Καταστροφική αποδεικνύεται για τη ΛΑΡΚΟ η έμπνευση που είχε η προηγούμενη διοίκηση υπό τον κ. Κ. Θανάσουλα να προχωρήσει σε προπώληση της παραγωγής νικελίου για το 2006, το 2007 και το 2008. Οπως έχει αποκαλύψει «Το Βήμα», το 2006 η ΛΑΡΚΟ είχε χάσει 74 εκατ. δολάρια λόγω προπώλησης της παραγωγής της. Οι τιμές των εμπορευμάτων εκείνη τη χρονιά ανέβαιναν σημαντικά και η τιμή του νικελίου είχε φτάσει το ιστορικό ρεκόρ των 49.500 δολαρίων ανά τόνο. Η υπόθεση είχε καταγγελθεί στην προηγούμενη Βουλή από 40 βουλευτές του ΠαΣοΚ ως «μέγα σκάνδαλο», ενώ πακτωλό επερωτήσεων για το θέμα είχε καταθέσει και ο τότε βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Δ. Πιπεργιάς. Τελικά με τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου το θέμα φάνηκε να ξεχνιέται, ενώ μάλλον αθόρυβα τον Φεβρουάριο εφέτος η διοίκηση Θανάσουλα- Τσίπρα αντικαταστάθηκε. Σήμερα «Το Βήμα» αποκαλύπτει ότι και το 2007 οι απώλειες εσόδων συνεχίστηκαν από την κίνηση αυτή, αφού η εταιρεία έχασε περίπου 70 εκατ. δολάρια όλη τη χρονιά. Η πρόβλεψη για μέση τιμή νικελίου το 2008 είναι 27.616 δολάρια τον τόνο, ενώ το 2009 θα πέσει στα 18.866 δολάρια.

Ησυμφωνία του 2005 για την προπώληση της παραγωγής της ΛΑΡΚΟ προέβλεπε τιμές νικελίου από 15.000 ως 30.000 δολάρια τον τόνο, ενώ το 2006 η τιμή είχε πλησιάσει τις 50.000 δολάρια τον τόνο και το 2007 ήταν έτσι κι αλλιώς πάνω από 30.000 δολάρια.

Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι επί τρία χρόνια που οι τιμές του νικελίου βρίσκονταν στα ύψη λόγω ανοδικού κύκλου η ΛΑΡΚΟ είχε προπωλήσει την παραγωγή της πολύ φθηνά, ενώ αυτή η υποχρέωση ολοκληρώνεται στο τέλος του 2008, οπότε, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις των διεθνών αναλυτών, η τιμή του νικελίου θα μειωθεί σημαντικά. Με άλλα λόγια, η εταιρεία αγοράζει ακριβά και πουλάει φθηνά προφανώς για να… μην έχει μεγάλα κέρδη.

Παρ΄ όλα αυτά και λόγω της ευμενούς διεθνούς συγκυρίας, η εταιρεία παραμένει στην κερδοφορία. Ποια κερδοφορία όμως; Το 2007 είχε κέρδη προ φόρων 23,1 εκατ. ευρώ, δηλαδή λιγότερα από το 2006, οπότε είχε φθάσει τα 30,1 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή όμως ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης αυξήθηκε θεαματικά κατά 60% και έφθασε τα 550 εκατ. ευρώ από 343 εκατ. ευρώ που ήταν το 2006. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, όταν μια εταιρεία έχει αύξηση τζίρου 60% και μείωση κερδών 22%, πόσα κέρδη θα επιτύγχανε αν δεν είχε μεσολαβήσει η καταστροφική προπώληση.

Υπολογίζεται ότι συνολικά τα τελευταία δύο χρόνια μέσω αυτής της πρακτικής προπωλήθηκαν 18.000 τόνοι νικελίου σε τιμές χαμηλότερες από 4.000 ως 5.000 δολάρια για κάθε τόνο από τις τιμές που μπορούσαν να «πιάσουν» αν ακολουθούνταν η πορεία της αγοράς και η ανοδική τάση των διεθνών τιμών του νικελίου. Η μεγάλη ζημιά για τη ΛΑΡΚΟ οδήγησε και στην απομάκρυνση της διοίκησης πριν από περίπου τέσσερις μήνες. Νέος πρόεδρος ανέλαβε ο κ. Θ.Σκρέτας, πρώην βουλευτής Μαγνησίας, ενώ διευθύνων σύμβουλος ο κ. Απ. Τσουκαλάς.

Οι σχέσεις με την ΤΚΝ
Από τις σχέσεις της με έναν μόνο πελάτη, την ΤΚΝ, η ΛΑΡΚΟ υπολογίζεται ότι έχασε 27 εκατ. δολάρια μέσα στο 2007 πουλώντας το νικέλιο σε τιμές χαμηλότερες από τις τρέχουσες. Μάλιστα στις πωλήσεις της ΛΑΡΚΟ προς τη συγκεκριμένη εταιρεία είχαμε και ένα φαινομενικά παράδοξο: η φόρτωση του Ιανουαρίου έγινε με τιμή νικελίου του ίδιου μήνα, δηλαδή του Ιανουαρίου, ενώ το συμβόλαιο προβλέπει ότι πρέπει να γίνεται με τιμή του προηγούμενου μήνα. Δηλαδή, έπρεπε να τιμολογηθεί με τιμές Δεκεμβρίου.

Εν συνεχεία η φόρτωση και τιμολόγηση του Φεβρουαρίου ακυρώθηκε, ενώ η φόρτωση του Μαρτίου έγινε με τιμή Φεβρουαρίου, όπως προβλέπεται από το συμβόλαιο. Το θέμα είναι γιατί ακυρώθηκε η παράδοση του Φεβρουαρίου, ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι και μόνο από αυτό το τρίμηνο ήταν σημαντική η απώλεια εσόδων.

Και όλα αυτά όταν η τιμή του νικελίου το 2007 έναντι του 2006 αυξήθηκε σε δολάρια κατά 56%, ενώ την ίδια περίοδο το δολάριο υποχώρησε έναντι του ευρώ κατά 9,2%. Συνεπώς θα έπρεπε να υπάρχει ένα όφελος της επιχείρησης από τις πωλήσεις που να πλησιάζει το 47%.

Παρά τους τριγμούς, πάντως, η ΛΑΡΚΟ εξακολουθεί να έχει φιλοδοξίες για τις αγορές της Τουρκίας, της Βραζιλίας και της Αλβανίας, ενώ στελέχη της έφθασαν ως και την… εξωτική Κούβα με πρόθεση να συνεργαστούν με την κρατική Caribbean Νickel.

Παράλληλα ιδρύθηκε η θυγατρική εταιρεία Λαρκοδομή για να εκμεταλλευθεί τη σκουριά και τα υπόλοιπα αδρανή υλικά των μεταλλείων, ενώ μια άλλη θυγατρική, η ΛΑΡΚΟ Ενεργειακή, ετοιμάζεται να εγκαταστήσει στην Κεντρική Εύβοια αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα.

Η ΛΑΡΚΟ συνεχίζει αλλά χωρίς επιτυχία την προσπάθεια για παραγωγή νικελίου με τη λεγόμενη υδρομεταλλουργική μέθοδο που, αν επιτύχει, θα μειώσει σημαντικά το κόστος παραγωγής της. Το συγκεκριμένο σχέδιο πάντως χρονίζει εδώ και περίπου οκτώ χρόνια, ενώ οι ελπίδες επιτυχίας του εδράζονται στη συνεργασία με την κυπριακή Ηellenic Copper Μines.

Η ιστορία της εταιρείας
«Η Ελλάδα δεν χρειάζεται πετρελαιοπηγές, έχει κάτι καλύτερο, το νικέλιο» συνήθιζε να λέει ο μακαρίτης Μποδοσάκης όταν αναφερόταν στην πάλαι ποτέ «ναυαρχίδα» του ομίλου του, τη ΛΑΡΚΟ, της οποίας ήταν ιδρυτής. Η αλήθεια είναι ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα η ΛΑΡΚΟ και το νικέλιο τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 εθεωρούντο από τους «πυλώνες» της ελληνικής βιομηχανίας.

Τα μεταλλεία της Λάρυμνας άλλωστε ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, αλλά η σύγχρονη εκμετάλλευσή τους ξεκίνησε μόλις το 1901 από τον Αντώνιο Σταματιάδη.

Στη διάρκεια της Κατοχής Γερμανοί και Ιταλοί είχαν εκπονήσει μελέτες για το νικέλιο σχεδιάζοντας να το εκμεταλλευθούν για στρατιωτικούς σκοπούς αλλά ευτυχώς δεν πρόλαβαν.

Το 1952, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, η εταιρεία του Πρόδρομου Μποδοσάκη Αθανασιάδη ΑΕΕ Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων έπειτα από διαγωνισμό αποκτά το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων νικελίου της περιοχής. Ξεκινά τη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας νικελίου με παραγγελίες από τη γερμανική Κrupp, οι οποίες καθυστέρησαν σημαντικά, γεγονός που σηματοδότησε και σημαντικό καβγά του Μποδοσάκη με τον Αλφρεντ Κρουπ.

Λόγω της καθυστέρησης η εταιρεία ΛΑΡΚΟ ιδρύθηκε και λειτούργησε το 1961, ενώ το εργοστάσιο λειτούργησε μόλις το 1966.

Το 1970-72 και το 1976-77 η εταιρεία υλοποιεί δύο σημαντικά επενδυτικά προγράμματα με περιστροφικές καμίνους και μεταφορικές ταινίες. Μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, το 1979, η εταιρεία δεν αντέχει στην πρώτη περιοδική κρίση των τιμών νικελίου και γίνεται προβληματική. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, με τη ΛΑΡΚΟ στους «κόλπους» του ΟΑΕ, έγινε πολλή συζήτηση, εκπονήθηκαν πλήθος μελέτες και χύθηκε πολύ μελάνι για μια μεγάλη επένδυση γύρω από τη ΛΑΡΚΟ που τελικά δεν έγινε ποτέ: πρόκειται για τη μονάδα ανοξείδωτου χάλυβα, η οποία σχεδιάστηκε, συζητήθηκε, ξανασυζητήθηκε αλλά τελικά δεν υλοποιήθηκε, είτε λόγω πολιτικής αβελτηρίας είτε επειδή κάποιοι φοβήθηκαν το υψηλό κόστος της επένδυσης. Τη δεκαετία του ΄80 μιλούσαν για 300 εκατ. δολάρια, ποσόν ιλιγγιώδες για την εποχή.

Αν όμως είχε γίνει τότε η επένδυση, η ΛΑΡΚΟ δεν θα επηρεαζόταν από την κυκλικότητα στις τιμές νικελίου, αφού σε περιόδους ανόδου των τιμών θα πωλούσε υψηλά και σε περιόδους καθόδου θα συσσώρευε νικέλιο για λογαριασμό της μονάδας ανοξείδωτου χάλυβα. Ηταν μια χαμένη ευκαιρία που κόστισε ακριβά στα τέλη της δεκαετίας του ΄80.

Το 1989 εκκαθαρίζεται η παλιά ΛΑΡΚΟ και ιδρύεται η νέα ΛΑΡΚΟ με μετόχους την Εθνική Τράπεζα, τη ΔΕΗ και τον ΟΑΕ. Τις μετοχές του τελευταίου «κληρονομεί» το κράτος μετά τη διάλυσή του.

Την περίοδο 2000-2001 υλοποιείται το επενδυτικό πρόγραμμα 20 εκατ. ευρώ που αφορούσε την ανακατασκευή και τον εκσυγχρονισμό βασικών μεταλλουργικών μονάδων παραγωγής, με αποτέλεσμα η εταιρεία να επανέλθει στην κερδοφορία εκμεταλλευόμενη την κυκλική ανοδική πορεία των τιμών νικελίου. Τα σημερινά κέρδη της ΛΑΡΚΟ, που ουσιαστικά… προεξοφλήθηκαν σε χαμηλή τιμή, προήλθαν από την περίοδο 2000-2001, οπότε υλοποιήθηκε το επενδυτικό πρόγραμμα.

Τον Ιούλιο του 2006 έγινε προσπάθεια χωρίς πολλή δημοσιότητα να «μεταβιβαστεί» η ΛΑΡΚΟ, αφού αποτιμήθηκε τότε το 70% του μετοχικού της κεφαλαίου σε 115 εκατ. ευρώ μόλις. Οι αντιδράσεις πάντως και οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων απέτρεψαν το εγχείρημα.