Εργαστήριο Cavendish στο Κέιμπριτζ, 1951-1953 ο δαιμόνιος ιολόγος Watson και ο ευφυής βιοχημικός Crick με τη βοήθεια του Wilkins και της Franklin φτάνουν πρώτοι στο ιστορικό ραντεβού με τη διπλή έλικα του DNA αφήνοντας έκπληκτο τον σοφότερο χημικό του κόσμου, τον ήδη νομπελίστα για την πρωτεϊνική δομή Pauling, που όμως αυτή τη φορά πρότεινε λαθεμένα τριπλή έλικα για το DNA.


Η Κλασική Γενετική συνδέεται πια άρρηκτα με τη διπλή έλικα και εκτοξεύεται στο πεδίο της Μοριακής Γενετικής, η Βιολογία αρχίζει να ανάγεται στη Χημεία και ένα συναρπαστικό ταξίδι δρομολογείται από τον μακρόκοσμο του φαινοτύπου στον μικρόκοσμο του γενοτύπου. Μια νέα διάσταση της βιολογικής μας αυτογνωσίας αναδύεται, μια νέα «Αναγέννηση» της εξελικτικής σκέψης ωριμάζει, ένας νέος βιολογικός διαφωτισμός φωτίζει θέματα υγείας, διατροφής, περιβάλλοντος, το υπαρξιακό μας πρόβλημα, το κοσμοείδωλο του ανθρώπου, το θέμα της καταγωγής των ειδών, το παρελθόν και το μέλλον της ζωής. Η εξελικτική θεωρία άρχισε να εξελίσσεται ραγδαία μέσα από τη βαθύτερη κατανόηση του ρόλου των γονιδίων ως προς την προσαρμοστικότητα των οργανισμών στη μορφή, τη φυσιολογία και τη συμπεριφορά τους.


Η άποψη βέβαια των εξελικτικών αλλαγών των ειδών υπήρξε αντικείμενο σκέψης πολλών επιστημόνων πριν από τον Δαρβίνο, αν και ως τα μέσα του 19ου αιώνα πολλοί βιολόγοι πίστευαν ακόμη στη σταθερότητα των ειδών. Η φυσική επιλογή όμως ήταν η καταλυτική ιδέα του Δαρβίνου που συμπύκνωνε και συστηματοποιούσε την εξελικτική διαδικασία (Δαρβινισμός) που ωστόσο υπέφερε από την έλλειψη μιας σωστά θεμελιωμένης θεωρίας της κληρονομικότητας, η οποία θα εξηγούσε πώς επιλέγονται και επικρατούν στους απογόνους ενός πληθυσμού οι γενετικές αλλαγές που επιφέρουν όφελος και προσαρμόζουν τα είδη. Αλλά όταν έγιναν γνωστοί οι νόμοι του Mendel θεωρήθηκαν ότι δεν είναι συμβατοί με τη φυσική επιλογή που περιήλθε σε κρίση, με ημιθανή τον Δαρβινισμό. Ωστόσο επιστήμονες όπως οι Haldane, Fisher και Wright έδειξαν ότι συμβιβάζεται η ιδέα της φυσικής επιλογής με την ιδέα της κληρονομικότητας και ο συνδυασμός τους δημιούργησε τον νεοδαρβινισμό ή τη συνθετική θεωρία της εξέλιξης στη δεκαετία του ’30.


Μετά τη διπλή έλικα αναζωπυρώθηκε το ερευνητικό μέτωπο της βιολογικής εξέλιξης και μορφοποιήθηκε το πεδίο της Μοριακής Εξέλιξης που πέρασε γρήγορα, μέσα από τεχνικές όπως της ηλεκτροφόρησης, της ανοσοδιάχυσης, της αλληλούχισης των πρωτεϊνών και του DNA και τις μαθηματικές προσεγγίσεις, στην εποχή της συγκέντρωσης πληροφοριών. Η εποχή αυτή, που σε γενικότερο τόνο υποδηλώνει την έλλειψη μιας Κεντρικής Υπόθεσης για τη Βιολογία, χαρακτηρίζεται ήδη από μια «διαστολή» που συμβάλλει στην ανακάλυψη πολλών νέων εξελικτικών φαινομένων, στην κατανόηση της εξελικτικής διαδικασίας σε συνάρτηση με τους γεωλογικούς χρόνους, στη νέα αντίληψη για την οργάνωση και εξέλιξη του DNA, τη δομή και τη ρύθμιση των γονιδίων και του γονιδιώματος ολόκληρου σε συνδυασμό με τις αναπτυξιακές δυναμικές τους.


Στο συναρπαστικό αυτό ερευνητικό ταξίδι τρεις είναι οι σπουδαιότεροι σταθμοί. Ο ένας αφορά τον σταθμό της διπλής έλικας. Ο άλλος την αλληλούχιση της σειράς των αμινοξέων της ινσουλίνης αγελάδας, περιστεριού και προβάτου, που έδειξε ότι υπήρχε μια διαφορά τριών μόνο αμινοξέων μεταξύ αυτών των ειδών· η αρχή σύμφωνα με την οποία η ομοιότητα μεταξύ των γονιδίων αντανακλά το μέγεθος της εξελικτικής τους σχέσης, αρχή που μόνο η έρευνα των αλλαγών της δομής του DNA μπορούσε να κατακυρώσει, είχε ήδη μορφοποιηθεί. Ο τρίτος σταθμός είναι το πρόσφατα αναδυθέν γονιδιωματικό πεδίο.


Στο γενικότερο αυτό πλαίσιο αναδύεται και επιβεβαιώνεται εν πολλοίς η άποψη του σταθερού ρυθμού των εξελικτικών γενετικών αλλαγών, το «εξελικτικό μοριακό ρολόι» είχε ήδη «κατασκευαστεί» για να συμβάλει στην ερμηνεία της εξελικτικής ιστορίας των ειδών, βοηθώντας και τους παλαιοντολόγους να εξηγήσουν τα περί απολιθωμάτων ευρήματά τους στη βάση της νεοδαρβινικής πληθυσμιακής άποψης.


Και ενώ η εξελικτική θεωρία διήνυσε έτη φωτός τα τελευταία χρόνια η πορεία της δεν είναι άκαπνη. Ενα μεγάλο δίλημμα, π.χ., αφορά βασικούς μηχανισμούς και αναφέρεται στο αν οι εξελικτικές αλλαγές του DNA είναι το αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής μέσα από το όφελος που προκύπτει στον οργανισμό ή αν οι αλλαγές αυτές δεν έχουν καμία επίδραση στη φυσιολογία, δεν επηρεάζουν την εξελικτική κατάσταση του οργανισμού και άρα είναι τυχαίες, ουδέτερες. Επιλογιστές λοιπόν «εναντίον» ουδετεριστών, όπως παλαιότερα παλαιοντολόγοι «εναντίον» γενετιστών· και το Κεντρικό Πρόβλημα της Γενετικής Πληθυσμών να παραμένει εν πολλοίς άλυτο καθώς δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί πλήρως ο μηχανισμός συγκράτησης της μοριακής ποικιλότητας στους πληθυσμούς.


Με την αλματώδη όμως ανάπτυξη της γενετικής τεχνολογίας, όπως λ.χ. του ανασυνδυασμένου DNA στη δεκαετία του ’70, της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) αργότερα, με την οποία μπορεί να αναλυθούν πολύ μικρές ποσότητες DNA, ακόμη και από μια τρίχα, το γενετικό οπλοστάσιο ενισχύεται και γίνεται ικανό να κατακτήσει κάθε απόρθητο ακόμη κάστρο. Περιπτώσεις όπως εκείνη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος και ο χιμπατζής είναι εξελικτικά πιο στενοί συγγενείς σε σχέση με τον γορίλα επιβεβαιώνονται πάνω στη «λυδία λίθο» του DNA. Η φυσική επιλογή ως μηχανισμός επεκτείνεται πέρα από τα άτομα και στο γονίδιο, τις ομάδες συγγενών ατόμων, τους πληθυσμούς και τα είδη, με όλες αυτές τις υποδιαιρέσεις να αποτελούν ανάλογα με την περίπτωση μονάδες φυσικής επιλογής. Η επέκταση αυτή ωστόσο περνά μερικές φορές και στο ρεύμα της υπερβολής, όπως λ.χ. στην περίπτωση του κοινωνικού δαρβινισμού που επωάζει μέσα του την ιδέα του ρατσισμού, ιδέα που ξεθώριασε μετά την πρόσφατη χαρτογράφηση του γονιδιώματος του ανθρώπου.


Η εξελικτική σκέψη είναι αναμφίβολα εκείνη που συνδέει όλες τις επιστήμες της ζωής. Γι’ αυτό η εξελικτική θεωρία είναι η κορωνίδα των επιστημών της ζωής που καλύπτει κάθε βιολογικό φαινόμενο, μια θεωρία με τη βαρύτητα γενικού νόμου που κοσμείται συνεχώς από τις σύγχρονες προσεγγίσεις και ουσιαστικοποιεί τον ορισμό της ζωής που είναι ότι εξελίσσεται. Γι’ αυτό η αναζητούμενη Κεντρική Υπόθεση της Σύγχρονης Βιολογίας «κρύβεται» μέσα στη σύγχρονη εξελικτική σκέψη. Και τούτο γιατί «τίποτα στη Βιολογία δεν έχει νόημα χωρίς το φως της εξέλιξης» σύμφωνα με τον Dobhzansky, όπως βέβαια και η εξέλιξη χωρίς τον κώδικα της διπλής έλικας.


Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.