Παράξενο πράγμα τα βιβλία. Κατακαλόκαιρο, σε ελληνικό νησί, βρέθηκα να διαβάζω στην παραλία κάτω από τον ήλιο, με το κύμα να σκάει, κυριολεκτικά, στα πόδια μου, ένα από τα αριστουργήματα της γοτθικής λογοτεχνίας. Δηλαδή ένα βιβλίο σκοτεινό, γεμάτο διεφθαρμένους μοναχούς, αθώες καλόγριες, μοναστήρια, ναούς, νεκροταφεία, στοές, κρύπτες, τελετουργίες, μάγισσες, βιασμούς, δολοπλοκίες και δολοφονίες, δαίμονες, θεούς και διαβόλους.

Το The Monk κυκλοφόρησε το 1796 στο Λονδίνο. Γραμμένο από τον 19χρονο, τότε, Matthew Lewis, αποτέλεσε σταθμό στο είδος του: ο Sir Walter Scott είπε για αυτό ότι «ήταν τόσο δημοφιλές που δημιούργησε μία νέα εποχή στη βρετανική λογοτεχνία».

Πράγματι, το The Monk είναι ένα μοναδικό βιβλίο. Σε ένα μοναστήρι Καπουτσίνων στη Μαδρίτη, ο σατανικός καλόγερος Αμβρόσιος υφαίνει έναν ιστό πειρασμών, φόνων και αιμομιξίας προτού παρασυρθεί στους πειρασμούς του Σατανά και πουλήσει την ίδια την ψυχή του στο Διάβολο.

Χωρίς να έχω διαβάσει άλλη γοτθική λογοτεχνία, αλλά γνωρίζοντας λίγα πράγματα για τη γραφή της Ann Radcliffe και κυρίως για το The Mysteries of Udolpho, δεν άργησα να καταλάβω, ναι, σε ένα βραχάκι της Κύθνου, ότι ο Lewis πήγε το είδος ένα βήμα παραπέρα. Με ύφος σατυρικό, ο έφηβος συγγραφέας συνθέτει ένα κόσμο όπου η προσωπική και συλλογική διαστροφή μπλέκονται σε ένα κουβάρι ανηθικότητας και θηριωδίας, έναν κόσμο όπου ο όχλος και το ιερατείο εκφυλλίζονται σε ανήθικες φρικαλεότητες.

Με έντονο το ρομαντικό αλλά και το τρομακτικό στοιχείο – όπως, άλλωστε αρμόζει στο γοτθικό λογοτεχνικό είδος, το The Monk είναι παρωδία και μελόδραμα μαζί. Θυμάμαι, πριν το αρχίσω, κοιτούσα το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης και έλεγα «μα τώρα, καλοκαιριάτικο, τι δουλειά έχω εγώ με ένα τόσο σκοτεινό βιβλίο». Κι όμως. Παράξενο πράγμα τα βιβλία. Η αυγουστιάτικη Κύθνος και ο γοτθικός τρόμος ταίριαξαν μια χαρά.

Τελείωσα το βιβλίο σε πολύ λίγες μέρες και, συνεπαρμένη, άρχισα να ψάχνω λίγο περισσότερο το γοτθικό είδος, τόσο το λογοτεχνικό όσο και το αρχιτεκτονικό – έμαθα, λοιπόν, πως το νέο αυτό λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής σχετίστηκε και με την αναγέννηση της γοτθικής αρχιτεκτονικής κατά τη βικτοριανή περίοδο. Αυτό το έμαθα στην Κύθνο. Δεκαπενταύγουστο. Ανάμεσα σε βουτιές. Σχεδόν σουρεαλιστικό.

Μέχρι τότε, κανένα από τα λίγα γοτθικά κτίρια που είχα δει δεν μου είχε κάνει εντύπωση. Μερικούς μήνες μετά την Κύθνο βρέθηκα στο Στρασβούργο. Η πόλη είναι έτσι κι αλλιώς πολύ ατμοσφαιρική, με πεζοδρόμους και κανάλια – αυτό που δεσπόζει, όμως, στην κεντρική πλατεία της είναι ο καθεδρικός ναός, ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία γοτθικής αρχιτεκτονικής. Ο Βίκτωρ Ουγκό τον περιέγραψε ως ένα «γιγάντιο και λεπτεπίλεπτο θαύμα», ενώ ο Γκαίτε ως το «πλατύ δέντρο του Θεού». Στάθηκα μπροστά στο πελώριο και πολυσύνθετο κτίριο και, τελείως ξαφνικά, θυμήθηκα το βιβλίο.

Για μία μόνο στιγμή, που όσο γρήγορα ήρθε τόσο γρήγορα έφυγε, ο μοναχός Αμβρόσιος πέρασε από μπροστά μου.

Είπαμε, παράξενο πράγμα τα βιβλία.

Υ.Γ.: Το βιβλίο έχει μεταφραστεί ως «Ο Καλόγερος», από τους Αλ. Κοσματόπουλο και Κ. Αθανασιάδη, εκδόσεις Gutenberg.