Η ειμαρμένη που οδηγούσε τον μακαρίτη Ευάγγελο Παπαδόπουλο, πατέρα της Ιωάννας και ιδρυτή της εταιρείας, πάντοτε ενώπιον των Γάλλων, δεν είναι χθεσινή αλλά έχει ηλικία 85 ετών: Σεπτέμβριος του 1922. Δεν ήταν ο καλύτερος μήνας αλλά κυρίως δεν ήταν η καλύτερη χρονιά για την Ελλάδα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή χιλιάδες Ελληνες άρχισαν να φεύγουν και από άλλες περιοχές της Τουρκίας, κυρίως από την Κωνσταντινούπολη και να γυρίζουν στην Ελλάδα, φοβούμενοι διώξεις και αντίποινα.


Μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Ευάγγελου Παπαδόπουλου με τη μητέρα και τα αδέλφια του, από τις φτωχές αλλά νοικοκυρεμένες οικογένειες της Πόλης, με παράδοση στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.


Η μητέρα του Ευάγγελου Παπαδόπουλου ήταν αυτή που το 1916 στον Πέραν της Πόλης έφτιαξε τα πρώτα «γαλλικά» μπισκότα ανοίγοντας μόνη της το φύλλο. Τα παιδιά της, ο Νίκος και ο Ευάγγελος κυρίως, πουλούσαν τα μπισκότα, τα οποία έφεραν μια απλή ξύλινη σφραγίδα με το όνομα της οικογενείας, στους Κωνσταντινουπολίτες για να συμπληρώσουν το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.


Η Ιωάννα, μητέρα του Ευάγγελου, διδάχτηκε την τέχνη από γάλλους ζαχαροπλάστες οι οποίοι είχαν περάσει από τη Βασιλεύουσα τα χρόνια της μεγάλης ακμής, δηλαδή στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα όταν η Πόλη ήταν η μεγάλη «πύλη» προς την Ανατολή τόσο για τους Γάλλους όσο και για τους Αγγλους οι οποίοι ήθελαν να φτάσουν στα βάθη της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλωστε, λίγο πριν από τον μεγάλο ξεριζωμό, η Πόλη διέθετε πολυτέλειες που η παλαιά Ελλάδα δεν μπορούσε καν να τις φανταστεί: γαλλικά εστιατόρια με εκλεπτυσμένες γεύσεις, κινηματογράφους, μουσικά θέατρα, ζαχαροπλαστεία που σερβίριζαν πάστες σεράνο (είδος άγνωστο ακόμη στην Αθήνα) ακόμη και καμπαρέ εφάμιλλα αυτών των Παρισίων.


* Πρόσφυγες στον Πειραιά


Ηταν λοιπόν φυσικό ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος μόλις «έπιασε» Πειραιά με το προσφυγικό καράβι και την οικογένειά του να θελήσει έστω και για μια στιγμή να ζήσει την ψευδαίσθηση της χαμένης πατρίδας. Βγήκε στα εμπορικά καταστήματα του Πειραιά και ζήτησε να αγοράσει μπισκότα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Οι καταστηματάρχες τον κοίταξαν σαν να ερχόταν από άλλο πλανήτη, αφού τους ζητούσε ένα προϊόν που δεν είχαν και κάποιοι μάλιστα δεν το ήξεραν καν. Ενας από τους καταστηματάρχες τού απάντησε χαρακτηριστικά: «Αυτά που λες μόνο στην Ευρώπη τα βρίσκεις, γι’ αυτό πήγαινε εκεί αν θέλεις».


Δεν ήξερε βέβαια όταν του το έλεγε ότι ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος ήθελε πράγματι να κάνει ολιγοήμερη στάση στο Πειραιά, κατευθυνόμενος προς το λιμάνι της Μασσαλίας και από εκεί σχεδίαζε με τρένο να καταλήξει στο Παρίσι όπου και σκόπευε να εγκατασταθεί μόνιμα. Στη Μασσαλία είχε κάποιους μακρινούς συγγενείς, στη βοήθεια των οποίων βασιζόταν για τη «γαλλική» ζωή την οποία σχεδίαζε.


Οταν άκουσε ότι στην Αθήνα και στον Πειραιά του 1922 τα μπισκότα ήταν είδος άγνωστο, λειτούργησε μέσα του και το εμπορικό δαιμόνιο της οικογενείας αλλά και ο υποχρεωτικός καιροσκοπισμός της επιβίωσης, που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο χωρίς πατρίδα και σπίτι, κάθε πρόσφυγα, δηλαδή, όπως ήταν τότε εκείνος.


Σκέφτηκε να μείνει στην Ελλάδα και να κάνει βιοτεχνία μπισκότων, στην ταραγμένη χώρα του 1922 με το κίνημα του Νικολάου Πλαστήρα σε εξέλιξη, με τη «δίκη των 6» επί θύραις, με το αμφίβολο μέλλον μιας διχασμένης χώρας μπροστά στα μάτια του. Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε γίνει αν συνέχιζε ως το Παρίσι, μπορεί να μην είχε καταφέρει και τίποτε. Είναι οι αποφάσεις μιας στιγμής που σφραγίζουν τη μοίρα ενός αιώνα.


* Τα πρώτα μπισκότα στην Ελλάδα


Αρχισε, λοιπόν, να τα δημιουργεί σε έναν μεγάλο κάδο παραγωγής, στον Πειραιά. Μη φανταστείτε καμιά αξιοζήλευτη παραγωγή, ένα οικογενειακό μαγαζί ήταν όπου στο ένα δωμάτιο παρασκευάζονταν τα μπισκότα και στο διπλανό τα πουλούσε.


Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η οικογένεια Παπαδοπούλου αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα. Το δωμάτιο-εργαστηριάκι παρασκευής μπισκότων να μετατραπεί σε μικρή βιοτεχνική μονάδα, εκεί προς την Αθήνα, στο ύψος των Πετραλώνων, επί της οδού Θεσσαλονίκης. Τότε κυκλοφόρησαν και τα πρώτα εμπορικά σήματα με τις ονομασίες «Πτι-Μπερ» και «Μιράντα».


Μετά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και του Εμφυλίου στα μέσα της δεκαετίας του ’50, με την έντονη αστικοποίηση, ο Ελληνας αρχίζει σιγά σιγά να αναζητεί όχι φυσικά το παντεσπάνι του αλλά… το μπισκότο του. Οι παραγγελίες πληθαίνουν και ο επιχειρηματίας αποφασίζει να δημιουργήσει την πρώτη βιομηχανική μονάδα μπισκότων στην Ελλάδα. Το 1956 λειτουργεί το εργοστάσιο στην οδό Πέτρου Ράλλη, το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα, και η εταιρεία Ε. Ι. Παπαδόπουλος πάντα με αυστηρή οικογενειακή δομή αρχίζει την ανοδική πορεία της. Περίπου 15 χρόνια μετά τη λειτουργία του εργοστασίου τα μπισκότα Παπαδοπούλου εξελίσσονται και εμπορικά αφού το σήμα της εταιρείας είναι πλέον μια… κορόνα, η οποία όμως απεικονίζει τέσσερα παιδιά!


Η εταιρεία συνέχιζε να αναπτύσσεται και 10 χρόνια αργότερα ίδρυσε και δεύτερο εργοστάσιο στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου, επίσης το 1974 το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχτισε και λειτούργησε το πιο σύγχρονο εργοστάσιό της στα Οινόφυτα Βοιωτίας.


* Η νέα γενιά παίρνει τα ηνία


Ο Ευάγγελος απεβίωσε το 1993 και τα ηνία του ομίλου ανέλαβε η κόρη του Ιωάννα. Οι σωστές επιχειρηματικές προβλέψεις και οι επενδύσεις σε σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό κατέστησαν την εταιρεία κυρίαρχη στον τομέα του μπισκότου και μάλιστα με σημαντικές εξαγωγές. Ολες αυτές οι επιτυχίες δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλέσουν το ενδιαφέρον των ξένων και μάλιστα οι ξένοι αυτοί ήταν… Γάλλοι, του ομίλου της Danone. Είναι φανερό ότι το έχει η μοίρα της οικογενείας Παπαδοπούλου να βρίσκει τους Γάλλους και τη Γαλλία μπροστά της. Ο πρόεδρος του ομίλου Danone Φρανκ Ριμπού έχει εξαγοράσει την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης και ελέγχει περίπου το 60%. Η εταιρεία παρουσίασε αξιοζήλευτες επιδόσεις πέρυσι, ξεπερνώντας σε τζίρο τα 100 εκατ. ευρώ και σε κέρδη τα 14 εκατ. ευρώ. Μάλιστα το 1/3 του τζίρου της προήλθε από εξαγωγές. Είναι λογικό ο κ. Ριμπού να «ορέγεται» την εταιρεία από τη στιγμή που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών.


Το μάνατζμεντ όμως ασκείται από την Ιωάννα Παπαδοπούλου, πρωτότοκη κόρη του Ευάγγελου, η οποία δεν θέλει σε καμία περίπτωση να αφήσει την επιχείρηση στους Γάλλους. Ολοι αντιλαμβάνονται, αλλά ουδείς ομολογεί δημόσια, ότι μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων υπάρχει κάποιο εμπιστευτικό έγγραφο συμβόλαιο, μια σύμβαση μετόχων που διατηρεί την Ιωάννα Παπαδοπούλου στο τιμόνι της παραδοσιακής βιομηχανίας παρ’ όλο που κατέχει μόνο τη μειοψηφία των μετοχών. Μοιραία, αφού η εταιρεία δεν είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο ούτε και έκανε ποτέ σχετική αίτηση, η υπόθεση θα καταλήξει στα δικαστήρια (άγνωστο το αν θα είναι τα ελληνικά ή τα γαλλικά δικαστήρια, μάλλον τα δεύτερα) τα οποία θα αποφασίσουν για το ποιος θα ασκεί τη διοίκηση. Η απόφαση των δικαστηρίων θα εξαρτηθεί από την ακριβή διατύπωση των όρων στη σύμβαση μεταξύ Danone και Παπαδοπούλου, η οποία φυσικά δεν έχει δημοσιοποιηθεί και τη γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι. Αλλωστε η απόφαση της οικογενείας Παπαδοπούλου να μην εισαχθεί ποτέ η εταιρεία στο Χρηματιστήριο κατέδειξε και τη διάθεση απομονωτισμού της εταιρείας η οποία μαζί με τη σοκολατοβιομηχανία «Ιον» της οικογενείας Κωτσιοπούλου είναι ίσως οι μοναδικές αξιόλογες βιομηχανίες τροφίμων που δεν πέρασαν την πύλη της Σοφοκλέους. Να δούμε τελικά αν οι Γάλλοι της Danone θα μπορέσουν να διαβούν την πύλη της βιομηχανίας και να αναλάβουν το μάνατζμεντ, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούν ότι οι Κωνσταντινουπολίτες παρά τα όποια λάθη τους ήταν πάντοτε δύσκολοι αντίπαλοι.