Η Λιόπη Αμπατζή

Μια ανθρωπολόγος, η κυρία Λιόπη Αμπατζή, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο οποίο παραδίδει μαθήματα περί φύλου, ανέλαβε να ρίξει φως στη «νύχτα», όπως καλούνται συλλήβδην τα μπαρ με κονσομασιόν ή όπως αλλιώς είναι γνωστά αυτά τα μαγαζιά της νύχτας. Για τον λόγο αυτόν εργάστηκε η ίδια επί τέσσερις μήνες ως κονσοματρίς· ρώτησε, έμαθε, κατέγραψε συμπεριφορές και κώδικες, αποκωδικοποίησε τον ερωτικό πολιτισμό της σημερινής Ελλάδας. Το βιβλίο της είναι μια επιστημονική- δημοσιογραφική έρευνα η οποία διαβάζεται κάθε τόσο σαν παραμύθι με καλούς, κακούς και άσχημους. Μιλήσαμε με τη συγγραφέα για τα πορίσματα της έρευνάς της.

– Πώς πήρατε την απόφαση να ρισκάρετε μπαίνοντας σε έναν τέτοιο χώρο; «Οταν αποφάσισα να κάνω επιτόπια έρευνα στους χώρους των οίκων ανοχής, στην οδό Φυλής, στην Αθήνα, προφανώς είχα- λόγω άγνοιας και αφέλειας- την εντύπωση ότι θα βρισκόμουν σε ένα “μπουρδελοχώρι”, όπου με την εγκατάστασή μου θα άρχιζα να γνωρίζω τους κατοίκους του φανταστικού χωριού. Αφού ανεβοκατέβαινα τη Φυλής για περισσότερο από ένα μήνα και (ξανα)μετρούσα τα “σπίτια”, συνειδητοποιούσα το μάταιο της προσπάθειάς μου. Τότε, κάποιος φίλος μου μίλησε για την κονσομασιόν και τα μπαρ με γυναίκες και μάλιστα με πήγε σε δυο τρία που γνώριζε. Ενα από αυτά ήταν το “Νανά”, στο οποίο, μέσα από μια παρεξήγηση(;), παιχνίδι της τύχης(;), βρέθηκα “πίσω από την μπάρα” την επόμενη νύχτα. Αρκούσε η εκ μέρους μου ερώτηση “αν έχει δουλειά το μαγαζί”»…

– Περιγράφετε το μπαρ με γυναίκες ως έναν πολιτισμικά κατασκευασμένο κόσμο.Τι πολιτισμικές αξίες και αντιλήψεις κρύβονται πίσω από την ατμόσφαιρα ενός τέτοιου χώρου;

«Τα “μπαρ με γυναίκες” οφείλουν την ύπαρξή τους στα κυρίαρχα πρότυπα τού ανδρισμού, της θηλυκότητας και της ετεροφυλοφιλίας στη σύγχρονη Ελλάδα. Με άλλα λόγια, η “εγγενής προκλητικότητα των γυναικείων καμπυλών”, “η αχόρταγη σεξουαλική επιθυμία των ανδρών και η υποχρέωσή τους να την επιδεικνύουν και να την αποδεικνύουν διαρκώς”, ο “κανόνας που θέλει τους άνδρες να κερνούν τις γυναίκες στο πλαίσιο μιας ερωτικής συντροφιάς”, και ο ασφυκτικός θεσμός της εντός γάμου, αναπαραγωγικής, μονογαμικής σεξουαλικότητας, θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεικτικά ως το πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου παρήχθη η κονσομασιόν ως σεξουαλική διασκέδαση».

– Ποια βρήκατε ότι είναι η πιο σημα ντική διαφορά ανάμεσα στα «μαγαζιά» της Αθήνας και της επαρχίας;

«Στη διάρκεια της μακρόχρονης επιτόπιας έρευνας που διεξήγαγα στα “μπαρ με γυναίκες”, ταξίδεψα από τη Θράκη μέχρι τη Νότια Κρήτη. Η κονσομασιόν, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι ρευστή, μεταβαλλόμενη και ενδεχομενική· εξαρτάται από τα συμφραζόμενα, τις προσωπικότητες και τις συνθήκες. Το δυσκολότερο κομμάτι της συγγραφής ήταν ακριβώς αυτό: να αποδώσω τη ρευστότητα και να αποφύγω υποστασιοποιήσεις και διαχωρισμούς τύπου Αθήνα/ επαρχία, χρήμα/ συναίσθημα, κανονικό/ παραβατικό, επάγγελμα/ καταναγκασμός, κ.ο.κ. Οποτε συναντούσα διχοτομίες και στερεοτυπικές αντιλήψεις προσπαθούσα να τις αναλύσω και να τις ερμηνεύσω».

– Με βάση τις απαντήσεις διαφόρων γυναικών στα ερωτήματά σας,θα λέγατε ότι η πορνεία είναι δουλειά ή δουλεία;

«Η θεώρηση της πορνείας ως “δουλείας” ήταν και παραμένει άποψη μιας μερίδας φεμινιστριών και ποτέ των ίδιων των εργαζόμενων στον τομέα παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, όταν δόθηκε φωνή σε εκείνες κι εκείνους που παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες αντί αμοιβής μπορέσαμε να προσεγγίσουμε αυτή την κατηγορία σεξουαλικής έκφρασης ως πολιτικό ζήτημα και όχι ως ηθικό πρόβλημα».

– Γράφετε ότι είναι στερεότυπο αυτό της γυναίκας-θύματος,αφού οι περισσότερες γυναίκες που συναντήσατε στοιχειοθετούσαν την επιλογή τους ως οικονομικά συμφέρουσα.Ισχύει το ίδιο και για το σημερινό trafficking;

«Οπως έχω δείξει και στο βιβλίο μου “Προσεγγίζοντας το φαινόμενο του trafficking” (ΕΚΚΕ 2008), το ζήτημα της θυματοποίησης είναι αρκετά πολύπλοκο. Οπως έχει διαμορφωθεί ωστόσο η πολιτική γύρω από τη μετανάστευση και τη σεξουαλική εργασία στον δυτικό κόσμο ο μόνος τρόπος για να γίνει ορατή μια μετανάστρια εργάτρια του σεξ είναι ως “θύμα”. Είναι πράγματι λίγες οι επιστημονικές εργασίες που εστιάζονται στις γυναίκες οι οποίες διακινούνται με σκοπό τη σεξουαλική εργασία, δείχνουν όμως ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι γυναίκες γνώριζαν εκ των προτέρων το περιεχόμενο της εργασίας τους. Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες θα πραγματοποιούνταν η μεταναστευτική κίνηση και η εργασία. Υποστηρίζω ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες γενικά συνδέονται με τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι χώρες υποδοχής και ότι το ζήτημα του trafficking αφορά περισσότερο την κρίση συνόρων των εθνικών κρατών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, καθώς και τον σεξουαλικό πολιτισμό και τη βιοπολιτική της επιθυμίας στον δυτικό κόσμο».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΝΣΟΜΑΣΙΟΝ ΣΤΟ ΣΤΡΙΠΤΙΖ
– Ποια η σχέση μεταξύ πορνείας και ευρύτερης σεξουαλικότητας;

«Η σεξουαλικότητα και η επιθυμία είναι πολιτικά πεδία που διαμορφώνονται από τις δεδομένες σχέσεις εξουσίας σε μια κοινωνία. Υποστηρίζω ότι η πορνεία εντάσσεται στο συνεχές των οικονομικοσεξουαλικών ανταλλαγών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες».

– Τάσσεστε υπέρ της κατάργησης της πορνείας ή υποστηρίζετε το αίτημα νομιμοποίησής της;

«Οποιαδήποτε δίωξη ή κατάργηση,όπως έχει δείξει η Ιστορία,δεν θα αλλάξει το περιεχόμενο των έμφυλων σχέσεων και των ανταλλαγών.Αυτό που θα επιφέρει είναι ενίσχυση της ασυμμετρίας,της ανισότητας,και επιβάρυνση της ήδη στιγματισμένης σεξουαλικότητας που δεν εντάσσεται στο ετεροκανονικό μοντέλο».

– Γιατί τα «μπαρ με γυναίκες» δεν αναφέρονται σε κανέναν οδηγό για τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία στην Αθήνα;

«Αυτή η κατηγορία μπαρ δεν αναγνωρίζεται ούτε προβλέπεται από τον νόμο. Ετσι, τα μαγαζιά αυτά λειτουργούν με άδειες “αναψυκτηρίου”, “καφέ μπαρ”, κ.ο.κ.».

– Αν η χρυσή εποχή των «μπαρ με γυναίκες» ήταν η δεκαετία του 1980,πώς θα χαρακτηρίζατε τη σημερινή εποχή;

«Θα έλεγα ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η κονσομασιόν βρίσκεται σε ύφεση,ενώ αναδύεται η διασκέδαση στα στριπτιζάδικα.Μια ερμηνεία που προτείνω σχετίζεται με την εισροή αλλοδαπών γυναικών στη σεξουαλική βιομηχανία.Οι γυναίκες αυτές μη γνωρίζοντας ελληνικά αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στο παιχνίδι της γλωσσικής επικοινωνίας και,όπως γνωρίζουμε,όταν τα λόγια δεν αρκούν μπαίνει το σώμα στη μέση…».