Το μυθιστόρημα Ο βιβλιοθηκάριος του 61ετούς σήμερα Λάρυ Μπέινχαρτ κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2004, έτος προεδρικών εκλογών, όταν αναμετρήθηκαν ο Τζορτζ Μπους τζούνιορ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και ο Τζον Κέρι του Δημοκρατικού. Νικητής για δεύτερη φορά είχε αναδειχθεί τότε ο πρώτος, ως θριαμβευτής της εισβολής στο Ιράκ, ως θεματοφύλακας των αμερικανικών αξιών, μα κυρίως ως εγγυητής της ασφάλειας της χώρας. Κύριο μέλημα του συγγραφέα είναι να αναδείξει τις συμπεριφορές των υποψηφίων και να αποκαλύψει πως στο μεγαλύτερο δημοκρατικό κράτος του πλανήτη, τη μοναδική υπερδύναμη, υπάρχουν σκοτεινά κέντρα που παίρνουν τις βασικές αποφάσεις ερήμην του λαού. Επιπλέον, θέλει να κάνει γνωστό πως οι άνθρωποι που θέλουν να κυβερνήσουν τον κόσμο μηχανορραφούν, και μάλιστα στα φανερά. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύει στοιχεία από θρίλερ και από ταινίες δράσης, χρησιμοποιεί μαύρο χιούμορ και στο εν είδει εισαγωγής πρώτο κεφάλαιο μνημονεύει τον Μακιαβέλι, το Περλ Χάρμπορ και την Αλ Κάιντα, επιδιώκοντας σχετικούς συνειρμούς.


Ενας εβραίος βιβλιοθηκάριος


Κεντρικός ήρωας είναι ένας βιβλιοθηκάριος σε πανεπιστήμιο, ο Ντέηβιντ Γκόλντμπεργκ, που τυγχάνει εβραίος. Γιατί; Διότι, ως βιβλιοθηκάριος, είναι κάτοχος της γνώσης και συμβολικά «φύλακας της φλόγας». Ταυτόχρονα, ως εβραίος, μπορεί να ξεμπροστιάσει τους αντισημίτες της Δεξιάς, δηλαδή των Ρεπουμπλικανών, ανθρώπων που είναι υπέρ των όπλων, κατά των αμβλώσεων, υπέρ της απόκτησης χρημάτων με κάθε μέσον, κατά των περιβαλλοντικών κανονισμών, υπέρ της θανατικής ποινής, κατά της ψήφου των μαύρων. Ο Γκόλντμπεργκ προσλαμβάνεται από τον Αλαν Στόου, έναν ηλικιωμένο, εκκεντρικό Ρεπουμπλικανό δισεκατομμυριούχο, ο οποίος θέλει να αφήσει στις επερχόμενες γενεές μια βιβλιοθήκη με τα αρχεία και τα προσωπικά του έγγραφα. Ωστόσο στα έγγραφα αυτά είναι κρυμμένο ένα μυστικό που πρέπει να μείνει θαμμένο για πάντα. Ο Στόου είναι αναμεμειγμένος σε μια συνωμοσία που συνδέεται με τον πρόεδρο Σκοτ – τα πεπραγμένα του θυμίζουν τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο -, ο οποίος ενδιαφέρεται σφόδρα να επανεκλεγεί. Αντίπαλός του είναι μια γυναίκα, η Ανν Λιν Μέρφυ, μια γιατρός, πρώην νοσοκόμα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Για να προστατεύεται, μα και για να επιτύχει την επανεκλογή του, ο Σκοτ διαθέτει ένα επιτελείο από κακοποιούς, εκβιαστές, δολοφόνους (ένας εκ των οποίων διαθέτει συλλογή με τα αφτιά των θυμάτων του), τραμπούκους. Επικεφαλής τους είναι ο Τζακ Μόργκαν, πρώην στρατιωτικός, ήρωας του δεύτερου πολέμου του Κόλπου, που πιστεύει στις αξίες της οικογένειας, στη σημαία, στους πεζοναύτες, εκκλησιάζεται τακτικά και θεωρεί ότι είναι ταγμένος να σώσει την Αμερική από τις φεμινίστριες, τους ομοφυλόφιλους και τους αθεϊστές. Οταν ο Γκόλντμπεργκ, γνώστης των απόρρητων πληροφοριών του αρχείου, γίνεται ύποπτος ως κατάσκοπος των Δημοκρατικών, γίνεται στόχος δολοφονικής επίθεσης. Η απόπειρα όμως εναντίον του αποτυγχάνει, επειδή η ωραία σύζυγος του Μόργκαν, η Νιόβη, γοητευμένη από την προσωπικότητά του, τον βοηθά να ξεφύγει από τους διώκτες του, οι οποίοι φροντίζουν να μπει στη λίστα των καταζητουμένων ως… κτηνοβάτης.


Οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις


Οι Ρεπουμπλικανοί στο βιβλίο παριστάνονται με μαύρα χρώματα. Ο γερο-Στόου αγοράζει εκτάσεις για ένα κομμάτι ψωμί, λεηλατεί τη γη, συνεργάζεται με δικαστικούς, τους οποίους κρατάει στο χέρι εξαιτίας των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Είναι και χορηγός του προέδρου, αφού η χορηγία αποτελεί την καλύτερη επένδυση. Διαβάζουμε: «Η πολιτική είναι μία από τις κυριότερες επενδύσεις. Βάλε τους κατάλληλους ανθρώπους μέσα και θα σου αποδώσουν στο δεκαπλάσιο» (σελ. 29). Ο γερο-Στόου είναι και παραλυμένος: οργανώνει στο ιπποφορβείο του επιδείξεις πορνό με ζωντανό σεξ και θεατές τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του. Στο σόου δεν πρωταγωνιστούν άνθρωποι αλλά ζώα, άλογα και φοράδες. Ο πρόεδρος Σκοτ μεγάλωσε στα πούπουλα, δεν πήγε στο Βιετνάμ από δειλία, υπηρέτησε σε μονάδα εντός της χώρας χάρη στις γνωριμίες του και εξελέγη πρόεδρος με τα χρήματα των πλούσιων υποστηρικτών του. Παράλληλα υπερηφανεύεται για την ηθική του, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του που δεν ήταν «ενάρετος» (παραπομπή στον Μπιλ Κλίντον και στο σκάνδαλο Λεβίνσκι). Αυτή τη φορά όμως κινδυνεύει να ηττηθεί, η Μέρφυ κερδίζει τις εντυπώσεις από το τηλεοπτικό ντιμπέιτ μαζί του, αφού ξεσκεπάζει την υποκρισία του. Μάταια προβάλλει τη χριστιανική του πίστη, επικαλούμενος τον Ιησού Χριστό ως σωτήρα του, ως εκείνον που τον έκανε πρόεδρο, μάταια οι σύμβουλοί του επιχειρούν να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι δεν πρέπει να εμπιστευθούν μια γυναίκα, ότι σε μια καινούργια κρίση, όταν ο εχθρός χτυπήσει ξανά την Αμερική, η Μέρφυ δεν θα μπορεί να ηγηθεί μιας πανεθνικής εκστρατείας. Σε αυτή την περίπτωση ο Στόου και το επιτελείο των κακοποιών του Μόργκαν προετοιμάζονται να ανατρέψουν το αρνητικό για τους Ρεπουμπλικανούς εκλογικό αποτέλεσμα. Πώς; Δημιουργώντας μια τεχνητή κρίση, ένα νέο Περλ Χάρμπορ, διασπείροντας τη φήμη ότι τρομοκράτες σχεδιάζουν επίθεση αν εκλεγεί γυναίκα πρόεδρος.


Στους ώμους της μεσαίας τάξης


Ο Μπέινχαρτ θυμίζει όλα τα κακά της πρώτης προεδρικής θητείας του Μπους, αποδίδοντάς τα στον Σκοτ, ο οποίος «θα φαλιρίσει τη χώρα, ολοκληρωτικά» (σελ. 199). Σχολιάζει την περικοπή των φόρων για τους πλούσιους και τη μεταφορά τους στους ώμους της μεσαίας και της εργατικής τάξης, ενώ καταδικάζει το όραμα για μια μεγάλη αυτοκρατορία, τη μεγαλύτερη που είχε δει ποτέ ο άνθρωπος, «έναν κόσμο που θα κυβερνιόταν από επιχειρήσεις, κυρίως αμερικανικές, υποστηριζόμενες από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις».


Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, κι ενώ οι αντιπαραθέσεις γίνονται ανάμεσα τον Τζον Μακ Κέιν και στον Μπαράκ Ομπάμα, διαβάζοντας τον Βιβλιοθηκάριο μπορούμε να συγκρίνουμε το τότε με το τώρα. Τίποτε δεν φαίνεται να έχει αλλάξει στις ΗΠΑ, η μάχη δεν κρίνεται στα προγράμματα και στις ιδέες, αλλά στις εκατέρωθεν εκτοξεύσεις συνθημάτων που στοχεύουν κατευθείαν στο συναίσθημα των αδαών και ευμετάβλητων ψηφοφόρων.


Αντί του Μπους (του Σκοτ του μυθιστορήματος) έχουμε τον Μακ Κέιν και αντί της Μέρφυ τον Ομπάμα. Τα πυρά – και οι ανάλογες διαδόσεις – των Ρεπουμπλικανών δεν στρέφονται κατά μιας γυναίκας, αλλά κατά ενός μαύρου. Το αστείο είναι πως στην άλλη παράταξη βρίσκεται μια γυναίκα, η Σάρα Πέιλιν, υποψήφια αντιπρόεδρος, η οποία μάλιστα συμπεριφέρεται όπως ο Σκοτ, δηλαδή αποδίδει τον πόλεμο στο Ιράκ ή τις κλιματικές αλλαγές στο «θέλημα» του Θεού.


Ενα από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο αναγνώστης (να θυμίσουμε εδώ πως πρόκειται για μυθιστόρημα, με έρωτες, ζήλιες, πάθη, αδυναμίες, ρομαντισμούς, αυτοκτονίες, καθώς πολλές γυναίκες πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή, και όχι για δοκίμιο) είναι πως ο αγώνας για επικράτηση και κυριαρχία δεν διεξάγεται ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και κάποιον εξωτερικό εχθρό, τον κομμουνισμό ή το Ισλάμ, αλλά ανάμεσα στους Ρεπουμπλικανούς και στους Δημοκρατικούς, τη «συντήρηση» και την «πρόοδο».


Αυτοί, μας λέει ο Μπέινχαρτ, είναι που παλεύουν ανηλεώς, με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, με συμβατικά όπλα και βόμβες, με τη διαφήμιση και την παραπληροφόρηση, ώστε να κερδίσουν την εξουσία. Και με το χρήμα βέβαια: το χρήμα που συγκεντρώνουν από ποικίλες πηγές οι δύο υποψήφιοι καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το τελικό αποτέλεσμα. Από τους δύο αντιπάλους, τονίζει, οι πλέον αδίστακτοι, οι πλέον δημαγωγοί, οι πλέον ανήθικοι, παρά την ηθική χροιά των διακηρύξεών τους, άρα και οι πλέον επικίνδυνοι, είναι οι Ρεπουμπλικανοί.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.