Μπορεί σήμερα η σύγχρονη ζωή μας να φαντάζει αυτονόητη με τον Homo sapiens χωρίς όρια ικανοτήτων και δυνατοτήτων. Με πολλές όμως αναζητήσεις και αγωνίες όχι μόνο για το μέλλον του αλλά και για το παρελθόν του, τις ρίζες του, την εξελικτική προέλευσή του, την προϊστορία του· με πολλές αδυναμίες για τα βιοτικά προβλήματά του αλλά και άλλες τόσες για τα υπαρξιακά του· γι’ αυτό με την «πυξίδα» στο χέρι αναζητεί το μέλλον του στο αχανές επιστημοτεχνολογικό πεδίο του πολιτισμού του και με τον «μίτο» τους προγόνους του στον λαβύρινθο της εξέλιξης. Αυτό έκανε ο Ντιμπουά όταν βάλθηκε να βρει ένα απολίθωμα με μεγάλη σημασία σε μια περιοχή που πίστευε ότι ήταν ιδιαίτερη για τον σκοπό του· έψαχνε όμως να βρει μια βελόνα σε αχυρώνα· έψαχνε ουσιαστικά τον χαμένο κρίκο από τον «πίθηκο» στον άνθρωπο· έψαχνε τον πιθηκάνθρωπο στην Ανατολική (ολλανδική τότε) Ινδία. Και το 1891 ξέθαψε μερικά δόντια και ένα κρανίο που ανήκαν σε ένα είδος το οποίο δεν είχε δει πρωτύτερα· αργότερα βρήκε και ένα κόκαλο μηρού· όλα καθαρά ανθρώπινα μέλη, που όμως είχαν ομοιότητες και με τον πίθηκο. Το νέο είδος της Ιάβας είχε ήδη όνομα: πιθηκάνθρωπος ο όρθιος, που πολιτογραφήθηκε στο εξελικτικό ληξιαρχείο ως Homo erectus, ο οποίος έζησε 0,4-1,6 εκατομμύρια χρόνια πριν. Στη δεκαετία του 1920 και άλλα απολιθώματα πιθηκανθρώπων ανακαλύφθηκαν κοντά στο Πεκίνο, στην Αφρική και στην Ευρώπη· και όλα αποδίδονται στον Homo errectus, στον άνθρωπο του Πεκίνου όπως επίσης αναφέρεται.



Ο Homo erectus είχε άμεσο πρόγονο τον Homo habilis και αυτός τον Australopithecus africanus, με τον πρώτο να συνοψίζει όλες τις ως τότε εξελικτικές τάσεις· οι αυστραλοπίθηκοι λ.χ. απέκτησαν τη δίποδη βάδιση, ο Homo habilis την ανάπτυξη της λειτουργικότητας του χεριού και ο Homo erectus τη μεγάλη ανάπτυξη του εγκεφάλου του (850-1.200 κυβικά εκατοστά)· ένα καταλυτικό χαρακτηριστικό που οδήγησε στην πλούσια λιθοτεχνία (λεπίδες, ξέστρα, πελέκεις με πλάγια κόψη, αμφίπλευροι πελέκεις, μαλακοί επικρουστήρες), στη χρησιμοποίηση και στον έλεγχο της φωτιάς, στην οργάνωση και στον συντονισμό σύνθετων κοινωνικών δραστηριοτήτων (κυνήγι) με κάποιας μορφής επικοινωνία που διευκολυνόταν με την έναρξη διαμόρφωσης μιας πρωτογλώσσας και μιας συνακόλουθης παλαιοκουλτούρας. Σημαντική ήταν και η στροφή προς την κρεοφαγία που τροφοδότησε τη βιολογική έκρηξη του μεγέθους του εγκεφάλου, η οποία συνεχίστηκε και στον Homo sapiens (1.300-1.450 κυβικά εκατοστά).


Ο Homo erectus λοιπόν ο σαρκοφάγος (πτωματοφάγος στην αρχή), ο ψηλός, ο ρωμαλέος, ο κυνηγός, ο δρομέας, ο αθλητής, ο έξυπνος. Μα γιατί όλα αυτά στον Homo και όχι στους Australopithecus, που και εκείνοι ήταν δίποδες; Διότι οι σχετικές έρευνες δείχνουν και πολλές άλλες πέραν του εγκεφάλου συνεξελικτικές αλλαγές, που αφορούν λ.χ. τον πυελογεννητικό σωλήνα, ο οποίος όπως εκτιμάται είχε το ίδιο μέγεθος με του Homo sapiens· μια άποψη που προέρχεται από μετρήσεις της λεκάνης του αγοριού της Τουρκάνα, το οποίο ανακαλύφθηκε από τον Λεΐκι στη δεκαετία του 1980 και κατατάχθηκε σε αρχέγονο Homo erectus (Homo ergaster). Στον αυστραλοπίθηκο επίσης η κοιλιά προεξείχε, δεν υπήρχε μέση και έτσι περιοριζόταν η ευκινησία· δεν ήταν επίσης σε θέση να ανασηκώσει τον θώρακα για βαθιές αναπνοές που χρειάζονται όταν τρέχουμε. Γι’ αυτό οι Homo erectus ήταν περισσότερο δραστήριοι. Το χαρακτηριστικό αυτό συνδέεται με τη φυσιολογία του εγκεφάλου καθώς ανατομικές έρευνες στη δεκαετία του 1980 έδειξαν ότι η δομή των αγγείων που απομακρύνουν το αίμα από τον εγκέφαλο του Homo συντελεί σε μιαν ικανοποιητική ψύξη, διαδικασία που συνέβαινε σε μικρότερο βαθμό στους αυστραλοπιθήκους.


Ο μεγάλος εγκέφαλος του Homo erectus μπορεί να προέκυψε «κατά λάθος» χάρη στην κρεοφαγία, που λειτούργησε συνδυαστικά με το γενετικό υπόστρωμα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η γέννηση της τεχνολογίας του ανθρώπου, καθώς τα άλλα ζώα δρούσαν σχετικά με τα δόντια τους, ενώ ο Homo erectus με την τεχνολογία. H δεξιότητα αυτή απαιτεί κατάλληλη ευφυΐα για πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα πράγματα. H γενετική διαφοροποίηση φαίνεται να έχει οδηγήσει από τότε και στη διαφοροποίηση των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου· οι λίθινοι πελέκεις εκτιμάται ότι κατασκευάζονταν από δεξιόχειρες, μια γενετική διαδικασία που φαίνεται ότι είχε αρχίσει από τους αυστραλοπιθήκους.


H τεχνολογική δεξιότητα έφερε και την επικοινωνιακή στάση καθώς οι Homo erectus ζούσαν σε ομάδες περίπου των 100 ατόμων και έπρεπε να επικοινωνούν, να συντονίζονται και να συνεργάζονται όπως απαιτούσε η νέα στρατηγική διατροφής· και αυτό μπορούσε να γίνει με την ανάπτυξη της κοινωνικής ευφυΐας που απαιτεί την αναγκαιότητα ανάπτυξης μιας αποτελεσματικότερης γλώσσας. Μερικοί αποδίδουν τη μορφοποίηση της πρωτογλώσσας για την ανάγκη απλών ανθρώπινων επικοινωνιών (κουτσομπολιό λ.χ.). Ωστόσο η δυναμική της είναι πολύ πιο αποτελεσματική καθώς μπορεί αμέσως να δείξει κάποιος τον κίνδυνο ή την ανεύρεση τροφής χωρίς να χρειάζονται περίπλοκες τελετουργικές συμβολικές κινήσεις. H «γλώσσα» στον χιμπαντζή λ.χ. χαρακτηρίζεται από ειδικούς ήχους και κραυγές για λίγα πρότυπα συμπεριφοράς. Στον άνθρωπο μαζί με τους ήχους υπάρχει και η γλώσσα, τα νεογέννητα ξεκινούν με ήχους και ενστικτώδεις φθόγγους που μεταποιούνται σε λέξεις. Στον Homo erectus η έκφραση λίγων λέξεων, όσων ενός παιδιού μικρότερου των δύο χρόνων, διευκολυνόταν και από τη θέση του λάρυγγα, που βρίσκεται ψηλότερα σε σχέση με του χιμπαντζή, αφήνοντας χώρο στη γλώσσα να δημιουργήσει λέξεις.


Με υπολογισμούς στη λεκάνη του αγοριού της Τουρκάνα συμπεραίνεται ακόμη ότι τα βρέφη του Homo erectus γεννιούνταν με εγκεφάλους που είχαν το ένα τρίτο (275 κ. εκ.) του εγκεφάλου των ενηλίκων, όπως και στον σύγχρονο άνθρωπο. H εντατική λοιπόν φροντίδα των γονέων για τα βρέφη, μια διαδικασία κυρίαρχη στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται τουλάχιστον πριν από 1,6 εκατ. χρόνια, στους Homo errectus· και δεν αποκλείεται να πηγαίνει πιο πίσω, στον Homo habilis, αν και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ερευνητικά, καθώς δεν έχει βρεθεί η λεκάνη του. Επειδή όμως ο εγκέφαλος των αυστραλοπιθήκων έμοιαζε περισσότερο με των ανθρωποειδών πιθήκων, θα ακολουθούσαν και ένα όμοιο πρότυπο ανάπτυξης, το οποίο θα ενισχυόταν όσο θα προχωρούσε η εξέλιξη προς τον Homo sapiens, με αποτέλεσμα τα βρέφη του Homo habilis να ήταν και εκείνα ανίσχυρα· ίσως για μικρότερο χρονικό διάστημα από του Homo errectus.


Βήμα βήμα λοιπόν πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά στους εξελικτικούς γενετικούς προγόνους μας. Σε έναν κόσμο στον οποίο ίσως βρεθήκαμε τυχαία, αλλά με τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε και πέρα από τα γεγονότα, να δημιουργούμε πολιτισμούς και θρησκείες, να υπερβαίνουμε τα εφήμερα, τα τετριμμένα, τη φύση· να αναζητούμε και να δημιουργούμε άλλους κόσμους για να ξαποσταίνουμε στο αιώνιο τέλειο μεταφυσικό κοσμοείδωλο της προχωρημένης αφηρημένης σκέψης μας· ένα τελολογικό άλμα της φύσης ή μόνο μια παράγωγη ιδιότητα του εγκεφάλου μας; Το μεγάλο αυτό υπαρξιακό ερώτημα ίσως δεν χρειάζεται γενική απάντηση.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.