Το άκουσμα της λέξης «Τζαμάικα» παραπέμπει αυτόματα στη φιγούρα και στη μουσική του Μπομπ Μάρλεϊ.Οχι άδικα.Πίσω όμως από την προσωπολατρία και τα αναρίθμητα μπλουζάκια με την εικόνα του υπάρχει κάτι περισσότερο:ένας βαθιά πολιτικοποιημένος και διορατικός «προφήτης». Το λουτρό αίματος που σημειώθηκε τις προηγούμενες ημέρες στο παραδεισένιο αλλά τόσο άτυχο νησί της Καραϊβικής υπενθύμισε πόσο διορατικός ήταν τελικά ο κορυφαίος τραγουδοποιός και σταρ της ρέγκε.

Εξήντα άνθρωποι- στην πλειονότητά τους αθώοι κάτοικοισκοτώθηκαν κατά την έφοδο των δυνάμεων ασφαλείας στη συνοικία Τίβολι Γκάρντενς της πρωτεύουσας Κίνγκστον, την οποία υπερασπίζονταν βαριά οπλισμένα μέλη συμμοριών. Ηταν «στρατιώτες» μιας από τις πανίσχυρες ναρκομαφίες, οι οποίες όπως ακριβώς και τον καιρό του Μάρλεϊ παραμένουν στενότατα διαπλεκόμενες με τον πολιτικό κόσμο, ενώ διατηρούν δεσμούς με εγκληματικά συνδικάτα των ΗΠΑ.

Είναι κοινό μυστικό ότι οι συγκρούσεις άρχισαν όταν η κυβέρνηση της Τζαμάικας, που ως τώρα κάλυπτε τον βαρόνο των ναρκωτικών Κρίστοφερ «Ντούντους» Κόουκ, χρηματοδότη του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος, υποχρεώθηκε να κινηθεί για τη σύλληψή του μετά την κατακραυγή που προκλήθηκε σε αμερικανικά ΜΜΕ. Οι περισσότεροι θάνατοι αμάχων σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής στο κρησφύγετο του Κόουκ.

Ο πρωθυπουργός Μπρους Γκόλντιν εκτέθηκε πολιτικά από τις διαδοχικές αποκαλύψεις για την εξάρτησή του από τον μεγαλέμπορο κοκαΐνης και όπλων, ο οποίος παραμένει ασύλληπτος.

«Ξύπνησα το πρωί με στρατιωτικό νόμο/ Ω Θεέ μου, ήμουν κι εγώ αιχμάλωτος/ Δεν αναγνώριζα τα πρόσωπα όσων στέκονταν από πάνω μου/ Φορούσαν όλοι τις στολές της βαρβαρότητας/ Πόσα ποτάμια πρέπει να περάσουμε/ Προτού μπορέσουμε να μιλήσουμε στο αφεντικό;/ Γι΄ αυτό κι εμείς/ Θα καίμε και θα λεηλατούμε απόψε/ Θα καίμε όλη τη μόλυνση, όλες τις ψευδαισθήσεις/ για να επιζήσουμε, ναι!» τραγουδούσε ο μακαρίτης στο «Βurnin΄ and Lootin΄» σαράντα χρόνια πριν. Σαν να μην πέρασε μια μέρα…

Το 1976 ο Μπομπ Μάρλεϊ ήταν ήδη διάσημος σε όλον τον κόσμο, αλλά η Τζαμάικα βρισκόταν στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής βίας. Στην προσπάθειά της να οδηγήσει την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Μάικλ Μάνλεϊ σε πτώχευση, η Ουάσιγκτον άρχισε «τη συμπίεση στην οικονομία». Πολλοί τζαμαϊκανοί και ξένοι επενδυτές εγκατέλειψαν τη χώρα. Υπήρξαν σοβαρές ελλείψεις αγαθών, ενώ περισσότεροι από 750 άνθρωποι πέθαναν λόγω των τρομοκρατικών ενεργειών, που (σήμερα ξέρουμε πως) πολλές υποστηρίχθηκαν από τη CΙΑ.

Οι ΗΠΑ ήθελαν να ρίξουν τον Μάνλεϊ και να φέρουν στη θέση του τον Εντουαρντ Σίγκα, ηγέτη του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος: αμφότερες οι παρατάξεις μίσθωσαν ομάδες γκάνγκστερ των γκέτο με σκοπό να προσελκύσουν διά της βίας όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Την άποψή του γι΄ αυτούς τους «αρουραίους» ο Μπομπ Μάρλεϊ εξέφρασε στο υπέροχο «Rat race».

Στις 5 Δεκεμβρίου του 1976 ο Μάρλεϊ οργάνωσε μια μεγάλη συναυλία με τίτλο «Χαμογέλα Τζαμάικα!», εν όψει των επικείμενων εθνικών εκλογών. Οι μπράβοι της αντιπολίτευσης που οπλίζονταν και χρηματοδοτούνταν από την αμερικανική CΙΑ θεώρησαν ότι ο Μάρλεϊ είχε πλέον συμπαραταχθεί ανοιχτά με τη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Μάνλεϊ και γάζωσαν το σπίτι του με αυτόματα όπλα, τραυματίζοντας ελαφρά τον ίδιο και τη σύζυγό του. Η στιγμιαία σύγχυση των φονιάδων του έδωσε τον χρόνο να ξεφύγει, για να αυτοεξοριστεί στο Λονδίνο.

Το 1978 επέστρεψε στην Τζαμάικα και σε μια ιστορική συναυλία «ανάγκασε» τον Μάνλεϊ και τον ορκισμένο αντίπαλό του Εντουαρντ Σίγκα να σφίξουν δημοσίως τα χέρια. Παθιάζεται με τον στόχο της αποαποικιοποίησης και της ένωσης των αφρικανικών κρατών· την επόμενη διετία ταξιδεύει για συναυλίες στην Κένυα, στην Αιθιοπία (πατρίδα του αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ, του «πραγματικού Μεσσία», σύμφωνα με την πίστη των Ρασταφαριανών στην οποία ανήκε) και τέλος στην άρτι ανεξαρτητοποιημένη Ζιμπάμπουε.

Ο Μάρλεϊ πεθαίνει όμως ξαφνικά το 1981 από καρκίνο του δέρματος. Ηταν μόλις 36 ετών. Δυστυχώς για τον λαό της Τζαμάικα, αυτού του τουριστικού παραδείσου που η πλειονότητα των κατοίκων εξακολουθεί να ζει σε τριτοκοσμικές συνθήκες, τίποτε δεν μοιάζει να έχει αλλάξει. Πόσοι Τζαμαϊκανοί- μαύροι, μιγάδες και φτωχοί λευκοί- θα πάνε απόψε νηστικοί για ύπνο; Στο τραγούδι του «Τhem Βelly Full», ο Μάρλεϊ τους χαιρετίζει από τον τάφο: «Αυτοί με κοιλιές γεμάτες, αλλά εμείς πεινάμε/ Ενας πεινασμένος όχλος είναι ένας θυμωμένος όχλος/ Μια βροχή πέφτει, αλλά το χώμα είναι σκληρό/ Το τσουκάλι είναι στη φωτιά, αλλά το φαγητό δεν φτάνει».

ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ, «SOUND SYSTEMS» ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ ΣΤΗΝ KΡΑΪΣΛΕΡ

Ο Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ θεωρούσε τα πολιτικά τραγούδια του «προφορική εφημερίδα» για να μαθαίνουν την αλήθεια οι αναλφάβητοι συμπατριώτες του.

Και τα δύο μεγάλα κόμματα της Τζαμάικας προσπάθησαν,μάταια φυσικά,να τον εξαγοράσουν και να τον «στρατολογήσουν».

Γεννήθηκε το 1945. Ο πατέρας του,άγγλος λοχαγός που εργαζόταν ως επιστάτης στις φυτείες,παντρεύτηκε τη μαύρη μητέρα του,αλλά αμέσως μετά εξαφανίστηκε.

Μεγάλωσε πάμπτωχος με τη μητέρα του στο Τρεντστάουν, κακόφημη παραγκούπολη του Κίνγκστον.

Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του διατηρούσε απόλυτη εξάρτηση, όπως και άλλοι μουσικοί, από τους στενά συνδεδεμένους με το οργανωμένο έγκλημα παραγωγούς δίσκων, οι οποίοι ήταν και οι ιδιοκτήτες των λεγόμενων «sound systems»: φορτηγών εξοπλισμένων με μεγάφωνα που έπαιζαν επί πληρωμή στις φτωχογειτονιές μουσική που δεν μεταδιδόταν από το ραδιόφωνο.

Για να ζήσει ο Μάρλεϊ έφυγε το 1967 για το Ντελεγουέαρ των ΗΠΑ. Επί μήνες σφουγγάριζε πατώματα ξενοδοχείων, ενώ δούλεψε σε νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο της Κράισλερ.

Στην Αμερική ήρθε σε επαφή με μαύρους ακτιβιστές και το αντιπολεμικό κίνημα. Αυτή ήταν η πολιτική του «εκπαίδευση».

«Αν ήμουνα μορφωμένος, τώρα θα ήμουν ένας καταραμένος ηλίθιος» έλεγε. «RΑΤ RΑCΕ» (1976)
«Α! Είστε τόσο ανάγωγοι/ Τι φυλή αρουραίων!

Αλλοι είναι νόμιμα παιδιά, άλλοι νόθα, άλλοι καρποί μοιχείας, άλλοι καθάρματα του παρακράτους, άλλοι αλήτες, άλλοι μπάτσοι/ Οπως όταν λείπουν οι γάτες βγαίνουν τα ποντίκια να χορέψουν/ Η πολιτική βία γεμίζει την πόλη σας/ Μην ανακατεύετε τους Ράστα στις κουβέντες σας/ Οι Ράστα δεν δουλεύουν για τη CΙΑ!»