Το μπάσκετ δεν μαθαίνεται με… Linguaphone και μεθόδους άνευ διδασκάλου και λίγο ως πολύ όλοι έχουν ταλαιπωρήσει την… πορτοκαλί μπάλα. Ορισμένοι εξ αυτών μάλιστα σε εκρήξεις ειλικρίνειας παραδέχονται ότι, «όταν ο Θεός έβρεχε ταλέντο, εμείς κρατούσαμε ομπρέλα» (!) και άλλοι έχουν το θάρρος του αυτοσαρκασμού: ο κ. Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου δήλωσε κάποτε ότι «φυσικά και ήμουν πολύ καλός παίκτης, ειδικά στα τάκλιν και στα τζαρτζαρίσματα», ενώ ο κ. Μπόζινταρ Μάλκοβιτς αναγνώρισε ότι «η μεγαλύτερη προσφορά μου στο μπάσκετ δεν είναι τα τέσσερα Κύπελλα Πρωταθλητριών ούτε το μοντέλο της Γιουγκοπλάστικα. Το μπάσκετ θα πρέπει να με ευγνωμονεί επειδή κατάλαβα πολύ γρήγορα πόσο άθλιος παίκτης ήμουν και σταμάτησα. Αλλωστε η καριέρα μου από την αρχή ως το τέλος ήταν ένας… αναστεναγμός!». Ευτυχώς ή δυστυχώς, η ιστορία καταγράφει τη διαδρομή τους και όλα εδώ πληρώνονται!


Ζέλικο Ομπράντοβιτς – (Παναθηναϊκός)


Πανέξυπνος πλέι μέικερ, κυνηγούσε πάντοτε την ουσία και την αξιοποίηση των συμπαικτών του, αναγκαίο εργαλείο για κάθε προπονητή. Αρχισε την καριέρα του από την Μπόρατς Τσάτσακ (1978-84) και συνέχισε στην Παρτιζάν (1984-91), με την οποία αναδείχθηκε πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας το 1987, κυπελλούχος το 1989, νικητής του Κυπέλλου Κόρατς το 1989 και τρίτος στο Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1988. Με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1990 και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988. Φαινόταν από το παιχνίδι του ότι θα γίνει μεγάλος προπονητής και δικαίωσε τα προγνωστικά όταν ένα βράδυ (Μάιος 1991) κοιμήθηκε παίκτης τον οποίο περίμενε το επόμενο πρωινό ο κ. Ντούσαν Ιβκοβιτς στην προετοιμασία της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας και ξύπνησε προπονητής τον οποίο παρουσίασε μετά από λίγες ώρες στην Παρτιζάν ο κ. Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς.


Γιάννης Ιωαννίδης – (Ολυμπιακός)



Πέρασε τα 18 χρόνια της καριέρας του στον Αρη (1960-78) όπου έγραψε ιστορία για την πανουργία του. Μπορούσε να κρατήσει 40 δευτερόλεπτα την μπάλα και να βγει και από επάνω στους διαιτητές! Το «ξανθό σκυλί» (ή «ντόμπερμαν», όπως τον βάφτισε αργότερα ο κ. Γιωργής Μπουσβάρος) ήταν η μετεμψύχωση του μέντορά του κ. Ανέστη Πεταλίδη μέσα στο γήπεδο και μπορεί να μην κατέκτησε ούτε έναν τίτλο αλλά άφησε το έντονο στίγμα του. Διατεθειμένος να κάνει τα πάντα μέσα στο γήπεδο («ακόμη και να μαρκάρω τον Κόρατς»), αρκεί να νικήσει, είχε ένα περίεργο ως αστείο στυλ στο σουτ (με τα δύο χέρια) αλλά έπαιζε άμυνα του… σκοτωμού, βούταγε στο παρκέ για να σώσει μια μπαλιά, είχε μεγάλη καρδιά, σκόραρε με άνεση και έγινε ο«καπετάν ένας» του Αρη, ενώ αγωνίστηκε 17 φορές στην Εθνική ομάδα.


Ντούσαν Ιβκοβιτς – (ΑΕΚ)


Κλασικό παράδειγμα του κανόνα ότι οι μεγάλοι προπονητές ήταν παίκτες της σειράς. Ο «Ντούντα» παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές του στον τομέα της γεωλογίας έπαιξε για δέκα χρόνια (1958-68) στη Ραντνίτσκι Βελιγραδίου χωρίς περγαμηνές…


Ντράγκαν Σάκοτα – (Ηρακλής)


Η καριέρα του μέσα στα γήπεδα κράτησε όσο ένα τάιμ άουτ! Ενας πολύ σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την ενεργό δράση στην Παρτιζάν το 1972, σε ηλικία μόλις 20 χρόνων, για να αφοσιωθεί στην ΙΜΤ Βελιγραδίου, που έγινε το έργο ζωής του.


Αργύρης Πεδουλάκης – (Περιστέρι)


Ο χαρακτηρισμός «Γιατρός» που του έδωσε ο κ. Μιχάλης Κυρίτσης αποδίδει επακριβώς την ικανότητά του να θεραπεύει πάσα νόσο (!), παίζοντας από πλέι μέικερ ως «τεσσάρι», «δαγκώνοντας» στην άμυνα και σουτάροντας με ένα στυλ που άλλαζε κάθε έξι μήνες! Γέννημα θρέμμα του Περιστερίου, έπαιξε στον Παναθηναϊκό της απόλυτης παρακμής (1986-92) με πριμ μεταγραφής ένα Ford Escort, εκδιώχθηκε ως… σαμποτέρ μαζί με τον Καλαμπάκο από τον κ. Ζέλικο Παβλίσεβιτς και, ενώ ήδη είχε μυηθεί στην προπονητική (Αμιλλα Περιστερίου), επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να κλείσει την καριέρα του το 1996. Αγωνίστηκε 18 φορές στην Εθνική ανδρών.


Γιώργος Ζευγώλης – (Νήαρ Ηστ)


Τα πρωινά δούλευε στο ασφαλιστικό γραφείο του κ. Κώστα Πολίτη, τα βράδια ξενυχτούσε και κάπνιζε αρειμανίως και όποτε το θυμόταν έπαιζε μπάσκετ και τσακωνόταν με τους προπονητές του! Παρά τον… συβαριτισμό που διέκρινε τον βίο του, ο γκαρντ της Νήαρ Ηστ (1976-82, 1991-92) και του Σπόρτιγκ (1982-91) έκανε πολύ καλό όνομα χάρη στον φανατισμό, στις ηγετικές ικανότητες και στην… τρέλα του στην επίθεση. Οσο για την άμυνα, όπως είπε το 1989 ο αμίμητος Στηβ Γιατζόγλου, «αν βάλω τον Ζευγώλη να μαρκάρει τον τοίχο, ο τοίχος θα μου βάλει 30 πόντους»!


Νίκος Παύλου – (Ηράκλειο)


Τον έβλεπε ο κ. Φαίδων Ματθαίου μαζί με τον Στράτο Παπαδάκη να παίζουν… ξερή και να πηγαίνουν αργοπορημένοι στις προπονήσεις και φώναζε στους υπολοίπους: «Μη γίνετε σαν αυτούς, ρε… Τι θα κάνει ο Παύλου όταν σταματήσει να παίζει;» έλεγε τότε ο «πατριάρχης», αλλά ο ρολίστας και με αμυντικές ικανότητες γκαρντ (του Πρωτέα και του Πανιωνίου) τον διέψευσε στην προπονητική σταδιοδρομία του.


Αντρέα Ματζόν – (Πανιώνιος):


«Ούτε εγώ καλά καλά δεν θυμάμαι αν έπαιξα ποτέ μπάσκετ» παραδέχεται, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «έναν άθλιο παίκτη που για να βελτιώσει κάπως το σουτ του χρειάστηκε να γίνει προπονητής». Ο κ. Ματζόν πέρασε για ένα φεγγάρι από τα παιδικοεφηβικά της Μέστρε και στα 17 του χρόνια τα παράτησε.


Γιώργος Καλαφατάκης – (Δάφνη)


Μαχητής που τα έδινε όλα στην άμυνα και στα ριμπάουντ, χωρίς να παραμελεί το σκοράρισμα, ακόμη και στα τρία χρόνια που έπαιξε δίπλα στον Παναγιώτη Γιαννάκη, όταν μετακόμισε στον Ιωνικό Νικαίας (1981-1987). Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έκανε όνομα στα τοπικά πρωταθλήματα με τους Αμπελοκήπους, ενώ μετά τη θητεία του στην Α1 έπαιξε στη Δάφνη με την οποία αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Β’ Εθνικής και στον Απόλλωνα Αθηνών.


Σούλης Μαρκόπουλος – (Αρης)


Ενας… μικρός Σιγάλας. Τόσο στον Ολυμπο των 40 Εκκλησιών, όπου έπαιξε με προπονητή τον κ. Θεόδωρο Ροδόπουλο, όσο και στον Δημόκριτο (1968-78), με τον οποίο αγωνίστηκε και στην Α’ Εθνική, προτού αναλάβει την τεχνική ηγεσία του, ήταν μάστορας στις ειδικές αποστολές.


Μηνάς Γκέκος – (Εσπερος)


«Ο Μεξικάνος παίρνει το λάσο του και ό,τι πιάσει» αναφώνησε ο κ. Φαίδων Ματθαίου βλέποντας τον νεαρό πλέι μέικερ που είχε έλθει από την ITU της Κωνσταντινούπολης να δίνει τα ρέστα του στον αιφνιδιασμό. Ενας από τους καλύτερους γκαρντ και σκόρερ της τελευταίας εικοσαετίας, με σπουδαία καριέρα και πάνω από 400 συμμετοχές στην ΑΕΚ (1975-91 και 1994-95, Κύπελλο 1981) και στον Παναθηναϊκό (1991-94, Κύπελλο 1993), ενώ με την Εθνική ομάδα (55 συμμετοχές) κατέκτησε χρυσά μετάλλια στους Βαλκανικούς και στους Μεσογειακούς του 1979. Και κάτι ακόμη: με μεγάλη ιστορία στη… νύχτα ­ άλλωστε «σκόρπαγα όλα τα λεφτά μου σαν μεθυσμένος ναύτης»!


Κίμων Κοκορόγιαννης – (Σπόρτιγκ)


Ενα ντελικάτο «ελάκι» (τριάρι) που έπαιξε κατά σειρά στον Τρίτωνα, στον Ολυμπιακό, στον Πανελλήνιο και στον Εσπερο. Επεσε πάνω στη χρυσή πεντάδα των Ελληνοαμερικανών και μοιραία έγινε ο έκτος παίκτης για να αναδειχθεί στα χρόνια της παρακμής. Εχει στη συλλογή του δύο πρωταθλήματα, το παράσημο του τέταρτου σκόρερ του πρωταθλήματος και το… απόκομμα από το «Φως» την ημέρα της μεταγραφής του στον Ολυμπιακό (1973): «Στα κόκκινα ο Ελληνας… Ζίντεκ»!


Ο καλύτερος



Μακράν ο κορυφαίος παίκτης ανάμεσα στους 14 προπονητές. Ενας από τους καλύτερους ευρωπαίους σέντερ στην εποχή του, αχτύπητο δίδυμο μέσα στη ρακέτα μαζί με τον Βίνκο Γέλοβατς. Αρχοντας στο παρκέ (αλλά και εκτός γηπέδων), είχε το χάρισμα να καταργεί τον νόμο της βαρύτητας και να στέκεται στον αέρα (όπως ο Νικήτας Αλιμπράντης και πολύ περισσότερο ο Νίκος Γκάλης). Πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας το 1971 και φιναλίστ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1972 με τη Γιουγκοπλάστικα (1959-72), τερμάτισε την καριέρα του στη Σκαβολίνι Πέζαρο (1972-73), ενώ με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1970 στη Λιουμπλιάνα και ακόμη κατέκτησε ασημένια μετάλλια στο Ευρωμπάσκετ του 1965, στο Παγκόσμιο του 1967 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968.


Ο «Μαύρος Τίγρης»



Η καριέρα του μυστακοφόρου πλέι μέικερ ευλογήθηκε από έναν παπά, τον μακαριστό πρόεδρο της Αναγέννησης πατέρα Βαμβίνη, και αναλώθηκε στις τρεις μεγάλες ομάδες της Θεσσαλονίκης. Το παρατσούκλι «Black Tiger» («Μαύρος Τίγρης») του το κόλλησαν ο Γκούμας και ο Κολοκυθάς. Μεγάλη ψυχή, ικανός να… δείρει όλο τον κόσμο (Λε Μαν, 1971), φανατικός στην άμυνα, αλλά και δεινός σκόρερ, το alter ego του Χάρη Παπαγεωργίου, ο οποίος υποκλινόμενος στην παλικαριά του συμπαίκτη του τού εξομολογήθηκε ότι «μαζί σου, Βαγγέλη, δεν κατάλαβα ποτέ μου αν παίζαμε εντός ή εκτός έδρας». Πρωταθλητής με τον Αρη το 1979, κυπελλούχος με τον ΠΑΟΚ το 1984, έπαιξε 72 φορές στην Εθνική ομάδα και πήρε μέρος στο Ευρωμπάσκετ 1983.