Στην αυγή του 21ου αιώνα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι ανισότητες στην κατοχή του πλούτου και στην πρόσβαση των ευκαιριών διευρύνονται. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα εφαρμόζεται μια σκληρή πολιτική αναδιανομής που μεταφέρει τα βάρη στους μισθωτούς και στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Μια πολιτική που υπονομεύει το κοινωνικό κράτος και μειώνει τις δαπάνες για την παιδεία, την ασφάλιση, την πρόνοια, την υγεία. Κρίσιμα συμπεράσματα για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας απορρέουν από την ανάλυση των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας για το εργατικό δυναμικό και την ανεργία.


Οι άνεργοι στη χώρα μας, το πρώτο τρίμηνο του 2007, ανέρχονται σε 445.650. Το ποσοστό των μακροχρονίων ανέργων ανέρχεται σε 49% του συνόλου. Το ποσοστό των νέων ανέργων ανέρχεται σε 33,2%. Το ποσοστό της ανεργίας των γυναικών (13,9%) εξακολουθεί να είναι υπερδιπλάσιο των ανδρών (5,7%). Από την ηλικιακή διάρθρωση της ανεργίας προκύπτει ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους, το οποίο ανέρχεται σε 18,2%, ενώ στις νέες γυναίκες αγγίζει το 24,8%.


Ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στους αποφοίτους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (11,5%) και σε όσους έχουν απολυτήριο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (10,2%).


Απόρροια αυτών των στοιχείων είναι το γεγονός ότι μια νέα μάστιγα αποδημίας φαίνεται να πλήττει και πάλι τον τόπο μας θυμίζοντας τις παλιότερες δεκαετίες του ’50 και του ’60. Δεν είναι όμως σήμερα οι ανειδίκευτοι gastarbeiter που εγκαταλείπουν τη χώρα για να ζήσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους. Είναι ένα καινούργιο επιστημονικό και επαρκώς καταρτισμένο προλεταριάτο που, αφού έχασε την εφηβεία του κυνηγώντας το όνειρο της επιτυχίας στις πανελλαδικές εξετάσεις υπερχρεώνοντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό, οδηγείται αναγκαστικά σε αναζήτηση δουλειάς στο εξωτερικό, γιατί η χώρα μας αδυνατεί να το απορροφήσει και να του προσφέρει στοιχειωδώς αξιοπρεπείς όρους εργασίας.


Την ίδια στιγμή κάποιοι συνάδελφο αυτών των νέων ανθρώπων που επιλέγουν να μείνουν στον τόπο τους ή δεν μπορούν να φύγουν, συγκροτούν τη «γενιά των 700 ευρώ», αδυνατώντας να καλύψουν με αξιοπρέπεια τις καθημερινές ανάγκες διαβίωσής τους.


Η Ελλάδα λοιπόν «διώχνει» τα παιδιά της ή τα «πνίγει» αποστερούμενη η ίδια ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλαιο, που είναι ίσως η σημαντικότερη δύναμή της στο στοίχημα του μέλλοντος.


Είναι βέβαιο ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι νέοι επιστήμονες που εγκαταλείπουν μαζικά σήμερα τη χώρα δεν θα επιστρέψουν, αλλά θα σταδιοδρομήσουν και θα προσφέρουν τη γνώση τους κατ’ αρχήν σε μια από τις 24 εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση που θα τους αφομοιώσει και θα τους αξιοποιήσει.


Πόσο μέλλον μπορεί να έχει η χώρα με αυτή την αφαίμαξη του ανθρώπινου δυναμικού της, ή με την καθήλωση όσων παραμένουν, χωρίς προοπτική προκοπής και εξέλιξης;


Η χώρα χρειάζεται τομές που θα σαρώσουν τις αγκυλώσεις και τα κατεστημένα του χθες, αλλά και τη νέα εφιαλτική πραγματικότητα που διαγράφεται. Για να σταματήσει η αναγκαστική αυτή αποδημία, που είναι δηλωτική της υπανάπτυξης μιας χώρας, η Ελλάδα έχει ανάγκη από ανάπτυξη που απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις, κάνει άλματα προς την οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας, συνδέει τους νέους ανερχόμενους κλάδους με τους παραδοσιακούς, εξασφαλίζει σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της οικονομίας, οδηγεί στη σύγκλιση των περιφερειών και στη μείωση των ανισοτήτων. Χρειαζόμαστε δημόσιες επενδύσεις για ισχυρή ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Το κράτος οφείλει να έχει ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια ανάπτυξης της χώρας μας τόσο στο αναπτυξιακό όσο και στο ελεγκτικό πεδίο.


Μια δυναμική οικονομία που παράγει, καινοτομεί και δημιουργεί πλούτο που μπορεί να αναδιανεμηθεί. Χρειάζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε ανάπτυξη που στηρίζεται στις επενδύσεις και όχι στον υπερδανεισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις είναι προϋπόθεση για την αναβάθμιση της υποδομής και της παραγωγικής βάσης της χώρας, για τη βελτίωση των εισοδημάτων και της ποιότητας ζωής των ελλήνων πολιτών. Το πρότυπο ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να στηρίζεται στη φθηνή εργασία που, με άλλοθι την ανταγωνιστικότητα, καθιστά κάποιους ακόμη πλουσιότερους τινάζοντας στον αέρα την κοινωνική συνοχή.


Απαιτούνται φορολογικά αλλά και συνδυασμένα κίνητρα για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, και αποτελεσματικά μέτρα που θα σηματοδοτούν την πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση της παραοικονομίας και τη φορολόγηση τόσο των περιουσιακών στοιχείων των εξωχώριων εταιρειών όσο και της υπεραξίας που παράγεται από κερδοσκοπικά χρηματιστηριακά παιχνίδια.


Η σημερινή Ελλάδα που μικραίνει και φτωχαίνει καθημερινά, που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχει λύση, υπάρχει ελπίδα και οι εκλογές είναι βέβαιο ότι θα δώσουν το πράσινο φως για αλλαγή πορείας.


Η κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ της Β΄ Αθηνών.