Προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα «μηνύματα» των Δελφών. Αρχίζω από τον Πρωθυπουργό: αποφαίνεται ότι «θα πρέπει να πέσουν τα πολύ στενά τείχη μεταξύ των διαφόρων τομέων της επιστήμης», «όταν μιλά κανείς για ένα πτυχίο, η διεπιστημονικότητα πρέπει να αναπτύσσεται, να υπάρχουν πιο σύνθετα επαγγέλματα», «δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην εισάγεται κανείς κατευθείαν στην Πάντειο, και όχι σε Σχολή, ούτε καν σε Τμήμα», «είδη πτυχίων, που μπορεί να είναι τετραετή μέχρι μονοετή ή διετή, ανάλογα με τις ανάγκες», «Οπως είπαμε, εισαγωγή στα ίδια τα ΑΕΙκαι όχι στα Τμήματα σε Σχολές».
Η ομιλία αυτή υποδεικνύει πώς ένα «μνημόνιο θέσεων» από την επιγραμματικότητά του μετασχηματίζεται σε χαλαρό προφορικό λόγο, εντελώς συνειρμικό ως προς τη δομή του και διάτρητο ως προς την επιχειρηματολογία του. Ετσι έρχομαι στην ομιλία της υπουργού που είναι περισσότερο σαφής, εφόσον αναπαρήγαγε γραπτό κείμενο. Δηλαδή «πηγαίνουμε από το Τμήμα στη Σχολή» ή «η είσοδος γίνεται στη Σχολή και δίνει τη δυνατότητα της επιλογής στα παιδιά», αφού θα έχει δοθεί «έμφαση στον διεπιστημονικό χαρακτήρα των προγραμμάτων σπουδών και σε προπτυχιακό και σε μεταπτυχιακό επίπεδο».
Οσο για τον υφυπουργό που «συνόψιζε την ημέρα» που πέρασε κατά τη «συνάντηση διαλόγου για τις αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση», αυτός προσέθετε ότι «η πορεία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι συντονισμένη με τις εξελίξεις της κοινωνίας. Δεν ακολουθεί καν την κατεύθυνση που ζητά η κοινωνία». Ειδικότερα, η «επιθυμητή κατεύθυνση αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους φοιτητές», μπορεί να «συνοψισθεί στην εξής απλή φράση: πτυχία με αντίκρισμα». Με την επίκληση της «αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος» προτείνει κι αυτός «ευελιξία, και αν θέλετε ποικιλομορφία διαφορετικών επιλογών και επιπέδων μετά το λύκειο», ώστε να υπάρξουν, ας επαναληφθεί, «πτυχία με αντίκρισμα» σε σχέση με τα «επαγγελματικά δικαιώματα» που έως τώρα έχουν «περιορισμένη αγορά εργασίας» και ανταποκρίνονται σε συνθήκες «στρεβλής ανάπτυξης».
Ας αφήσουμε την «Πάντειο Σχολή» στην προ εικοσαετίας κατάστασή της και ας λάβουμε ως παράδειγμα «προσαρμογής» αυτών των «βασικών αξόνων», που «αφορούν το DΝΑ της λειτουργίας των Πανεπιστημίων», την περίπτωση της Φιλοσοφικής Σχολής. Θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες επισημάνσεις που αφορούν τόσο τα «μέρη» όσο και το «όλο» των «Φιλοσοφικών Σχολών». Δηλαδή υπάρχουν, εδώ και χρόνια, αρκετές μερικότερες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το πρόγραμμα σπουδών και τις ερευνητικές προτεραιότητες, ακόμη και στο πλαίσιο των ίδιων Τομέων. Επιμέρους επιστήμες, όπως η Ψυχολογία, είτε έχουν αυτονομηθεί είτε παραμένουν σε Τμήματα ΦΠΨ, ενώ η Λαογραφία εμφανίζεται άλλοτε ως ιστορική επιστήμη και άλλοτε ως φιλολογική, κάποτε μάλιστα στεγάζεται ή υπόκειται στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. Στην ίδια Φιλοσοφική Σχολή μπορεί, εκτός από τα τρία Τμήματα που grosso modo ενυπάρχουν και στις υπόλοιπες των άλλων Πανεπιστημίων, να ανήκουν τα Τμήματα Θεατρολογίας και Μουσικολογίας καθώς και όλων των Ξένων Γλωσσών, συμπεριλαμβανομένων και των Σλαβικών που ιδρύθηκαν πρόσφατα. Ως προς τη γενικότερη φυσιογνωμία τους, διακρίνονται οι ετερογενείς σταδιοδρομίες, παρά το ενιαίο νομικό πλαίσιο και την υπεραιωνόβια γερμανική παράδοση που έχει σημαδέψει τη γέννηση και τα αρχικά τους βήματα.
Σε ποια εκπαιδευτική και ερευνητική πραγματικότητα «Σχολής» (όχι πάντως «σχολήν άγοντες») θα εισάγονται οι «πρωτοετείς»; Ηδη θα έχουν σχολάσει τη βάσανο του «εισοφάγου» προς το Πανεπιστήμιο. Οσες και όποιες μεταβολές κι αν αυτός υποστεί, δεν θα παύσει να αποτελεί τον μοναδικό μοχλό επιλογής που θα θέτει σε δεύτερη μοίρα την αυτοδυναμία της «Μέσης Εκπαίδευσης». Οσο για τη στάθμιση της οικείας ζήτησης, αν δηλαδή εμφανίζεται «υψηλή» ή «χαμηλή», κανείς μάλλον δεν υπονοεί σοβαρά ότι αναμένεται να συμβεί στη χώρα μας ή έστω στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης ριζική ανασύνταξη της «αγοράς εργασίας» των εκπαιδευτικών.
Πάντως τα βάσανα δεν πρόκειται να τερματισθούν για τους «πρωτοετείς». Γιατί θα τους απομένει ένα «εισαγωγικό» έτος, με δεκαέξι περίπου μαθήματα, ώσπου να δοθεί το πράσινο φως έναρξης των σπουδών Τμήματος, «ανάλογα με την επίδοση και τις προτιμήσεις». Ας υποθέσουμε ότι η Φιλοσοφική Σχολή των έντεκα αυτοτελών της Τμημάτων συμφωνήσει, «κάτωθεν» ή «άνωθεν», να τεθεί στο πρόγραμμα σπουδών αυτού του «εισαγωγικού» έτους ένα ή δύο μαθήματα από κάθε Τμήμα (ανάλογα με την «έριδα» για το χαμένο τους «γόητρο»), τότε δεν επιβραβεύεται κάποια σύλληψη «διεπιστημονικότητας». Απλώς θα αποκτήσουμε μια, εντελώς χύμα, «διαθεματικότητα» τρίτου βαθμού, μετά την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια που γνωρίσαμε.
Και ποιο «σύστημα πιστοποίησης» πανεπιστημιακών «προϊόντων» θα αναλάβει να «αξιολογήσει» έναν τέτοιο χυλό; Το μόνο που θα μπορούσε να προσμετρήσει είναι την κατά ένα ακόμη έτος ομηρεία των «υποψηφίων» και συνακόλουθα της επέκτασης της «παραπαιδείας», αυτή τη φορά σε πλειάδα γνωστικών αντικειμένων που θα αντιστοιχούν στα μαθήματα δύο πανεπιστημιακών εξαμήνων. Χωρίς να παραβλέπω τα όρια της ενδοπανεπιστημιακής «αξιοπιστίας» ενός τέτοιου «συστήματος επιλογής» ή την ευχέρεια «πανεπιστημιακών» να αυξάνουν τα εισοδήματά τους ως μέλη μιας τέτοιας «παρα-Σχολής», τούτο όμως θα αφορά περίπου 2.000 «υποψηφίους» (αν περιορισθώ στους εφετινούς αριθμούς) που θα κινούνται με βήμα σημειωτόν στον προθάλαμο.
Θα προέτρεπα να εξετασθεί μόνον η δυνατότητα μετακίνησης φοιτητών/τριών εντός σειράς ομοειδών προγραμμάτων σπουδών, με δικλίδες όμως προστασίας ως προς τις πρακτικές «μόδας» ή διασφάλισης πρόσκαιρων εργασιακών προοπτικών. Οσο για το τι προηγείται, η ανάγκη της θεσμικής αυτονομίας των επιστημονικών μαθήσεων ή η ανάγκη της θεσμικής τους συνάφειας, σε αυτό θα επανέλθω.
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.