Θα είναι πριν από 15 χρόνια που τον γνώρισα από κοντά κατά τον πιο απρόσμενο τρόπο και για πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα προσωπικά. Κατά τη διάρκεια μιας φιλανθρωπικής γιορτής έτυχε να αναφερθώ στους γύρω μου για το αδιέξοδο ενός άγνωστού μου νέου (είχε έλθει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ζητώντας βοήθεια), που κινδύνευε να μην ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς η δυστυχία χτύπησε με διπλό θάνατο τους γονείς του μετά από οικογενειακή οικονομική καταστροφή. Και ξαφνικά ακούστηκε από το βάθος του τραπεζιού μια ανδρική φωνή: «Κύριε Μαρίνο, στείλτε τον σε μένα, θα τον αναλάβω εγώ». Εκπληκτος άκουσα τον προσφερόμενο άγνωστό μου φιλάνθρωπο να διευκρινίζει: «Είμαι τακτικός αναγνώστης σας και λέγομαι Βασίλης Κωνσταντακόπουλος. Προσφέρομαι να βοηθήσω αν αξίζει το παλικάρι». Και μέσα σε λίγα 24ωρα η μοίρα τού νέου αυτού άλλαξε προς το καλύτερο. Ο καπετάν Βασίλης, όπως ήθελε να τον αποκαλούν, με ενημέρωσε τηλεφωνικά την επομένη ότι η υπόσχεσή του είχε εκπληρωθεί. Ετσι άρχισε η ασυνήθιστη και ίσως άγνωστη στην επίσης άγνωστή μου οικογένειά του γνωριμία μου με τον εκλιπόντα μεγάλο εφοπλιστή και δημιουργό του μεγαλύτερου τουριστικού συγκροτήματος της χώρας μας στην Πύλο. Και έκτοτε συνέχισε να επικοινωνεί μαζί μου μόνο τηλεφωνικά. Πότε για να αναφερθεί σε κάποιο πρόβλημα της ναυτιλίας μας, πότε για να σχολιάσει κάποιο άρθρο μου και προ διετίας για να με ευχαριστήσει, που αναφέρθηκα επαινετικά στη μεγάλη προσφορά του με το Κόστα Ναυαρίνο στην Πύλο. Ετσι, πάντα τηλεφωνικά, με πληροφόρησε και για την Οδύσσεια της επί 20ετία προσπάθειάς του να δημιουργήσει πλούτο στον τόπο. Για τις χιλιάδες υπογραφές, που χρειάστηκαν για να ξεπεράσει τα εμπόδια της γραφειοκρατίας. Για τους εκβιασμούς που δέχθηκε καθώς αρνείτο να καταβάλει το απαιτούμενο «γρηγορόσημο» ή μίζα σε διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς ώστε να βάλουν την υπογραφή τους. Για το πώς στερήθηκε έναν σπουδαίο συνεργάτη του, επειδή παρά την απαγόρευση που είχε επιβάλει σε κάθε λάδωμα, ο αρμόδιος διευθυντής του υπέκυψε στον εκβιασμό κάποιου μανδαρίνου. Τον απέλυσε αμέσως για ανυπακοή με πόνο ψυχής, αλλά με γενναία αποζημίωση καθώς ήταν πολύτιμος και ευσυνείδητος υπάλληλος.

Ο «πλουτοκράτης», που ξεκίνησε πουλώντας κουμπιά, συνέχισε ως ναυτικός για να φθάσει να διαθέτει σήμερα έναν τεράστιο στόλο πλοίων κυρίως για κοντέινερ, δεν είχε δικό του αυτοκίνητο! Μετεκινείτο καθημερινά με ταξί. Ετσι ο ταξιτζής που τον ήξερε ως καπετάν Βασίλη του είπε μια μέρα: «Καπετάνιο, ο εργοδότης σου σε βρήκε κορόιδο και σε εκμεταλλεύεται άγρια. Σε αναγκάζει να εργάζεσαι μέχρι αργά το βράδυ και δεν σου δίνει ούτε ένα μισθό της προκοπής για να αγοράσεις ένα αυτοκινητάκι». Ο καπετάν Βασίλης δεν είχε αποκαλύψει στον μεταφορέα του ποιος ήταν. Σεμνός, ταπεινός, απλός, άγνωστος στους κοσμικούς κύκλους, μαζί με τη σύζυγό του, το στήριγμά του στην αλματώδη σταδιοδρομία του αλλά και στην απλή διαβίωσή τους μαζί με τα παιδιά του που υπεραγαπούσε. Η μόνη πολυτέλεια του ζεύγους ήταν το ψάρεμα με ένα μικρό σκαφάκι. Επέμενε ότι θα έπρεπε να επισκεφθώ το τουριστικό δημιούργημά του, προτού τον καταβάλει η επάρατη νόσος, ώστε να τον γνωρίσω και από κοντά. «Επί 10 χρόνια με σώζει ο κοινός φίλος μας καθηγητής Χαράλαμπος Ρούσσος, όμως και πάλι έχω πρόβλημα και θα πρέπει να βιασθείτε» μου είπε. Δεν πρόλαβα. Στο τελευταίο τηλεφώνημά μου για να ευχηθώ για τη γιορτή του η γραμματέας του με πληροφόρησε ότι βρισκόταν στο εξωτερικό. Ηταν το τέλος. Ετσι τερματίστηκε και η τηλεφωνική γνωριμία μου με έναν άνθρωπο που θαύμαζα, θεωρούσα πρότυπο και αισθανόμουν φίλο χωρίς να τον γνωρίσω ποτέ από κοντά.

jmarinos@tovima.gr