Για λίγες ημέρες, την εβδομάδα που πέρασε, βρέθηκε στην Αθήνα ο Peter Brown, διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος και ιστορικός, καλεσμένος από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στο ετήσιο δείπνο της Διοικούσας Επιτροπής της, το οποίο δόθηκε εφέτος προς τιμήν του. Ο κ. Μπράουν γεννήθηκε στο Δουβλίνο, πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στο Χαρτούμ του αγγλο-αιγυπτιακού τότε Σουδάν, σπούδασε Ιστορία στην Οξφόρδη με ειδίκευση στον Γοτθικό Μεσαίωνα, και εκεί δίδαξε στο All Souls College. Στη συνέχεια δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Καλιφόρνιας και το 1986 ανέλαβε τη θέση καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Princeton. Ηδη όμως από πολύ νωρίτερα το ενδιαφέρον του όπως και οι έρευνες και τα βιβλία του εγκατέλειψαν τους Γότθους του Μεσαίωνα και στράφηκαν ανατολικότερα, στον κόσμο των υστερορωμαϊκών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Μια μακρά περίοδο, στην οποία έδωσε την ονομασία της «Υστερης Αρχαιότητας» ιδρύοντας στην ουσία τον ομώνυμο επιστημονικό κλάδο για τον οποίο και είναι διεθνώς γνωστός. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου όπου έχουμε τη διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες πήραν την τελική τους μορφή, ενώ ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Εχει γράψει κάπου 12 βιβλία από τα οποία «Ο κόσμος της ύστερης Αρχαιότητας» (1971), «Η λατρεία των αγίων» (1982), «Σώμα και κοινωνία» (1988), «Δύναμη και πειθώ στην ύστερη Αρχαιότητα. Προς τη δημιουργία μιας Χριστιανικής Αυτοκρατορίας» (1992), και «Φτώχεια και ηγεσία στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» (2002), είναι τα πιο γνωστά.


Ενα καλοκαιριάτικο απόγευμα προ ημερών, σε ένα ξενοδοχείο κάτω από την Ακρόπολη, ο κ. Μπράουν μίλησε προς «Το Βήμα» για τους σκοτεινούς χρόνους και για τη μετάβαση του αρχαίου κόσμου από το δωδεκάθεο και τις πολυθεϊστικές θρησκείες στον χριστιανισμό. Με λίγα λόγια για το πώς γίναμε χριστιανοί. Το ίδιο βράδυ, μιλώντας από το βήμα της Γενναδείου η παλιά του μαθήτρια ακαδημαϊκός Αγγελική Λαΐου είπε χαρακτηριστικά πως για τους φοιτητές του οι σπουδές τους χωρίζονται στην προ και μετά Μπράουν εποχή, ενώ με την ίδια συγκίνηση τον καλωσόρισε και η διευθύντρια της Βιβλιοθήκης κυρία Μαρία Γεωργοπούλου, και αυτή μαθήτριά του.


Η κουβέντα εντοπίστηκε σε μια περίοδο κατά την οποία, όπως λέει ο καθηγητής Μπράουν «το παρελθόν δεν είχε ανακηρυχθεί ακόμη ως παρελθόν, αλλά συνυπήρχε με το παρόν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, στη Βυζαντινή αλλά και στη Μεταβυζαντινή περίοδο, το παρελθόν παραμένει πάντοτε παρόν και συνεχίζει να υπάρχει ως ιστορική παράδοση εκείνου του κόσμου. Το θέμα για εμάς είναι να καταφέρει κανείς να δει αυτό το παρελθόν, και να το δει όχι ακινητοποιημένο σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, αλλά να μπορέσει να διακρίνει ποιες συνθήκες το οδήγησαν ως εδώ. Κι αυτό είναι μια θεώρηση που απλώνεται όχι μόνο στον χρόνο, αλλά και στον χώρο, όχι μόνο χρονικά αλλά και γεωγραφικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άποψης είναι η ελληνική Διασπορά εκείνης της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στην Αίγυπτο».


Μίλησε όμως ακόμη ο κ. Μπράουν και για τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους ιστορικούς και στους κλασικούς αρχαιολόγους και είπε πως η αρχαιολογία, ιδίως η κλασική αρχαιολογία, έχει την τάση να αγνοεί τη ζωντανή παράδοση καθώς ενδιαφέρεται μόνο για το εύρημα και το αντικείμενο. Αντίθετα, ένας ιστορικός ενδιαφέρεται περισσότερο για τη «διαδρομή», για το πώς έφτασε να γίνονται και να διαμορφώνονται οι καταστάσεις. Η διαφορά δηλαδή βρίσκεται ανάμεσα στο «τι» και στο «πώς».


* Από τη Δύση στην Ανατολή


«Η ύστερη Αρχαιότητα και ο πρώιμος Μεσαίωνας» συνέχισε ο καθηγητής Μπράουν «είναι μια συναρπαστική περίοδος και κατά κάποιον τρόπο έχουμε να κάνουμε με μια από τις μεγάλες στιγμές «παγκοσμιοποίησης» στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Μάλιστα η ελληνική Διασπορά στην Ανατολή και στην Αίγυπτο είναι ένα καλό παράδειγμα για αυτό που εννοώ. Εγώ, μεγάλωσα σε μια αγγλο-αιγυπτιακή χώρα που εκείνη την εποχή ήταν το Σουδάν και θυμάμαι πως το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν ένα πάνινο αρκουδάκι πάντα, που ο πατέρας μου είχε αγοράσει σε ένα ελληνικό μαγαζί στο Χαρτούμ. Τα πάντα ήταν πολύ της μόδας στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και ήμουνα πολύ περήφανος για το παιχνίδι μου. Θυμάμαι ακόμη πως το 1957 στη Ρόδο, σε ένα άλλο μαγαζάκι, βρήκα τον ανιψιό εκείνου που είχε πουλήσει στον πατέρα μου το πάντα στο Χαρτούμ. Η ελληνική Διασπορά ήταν σε… πλήρη άνθηση ακόμη τότε και τους Ελληνες τους εύρισκες παντού».


Ο Πίτερ Μπράουν μιλάει αργά, χαμηλόφωνα και με έντονη οξφορδιανή προφορά και όταν τελειώνει τη φράση του ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του, ενώ ζαρώνει τα μάτια του περιμένοντας να δει την αντίδραση του συνομιλητή του. Τι συνέβη όμως και εγκατέλειψε τους Γότθους του Μεσαίωνα για να στραφεί στους πρώτους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής; Με άλλα λόγια, πώς από τη Δύση βρέθηκε στην Ανατολή; Και τι ήταν αυτό που τον έκανε να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη περίοδο της Ιστορίας που οι ιστορικοί ονομάζουν «σκοτεινούς χρόνους»; Ηταν περιέργεια ή κάτι που συνέβη στη διαδρομή;


«Νομίζω πως ήταν περιέργεια, αλλά… έπαιξε ρόλο και το πέρασμα του χρόνου». Ο καθηγητής Brown δεν ξεχνάει πως όσο κι αν έζησε στο εξωτερικό, είναι Ιρλανδός. Και στην Ιρλανδία η θρησκεία, είτε είναι για καλό είτε για κακό, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Προτεστάντης ο ίδιος, διέκρινε από νωρίς πόση σημασία έχει η θρησκεία στη ζωή. Η θρησκεία δεν είναι κάτι που μπορείς να παραβλέψεις ή να απορρίψεις όπως τους μύθους ή τις προλήψεις, και γι’ αυτό ο καθηγητής Μπράουν ενδιαφέρθηκε από νωρίς για τους θρησκευτικούς πολέμους, για τους αγώνες δηλαδή της πίστης. Και εξηγεί: «Ηταν πολύ φυσικό να τραβήξει το ενδιαφέρον μου η εποχή που διαλύεται η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα ο χριστιανισμός από μικρή μειονότητα άρχισε να εξελίσσεται σε μια πολύ καλά οργανωμένη Εκκλησία με σημαντικό ρόλο στην κοινωνία εκείνων των χρόνων. Εμένα δεν με ενδιέφεραν οι ιδέες της Εκκλησίας μας, αλλά η διεργασία που γινόταν και ο αντίκτυπος που είχαν αυτές οι ιδέες στον κόσμο».


* Η εμφάνιση του Ισλάμ


Τρεις αιώνες χωρίζουν την ίδρυση του Βυζαντίου από την εμφάνιση του Ισλάμ. Πώς αντέδρασαν οι χριστιανοί στη νέα θρησκεία; Τι είδους σχέσεις αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους δύο αυτούς τόσο διαφορετικούς κόσμους;


«Αυτό είναι μια περίπλοκη ιστορία» λέει ο κ. Μπράουν «και τα σύγχρονα στερεότυπα, τόσο τα χριστιανικά όσο και τα μουσουλμανικά συχνά ανατρέπονται. Ο σύγχρονος ιερός πόλεμος, η τζιχάντ, δεν έχει καμία σχέση με τους στρατιωτικούς κανόνες του Ισλάμ εκείνης της πρώιμης περιόδου. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πως ακόμη και ο αραβικός στρατός του 7ου αιώνα μοιάζει πολύ με τον βυζαντινό στρατό». Για τον καθηγητή Μπράουν, ο χριστιανισμός εκείνων των χρόνων είναι συναρπαστικός και παρά τις δυσκολίες η έρευνα φέρνει συνεχώς νέες αποκαλύψεις. Για να γίνει όμως αυτό οι μελετητές πρέπει να ξέρουν τις ανατολικές γλώσσες και όχι μόνο ελληνικά αλλά και συριακά, αρμενικά, αιγυπτιακά κτλ. «Πρέπει να θυμόμαστε» λέει ο κ. Μπράουν «πως ο ελληνικός χριστιανισμός ήταν μόνο το 50% του συνόλου των χριστιανών εκείνης της εποχής και το λέμε αυτό χωρίς να ξεχνάμε την προσφορά και την επιρροή των ελλήνων φιλοσόφων οι οποίοι δίδαξαν τόσο τους χριστιανούς όσο και τους μουσουλμάνους. Στα πρώτα βήματα του ισλαμισμού τον 7ο αιώνα, η μουσουλμανική κοινωνία ήταν μια πολύ ανοιχτή κοινωνία και οι δημόσιες συζητήσεις, αυτό που σήμερα λέμε debates, γίνονταν ελεύθερα. Ο κόσμος μιλούσε ανοιχτά και υπήρχε διάλογος. Αλλωστε στο ξεκίνημα του Ισλάμ, τον 7ο και τον 8ο αιώνα, και οι δύο θρησκείες είχαν λίγο ή πολύ τις ίδιες απορίες και τα ίδια θεολογικά επιχειρήματα».


Και ο κ. Μπράουν εξηγεί πως δεν ήταν μόνο οι Ελληνες. Η έρευνα τα τελευταία χρόνια μας δείχνει πως οι αραβικοί πληθυσμοί στο ξεκίνημα του Ισλάμ ήταν δίγλωσσοι και οι Ελληνες επέζησαν κάτω από αραβική κυριαρχία για πολλούς περισσότερους αιώνες από όσους νομίζαμε. Οπως επίσης πρέπει να θυμόμαστε πως δεν ήταν μόνο τα ελληνικά κείμενα που μεταφράζονταν στα αραβικά, αλλά και τα αραβικά στα ελληνικά. «Εκείνα τα χρόνια υπήρχε ένα συνεχές πάρε-δώσε ανάμεσα στους λαούς» λέει ο συνομιλητής μας και στα λόγια του υπάρχει κάποια νοσταλγία.