Μετά το ανόητο «Αυστηρώς κατάλληλο» και τον διασκεδαστικό «Ηλία του 16ου», το «Βank Bang», η τρίτη ελληνική κωμωδία που βλέπουμε την τρέχουσα σεζόν, είναι μια μικρή, απροσδόκητη και πολύ ευχάριστη έκπληξη. Μια χορταστική κωμωδία με επίπεδο που κατάφερε να προσαρμόσει στην ελληνική πραγματικότητα τα φανερά «δάνειά» της από ξένες ταινίες. Χωρίς να ψευτίζει, χωρίς να κομπιάζει, χωρίς να σε φέρνει στο σημείο να αναστενάζεις απεγνωσμένα.

Εν ολίγοις, το φιλμ περιγράφει τις περιπέτειες του Μιχάλη ( Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ) και του Νώντα ( Δημήτρης Ημελλος ), δύο αδελφών που αποφασίζουν να γίνουν ληστές τραπεζών προκειμένου να βγάλουν τα χρήματα που ο ένας εκ των δύο χρωστά σε νονό της νύχτας ( Θάνος Σαμαράς ). Οι δουλειές πάνε καλά ως τη στιγμή που το βέλος του έρωτα χτυπάει τον Μιχάλη… «Υou΄re nobody till somebody loves you», όπως λέει και το μελαγχολικό τραγούδι του Ντιν Μάρτιν που κάποια στιγμή ακούγεται, όπως είχε ακουστεί σ΄ εκείνο το υπέροχο γκανγκστερικό φιλμάκι του Γκάρι Φλέντερ, το «Οι ωραίοι δεν πεθαίνουν στο Ντένβερ».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν θα βρούμε τα «δάνεια» που λέγαμε παραπάνω. Ας πούμε, τα κοστούμια των ληστών νομίζεις ότι έχουν βγει μέσα από την γκαρνταρόμπα των «Reservoir Dogs», ενώ το cool στυλάκι δύο διεφθαρμένων αστυνομικών ( Γεράσιμος Σκιαδαρέσης , Μιχάλης Ιατρόπουλος ) ενώ σκοτώνουν εν ψυχρώ δύο «λαμόγια» είναι σκέτο φωτοαντίγραφο μιας παρόμοιας σκηνής στο «Ρulp fiction» με τους Τζον Τραβόλτα και Σάμιουελ Λ.Τζάκσον (ακόμη και η κόμμωση του Ιατρόπουλου παραπέμπει σ΄ εκείνη του Τζάκσον στην ίδια ταινία).

Μόνο που οι ληστές είναι έτσι ντυμένοι γιατί οι φουκαράδες φορούν τη… στολή της κανονικής δουλειάς τους («κοράκια» γραφείου τελετών), ενώ το «μάτσο» ντουέτο των αστυνομικών είναι στην πραγματικότητα γκέι ζευγάρι με όραμα να «την κάνει» για κάπου μακριά… Η ταινία θέλει να σε πιάσει στον ύπνο και τα καταφέρνει υιοθετώντας τη δαιδαλώδη «λογική» και την ψηφιδωτή αφήγηση των ταινιών του Κουέντιν Ταραντίνο και του Γκάι Ρίτσι («Δύο καπνισμένες κάννες», «Snatch»).

Η μεγάλη επιτυχία όμως είναι ότι εδώ οι ήρωες πείθουν για την ελληνική ιθαγένειά τους χωρίς να προσπαθούν να μιμηθούν κάτι ξένο, όπως π.χ. συμβαίνει στη σειρά «L.Α.Ρ.D.». Οι τύποι στο «Βank Βang» είναι κουτοπόνηροι αλλά και ψυχοπονιάρηδες, τσαμπουκάδες αλλά και θρασύδειλοι, πολυλογάδες αλλά και γκαφατζήδες. Είναι Ελληνάρες!

«Υou΄re nobody till somebody loves you» σαν να λέει με το βλέμμα ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης (δεξιά) στον Μιχάλη Ιατρόπουλο σε σκηνή του «Βank Βang»

Πράγματι, η χάρη του φιλμ οφείλεται στους ολοκληρωμένους β’ ρόλους, με πρόσωπα βγαλμένα από τα σπλάχνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Ανάμεσά τους, ένας ηλικιωμένος νοσταλγός του παρελθόντος που θέλει να αυτοκτονήσει αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά ( Κώστας Βουτσάς ), ο υπερφίαλος Μπαζούκας ( Δημήτρης Μαυρόπουλος ), ιδιοκτήτης του γραφείου τελετών που ευελπιστεί να εισχωρήσει στην πολιτική, η «πεταχτούλα» ερωμένη του (η Τζένη Μπότση με κάτι από το σεξαπίλ της Μαίρης Χρονοπούλου στα sixties), ένα άλλο «κοράκι» που το φωνάζουν Σαμ από το «σα μαλ…ας» ( Δρόσος Σκώτης ) και ο αρχιψευταράς αρχηγός της Αστυνομίας ( Αλέξανδρος Μυλωνάς ). Ακόμη και τα στιγμιαία περάσματα κάποιων ηθοποιών όπως του Ερρίκου Λίτση (ένας τζογαδόρος) και του Κώστα Ξυκομηνού (ένας μυστικός αστυνομικός από τη Θεσσαλονίκη) έχουν λόγο ύπαρξης και αφήνουν όμορφες αναμνήσεις πίσω τους μετά τους τίτλους του τέλους.

gzoump@dolnet.gr