δεκαετίας του ‘80, την θυμάται με μελανά χρώματα. «Μόνο μέσα στο σπίτι περνούσαμε καλά. Έξω φοβόσουν να πεις οτιδήποτε. Οι ρουφιάνοι του καθεστώτος Καντάφι ήταν παντού. Όπως έλεγε ένας Λίβυος γνωστός μου στους δύο ο ενάμιση είναι ρουφιάνος».

Η κυρία Σανούσσι οργίζεται όταν ακούει ότι ο κόσμος στη Λιβύη δεν πείνασε ποτέ. «Μπορεί να μην πεινάσαμε, όπως πιθανόν να συνέβη σε άλλες αραβικές χώρες, αλλά μη φανταστείτε ότι ήμασταν πλούσιοι. Αν δεν ήσουν στην πολύ κλειστή ομάδα του καθεστώτος απλά επιβίωνες. Σε κάθε περίπτωση η στέρηση της ελευθερίας και η τρομοκρατία δε συγκρίνεται με τίποτα. Φανταστείτε ότι ένα από τα τηλεοπτικά θεάματα ήταν οι δημόσιοι απαγχονισμοί των αντικαθεστωτικών, των λυσσασμένων σκυλιών, όπως τους ονόμαζε ο Καντάφι».

Ο Νιζάρ, ο γιος της, ο οποίος σε λίγο καιρό παίρνει το πτυχίο του ως πολιτικός μηχανικός από το Πανεπιστήμιο Πατρών, παρεμβαίνει στη συζήτηση.

«Εγώ ως μαθητής γυμνασίου δεν έκανα γυμναστική, έκανα στρατιωτική εκπαίδευση. Φανταστείτε ξέρω να λύνω και να δένω καλάσνικοφ με κλειστά και ανοιχτά μάτια. Προσπαθούσαν να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όλοι είναι εχθροί μας».

Δέκα χρόνια μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στη Λιβύη, το 1987, ο άντρας της κυρίας Σανούσσι, χάνει τη ζωή του σε μια από τις μάχες του λιβυκού στρατού στον πόλεμο με το Τσαντ. Ο σμήναρχος Φάτχι Σανούσσι υπηρετούσε ως διοικητής βάσης σε εκείνον τον πόλεμο.

«Για κάποιο λόγο είχε διαισθανθεί ότι το τέλος πλησίαζε», λέει η κυρία Σανούσσι. Μάλιστα πριν φύγει είχε πει στον αδερφό του: «Αν μου συμβεί οτιδήποτε θέλω η γυναίκα μου να είναι ελεύθερη να κάνει ότι θέλει. Αν θέλει να πάει στην Ελλάδας ας το κάνει».

Η ίδια επισκέφθηκε τότε το νοσοκομείο, όπου είδε τον σύζυγό της νεκρό. «Αν και μου είπαν ότι πέθανε σε πτώση του αεροσκάφους, το σώμα του ήταν ολόκληρο. Δεν μπορώ να ξέρω τι έγινε, έχω όμως διάφορες υποψίες».

Χήρα πια με τέσσερα παιδιά σε ξένο τόπο, όταν θέλησε να επιστρέψει στην Ελλάδα, αντιμετώπισε την εχθρότητα των λιβυκών αρχών.

«Ένας από τους ανθρώπους που με βοήθησαν, ήρθε μάλιστα και μάρτυρας στο δικαστήριο, ήταν ο Σουλεϊμάν Μαχμούντ. Ένας από τους Λιβύους στρατηγούς που εκδήλωσαν τώρα την υποστήριξη τους στην αντιπολίτευση».

Για τον λιβυκό λαό – τους νιώθει πάντα συμπατριώτες της – έχει μόνο τα καλύτερα να πει. «Είναι ένα λαός περήφανος, ολιγαρκής και πάνω από όλα φιλόξενος και γενναιόδωρος», λέει.

Αναφέρει ως παράδειγμα αυτής της γενναιοδωρίας ένα περιστατικό που συνέβη στον αδερφό της όταν την επισκέφτηκε κάποτε στη Λιβύη. «Ψώνιζε σε ένα σούπερ μάρκετ και ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του στο σπίτι. Είπε στον ιδιοκτήτη να αφήσει τις τσάντες εκεί και να πάει σπίτι να το φέρει. Ο ιδιοκτήτης του χάρισε ουσιαστικά τα πράγματα λέγοντας: “Τι είναι αυτά που λες, πάρτα και όποτε έχεις χρήματα έρχεσαι να πληρώσεις”».

Αντιθέτως, λέει η κυρία Σανούσσι, «εμείς δεν τους έχουμε φερθεί πάντα, όπως έπρεπε» και εξηγεί: «Διπλωματικοί υπάλληλοι, αλλά και όποιος πήγαινε στη Λιβύη για να δουλέψει, δεν έχαναν την ευκαιρία να πλουτίσουν ανταλάσσοντας δολλάρια στη μαύρη αγορά. Θεωρώ επιπλέον ότι και η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε πάρει μια πιο ξεκάθαρη σχέση απέναντι σε αυτό το δικτάτορα».

Η κυρία Σανούσσι και ο γιός της είναι βέβαιοι ότι το καθεστώς Καντάφι μετράει τις τελευταίες του μέρες ή και ώρες ακόμα.

«Ο ίδιος δεν θα δεχθεί ότι έχει ηττηθεί, πιστεύω πως τελικά θα αυτοκτονήσει», λέει ο οικογενειακός φίλος, φοιτητής δημοσιογραφίας, κ. Μοχάμεντ Μπενγκούζι, που παρακολουθεί από την αρχή τη συζήτηση.

«Ο Μπεν Αλί και ο Μουμπάρακ είχαν επίγνωση ότι είναι δικτάτορες. Ο Καντάφι είναι τόσο παρανοϊκός που πιστεύει πραγματικά αυτά που λέει στα διαγγέλματα του. Πάντως αν σπάσει ο διάβολος το ποδάρι του και τελικά το καθεστώς επιζήσει, αλοίμονο σε όσους μίλησαν ενάντιον του αυτές τις μέρες», καταλήγει.