H ιδέα για τη δημιουργία του Εθνικού, σήμερα, τότε Βασιλικού Κήπου στην καρδιά της Αθήνας ανήκε όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές στη βασίλισσα Αμαλία. Μία από τις πηγές είναι και η αλληλογραφία με τον πατέρα της Μέγα Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο που φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο της πόλης του Ολδενβούργου. Σε μία από τις επιστολές η Αμαλία αναφέρεται σε επίθεση που δέχθηκε από εφημερίδα της εποχής για τα χρήματα που δαπάνησε σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού για τη μεταφορά και μεταφύτευση φοινίκων από διάφορα σημεία της Ελλάδας (την Ιο, την οικία Καλλιγά κ.α.). Ο λόγος γινόταν τότε για 60 χιλιάδες δραχμές, ενώ η Αμαλία έγραφε στον πατέρα της ότι, μαζί με τα έξοδα μεταφοράς και φιλοδωρημάτων, το κόστος δεν ξεπερνούσε στην πραγματικότητα τις τρεις χιλιάδες.


H αλληλογραφία της Αμαλίας με τον πατέρα της, Μεγάλο Δούκα του Ολδενβούργου, διακόπτεται το 1853 με τον θάνατό του. Ετσι δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, τη δική της μαρτυρία για την περίεργη παραγγελία των 20 φοινίκων που εστάλησαν με πλοίο στον Πειραιά από τη Λιβύη χάρη στην… υπερβάλλουσα προθυμία του έλληνα προξένου στην Τρίπολη Γεωργίου Παπαθύμιου το έτος 1859 να ευχαριστήσει τη βασίλισσα Αμαλία.


Οπως φαίνεται από την αυστηρή επιστολή (ΑΠ100) Κριεζή, ο ερωτηθείς να προβεί σε έρευνα αγοράς φοινίκων στη χώρα αρμοδιότητός του έλληνας πρόξενος δεν περιορίστηκε σε ό,τι του ζητήθηκε, αλλά δανείστηκε 1.000 γαλλικά φράγκα από τη γαλλική πρεσβεία στη Λιβύη για να αγοράσει τους φοίνικες και να τους στείλει ως έκπληξη στην Αμαλία, προκαλώντας όμως την αγανάκτηση του αυλάρχη για την πρωτοβουλία του αυτή.


Εγραφε επί λέξει στην επιστολή του (31 Ιαν. 1859) ο Κριεζής:


Προς το Ελληνικόν Προξενείον:


«…Την 9η Οκτωβρίου π.έ. ήδη εζητήσαμεν από το Προξενείον τούτο πληροφορίας τινάς περί Φοινίκων. Αντί να λάβωμεν δε την οποίαν επεριμέναμεν ματαίως ταχείαν απάντησίν σας, εκοινοποίησεν εις ημάς δι’ ουκ μικράν μας απορίαν, η ενταύθα Γαλλική Πρεσβεία, ότι εδανείσθητε εις λογαριασμόν του Βασιλικού Αυλαρχείου από τον εκεί Πρόξενον της Γαλλίας 1.000 φράγκα επί τω λόγω ότι επιφορτίσθητε εκ μέρους του Αυλαρχείου την εκείθεν προμήθειαν είκοσι φοινίκων. Προσκαλείσθε όθεν να δώσητε άνευ αναβολής εις ημάς λόγον της λίαν αποδοκιμαστέου ταύτης πράξεώς σας, αναγγέλλοντες ημίν συνάμα το τι έγιναν τα εις υμάς δανεισθέντα ως ενταύθα ήδη πληρωθέντα χίλια φράγκα…».


H αιτία που καθυστέρησε η άφιξη των φοινίκων στον Πειραιά δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή. Οι καιρικές συνθήκες όμως ασφαλώς επηρέαζαν τις μεταφορές από το εξωτερικό, όπως και διεθνείς εμπλοκές, με καταστροφικές συχνά για τα φυτά συνέπειες. Χαρακτηριστική ήταν η τύχη «φορτίου γαστρών παντοίων φυτών α πλούσιος ομογενής εξ Αιγύπτου προσέφερε διά τον βασιλικόν κήπον» έγραφε στα Απομνημονεύματά του ο A. Ραγκαβής. Το πλοίο όμως που μετέφερε τα είδη «περιελήφθη εις το γενικόν μέτρον του αποκλεισμού του Πειραιώς (εννοεί τον αποκλεισμό από τον αγγλικό στόλο στη διάρκεια των Παρκερικών, το 1850) ώστε τα φυτά κατεστράφησαν».


Ο κήπος, που ονομάστηκε το 1927 από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου Εθνικός, είναι ίσως η μοναδική όαση πρασίνου στην καρδιά της σύγχρονης πόλης και ίσως δεν θα υπήρχε εάν δεν είχε την έμπνευση να προχωρήσει στη δημιουργία του η Αμαλία, που αφιέρωσε ώρες δουλειάς και έναν απίστευτο ενθουσιασμό προκαλώντας γι’ αυτό πολλές δωρεές από το εξωτερικό, όπως τα κιβώτια με σπόρους από την αυτοκράτειρα της Βραζιλίας, τον κήπο του Σουλτάνου και ενός πασά του Λιβάνου, τους σαράντα μικρούς φοίνικες από το Σουδάν, μία ακακία από την Ταϊτή και μία κλαίουσα από τον τάφο του Ναπολέοντα στη νήσο της Αγίας Ελένης. Πολλά φυτά είχαν επίσης μεταφερθεί από τα ελληνικά βουνά, ενώ φοίνικες φαίνεται πως σχεδίαζε να μεταφέρει η Αμαλία και από την Αίγυπτο. Συχνά μάλιστα ο Οθων αστειευόταν μαζί της για τις ιδέες της, που τις έβρισκε αρκετά εξεζητημένες για τα μέτρα της εποχής, ενώ για τη μεταφορά και μεταφύτευση των υψηλότερων από τα δέντρα χρειάστηκε να διαπλατυνθούν οι δρόμοι από τον Πειραιά στην Αθήνα και να επιστρατευθούν δεκάδες άνθρωποι. Πάντως, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε η Αμαλία για τις δαπάνες που προκάλεσε σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, η ιδέα της αυτή άρεσε στον αθηναϊκό λαό. (H συντήρηση του Βασιλικού Κήπου στοίχιζε κατά μέσον όρο 50 χιλιάδες δραχμές ετησίως, ποσό μεγάλο για την εποχή αν σκεφθεί κανείς ότι το μεροκάματο ήταν μόλις 2,5 δραχμές!)


Βασικό συνεργάτη της η Αμαλία είχε τον γεωπόνο Μπαρώ. «Ο πλάσας τον κήπον τούτον» κατά τον Ορφανίδη έφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να φτιάξει τους περίφημους κήπους του Ντολμά Μαξέ και τη θέση του πήρε ο Φρήντριχ Σμιτ, απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής του Πότσνταμ από το Ντεσσάου της Πρωσίας. Στο πλευρό του στις κηποτεχνικές εργασίες είχε τη διαρκή βοήθεια της βασίλισσας Αμαλίας, που σύμφωνα με χρονικογράφο της εποχής απεδείχθη «ως ο καλύτερος γεωπόνος, αντέχουσα επί ώρας εις τον καύσωνα του ηλίου και την δριμύτητα του ψύχους…».


H κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.