To 2003 o Ντέιβιντ Πίις (Οσιτ, 1967), καθηγητής αγγλικών, συμπεριλήφθηκε από το περιοδικό «Granta» στους είκοσι καλύτερους νέους μυθιστοριογράφους της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αναπάντεχο για τον αναγνώστη που έχει διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του, όπου είναι ευδιάκριτη η αφηγηματική του ικανότητα, μα κυρίως το καθηλωτικό λογοτεχνικό του στυλ που θυμίζει εκείνο του Τζέιμς Ελρόι, του μεγαλύτερου ίσως σύγχρονου αμερικανού συγγραφέα. Το Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα παραπέμπει στον Δεκέμβριο του 1974, εποχή όπου ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) βάζει βόμβες, στους κινηματογράφους παίζεται ο Εξορκιστής, οι Μπιτλς και ο Τομ Τζόουνς βρίσκονται στο απόγειό τους και στο Γιορκσάιρ, την περιοχή όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας, δρα ο περίφημος Στραγγαλιστής, ο οποίος τον ενέπνευσε στο γράψιμο μιας τετραλογίας με τίτλο «The Red Riding Quartet». Πρωταγωνιστής και αφηγητής στο παρόν μυθιστόρημα είναι ο Εντουαρντ Ντάνφορντ, αστυνομικός συντάκτης στην εφημερίδα «Ιβνινγκ Ποστ» που περιμένει το πρώτο του πρωτοσέλιδο ως επώνυμου ρεπόρτερ. Αυτή τη χρονική στιγμή, σημαντική για την επαγγελματική του ζωή, αλλά και την οικογενειακή (πεθαίνει ο πατέρας του) και την αισθηματική (η ερωτική του σύντροφος και συνάδελφός του στην εφημερίδα, η Κάθριν, του ανακοινώνει ότι είναι έγκυος), εξαφανίζεται η δεκάχρονη Κλερ που βρίσκεται σύντομα νεκρή και βιασμένη. Αναλαμβάνοντας να γράψει για την υπόθεση που αναστατώνει την τοπική κοινωνία, ο Ντάνφορντ είναι υποχρεωμένος να κάνει έρευνα, να βγει στους δρόμους, να δει υπόπτους, να πλαγιάσει με πρόθυμες γυναίκες, να μιλήσει με σκληρούς αστυνομικούς, να ψάξει σε αρχεία του παρελθόντος, να συσχετίσει το έγκλημα με εξαφανίσεις και άλλων παιδιών που έγιναν παλαιότερα. Υστερα εξαφανίζεται ο Μπάρι, δημοσιογράφος επίσης, που αφήνει μια σακούλα με ντοκουμέντα και φωτογραφίες: ξέρει πολλά και αυτό τον καθιστά επικίνδυνο. Η συνέχεια είναι δραματική καθώς οι νεκροί πληθαίνουν και η πλοκή εμπλουτίζεται με μάρτυρες, αγνοουμένους, κατηγορουμένους, λίστες επίορκων αστυνομικών, ενώ ο ήρωας βιώνει μια κόλαση: μπράβοι και όργανα της τάξης τον βασανίζουν άγρια καίγοντας την παλάμη του με καύτρα τσιγάρου. Ωστόσο γλιτώνει· γλιτώνει και εκδικείται· γλιτώνει και τιμωρεί: είναι παραμονές των Χριστουγέννων του 1974.


Το μυθιστόρημα δεν μοιάζει με εκείνα τα ομοειδή, τα προερχόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες – έχουν εξαπλωθεί και στην Ευρώπη μολύνοντας την αστυνομική λογοτεχνία -, όπου η επίπεδη γραφή και οι προβλέψιμες λύσεις απογοητεύουν και εν τέλει κουράζουν τον αναγνώστη. Ο Ντέιβιντ Πίις, αποφεύγοντας να αντιγράψει τα πρότυπά του – τα μυθιστορήματα που προφανέστατα διάβασε για να αντλήσει ιδέες προτού καταπιαστεί με τα δικά του -, δημιουργεί έναν ξεχωριστό τρόπο γραφής που στηρίζεται σε μονολεκτικές προτάσεις, στον βομβαρδισμό από βωμολοχικές λέξεις, κυρίως παράγωγα του fuck, αλλά και στην ποιητική του διάθεση, στην ειρωνική αντιμετώπιση των σκληρών καταστάσεων, στον σαρκασμό του. Η βροχή που πέφτει συνεχώς, ζαλίζοντας και τρελαίνοντας, η περιπλάνηση του ήρωα σε μπαρ, παμπ και επαρχιακά μοτέλ, οι σκληροί άνθρωποι που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του, ο φόβος που είναι διάχυτος παντού, οι αόρατες απειλές, αλλά και το ροκ εν ρολ, η κάθαρση με την αρχαία ελληνική έννοια, όλα αυτά συνιστούν ένα αξιανάγνωστο νουάρ ανάγνωσμα.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.