Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε η δίτομη μνημειώδης έκδοση της Βουλής των Ελλήνων για τον Χαρίλαο Τρικούπη (με την επιμέλεια της Αικατερίνης Φλεριανού) και πριν από λίγες εβδομάδες τα ογκώδη Πρακτικά (με την επιμέλεια της Καίτης Αρώνη-Τσίχλη και της Λύντιας Τρίχα) ενός συναφούς επιστημονικού συνεδρίου με τίτλο Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή του (Παπαζήσης, 2000). Πρόκειται για μια εικοσαετή περίοδο, από την πρώτη πρωθυπουργία (1875) ως το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας (1895) του Τρικούπη, όπου σημειώνονται σημαντικές ανακατατάξεις στην πολιτική και κοινωνική σκηνή της χώρας, χωρίς να αφήνουν ανεπηρέαστο και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Το άρθρο αυτό παρουσιάζει την ιδιοσυστασία του Βιζυηνού ως θεωρητικού και προσδιορίζει το είδος της ανανέωσης που ανεπιτυχώς υποσχέθηκε στο πεδίο της εγχώριας πανεπιστημιακής σκέψης το τελευταίο τέταρτο του προηγουμένου αιώνα.



Από το 1881 που δημοσιεύθηκε στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή του Γεώργιου Βιζυηνού ως το 1888 που κυκλοφορούν στην Αθήνα τα Στοιχεία Ψυχολογίας σφραγίζεται η τέταρτη δεκαετία της βραχύβιας πορείας του με το σύνολο των θεωρητικών του κειμένων. Τι δυνατότητες είχε κατά τη χρονική αυτή περίοδο να σταδιοδρομήσει στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ο νεαρός λόγιος από τη Βιζύη, που ξεκίνησε από τους κόλπους των Φαναριωτών και σπούδασε στο εξωτερικό, όπου έγινε κιόλας γνωστός για το πρώτο του διήγημα; Τη δεκαετία του ’80 επιταχύνεται ο ρυθμός της εσωτερικής διαφοροποίησης ενός κοινωνικού σχηματισμού, του οποίου η κρατική πολιτική μορφοποιούνταν από το δίπολο της οικονομικής ανάπτυξης και της εθνικής ολοκλήρωσης. Αίτιο και αποτέλεσμα αυτής της ανασύνταξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας υπήρξε η αύξουσα αστικοποίηση και η γένεση μιας υδροκέφαλης πρωτεύουσας. Πιο συγκεκριμένα, εμφανίζεται η τάση μείωσης του ενεργού πληθυσμού που απασχολείται στη γεωργία, σταθεροποιείται η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα και ο τριτογενής αυξάνεται με ταχύτατα βήματα, για να πάρει το προβάδισμα το εμπόριο, η τραπεζική πίστη και η συγκοινωνία. Στο περίγραμμα αυτό οι θεσμοί συγκρότησης των «διανοουμένων» ή ­ σύμφωνα με τον όρο της εποχής ­ των «λογίων» ως ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας καθίστανται περισσότερο ευκρινείς: οι μηχανισμοί παραγωγής του έντυπου λόγου (πρώτιστα ο Τύπος, ημερήσιος και συχνότερα ο περιοδικός, και το βιβλίο), η πανεπιστημιακή διδασκαλία και συγγραφή (στο πλαίσιο πάντως μιας ελεγχόμενης διαδικασίας αναπαραγωγής των πανεπιστημιακών δασκάλων, γεγονός που από το 1882 θα αποκλείει την παρέμβαση της κυβερνητικής εξουσίας), η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι δημόσιοι ή οι ιδιωτικοί φορείς καλλιτεχνικής παιδείας και προφανώς ο ευρύς περίβολος της τέχνης του λόγου.


Η θεωρητική συγκομιδή


Ο Βιζυηνός της δεκαετίας αυτής κατόρθωσε μόνο να ανακηρυχθεί υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς ποτέ να του ανατεθεί διδακτικό έργο, συνέθεσε εγχειρίδια «προς χρήσιν των Γυμνασίων και Διδασκαλείων», δίδαξε στο Ωδείο και σε γυμνάσια (σε ένα από τα δηλιγιαννικά διαλείμματα απολύεται ως τρικουπικός), εργάστηκε ακόμη ως «γυμναστής των ηθοποιών», συνεργάστηκε σε περιοδικά, εφημερίδες και στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν και μετείχε για μία ακόμη φορά, το 1888, σε ποιητικό διαγωνισμό. Ως προς τον ορίζοντα των λογοτεχνικών του προσδοκιών έχουν συλλεχθεί οι σχετικές μαρτυρίες για την «επαρχιώτικη περιέργεια, μνησικακία και μοχθηρία» που έκρυβαν οι «λεγόμενοι αθηναϊκοί πνευματικοί κύκλοι» (Μουλλάς). Τι σήμαινε όμως η θεωρητική συγκομιδή που προσκόμιζε με τα διαδοχικά του δημοσιεύματα; Πώς στοιχειοθετείται η ιδιοσυστασία της και σε τι συνίσταται η νεωτερική της σκευή;


Με ποια εφόδια προσέρχεται ο Βιζυηνός στην αθηναϊκή φιλοσοφική σκηνή και για ποιους λόγους θορυβούνται όσοι την ελέγχουν; Πρωτοετής (1874) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Φ. Ιωάννου, αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γερμανία. Ετσι, στο Gottingen (1875-1877) κοντά στον Lotze, στη Λειψία (1877-1878) κοντά στον Wundt και στο Βερολίνο κοντά στον Zeller, για να μνημονεύσω τους κυριότερους δασκάλους του, δέχεται ομόλογα ερεθίσματα για την αρτίωση ενός συνεκτικού πλέγματος αντιλήψεων ψυχολογίας, αισθητικής και ιστορίας της φιλοσοφίας. Ο Lotze, που υπήρξε ο εισηγητής της διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Gottingen, είχε συμβάλει στην υπέρβαση των θέσεων του Herbart για το τρίπτυχο των θεμελίων της ψυχολογίας («εμπειρία», «μεταφυσική», «μαθηματική μέτρηση») με την επεξεργασία μιας ψυχοφυσιολογικής αναλυτικής προσέγγισης που προσπορίζεται τη θεωρητική της εγκυρότητα από τα αξιώματα ενός «Teleomechanismus». Η «φυσιολογία της ψυχής», ως έρευνα των «τοπικών σημείων» και των «τάσεων», εκτός από εφαλτήριο για την εδραίωση της πειραματικής ψυχολογίας του Wundt, έδωσε τη δυνατότητα στον Lotze να διερευνήσει τους όρους γέννησης του ωραίου στην τέχνη.


Η υπόθεση εργασίας που στοιχειοθετεί ο Βιζυηνός στη διδακτορική του διατριβή εγγράφεται αβίαστα στις αντιλήψεις του δασκάλου του: το παιχνίδι επιβάλλεται να ερευνηθεί από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη, χωρίς την προσφυγή στα δεδομένα ενός «φιλοσοφικού συστήματος» και με τη συναγωγή παρατηρήσεων που προέρχονται από την πείρα, ακριβώς για να αναδειχθεί η «ψυχολογική σημασία» της μιμητικής «κλίσεως» των ανθρώπων.


Επιστημονικά συγγράμματα


Στα δύο τευχίδια των Ψυχολογικών μελετών επί του καλού ο Βιζυηνός, προεκτείνοντας ή επεξηγώντας τη θεματική της διδακτορικής του διατριβής, συζητά τα προβλήματα των «πνευματικών ιδιοφυϊών» και της γένεσης του ωραίου. Η οφειλή του πάλι στον Lotze είναι προφανής στην εννοιολογική σπονδύλωση των κειμένων, ήδη από τις εισαγωγικές επισημάνσεις της πρώτης μελέτης για την απόκρουση της μεταφυσικής και των συναφών «ειδικών θεωριών περί ψυχογονίας».


Στο δεύτερο, καθώς εκτενέστερο, τευχίδιο ο Βιζυηνός πραγματεύεται τους γενετικούς όρους του «καλού», οδεύοντας από την «ιστορία των αποτελεσμάτων» στην «ιστορία των αιτιών» που τα παράγουν, δηλαδή στην ανίχνευση των «ψυχολογικών ελατηρίων» της τέχνης, με την επίγνωση ωστόσο ότι η έρευνα αυτή δεν απολήγει σε «θετικά και αδιαφιλονίκητα εξαγόμενα».


Ο Βιζυηνός, έναν χρόνο νωρίτερα, είχε δημοσιεύσει την υφηγεσία του: Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Ηταν ένα επεισόδιο διολίσθησης στην ιστορικογραμματολογική ενασχόληση της φιλοσοφίας, στην οποία επιδίδονταν οι κριτές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών; Ή μήπως πρόκειται για θεωρητικό εγχείρημα στο δεδομένο αυτό πεδίο ακαδημαϊκής συγγραφής με την οπτική όμως των νεοτέρων και ειδικότερα με τους όρους της ψυχολογικής διερεύνησης του ωραίου, όπως ήδη τους είχε επεξεργασθεί στη διδακτορική του διατριβή; Επιπλέον, γιατί επιλέγεται ο Πλωτίνος και όχι ο Πλάτων;


Ο Βιζυηνός συνέθεσε, επίσης, δύο εγχειρίδια για τη μέση εκπαίδευση, στην οποία άλλωστε και ο ίδιος για λίγο εθήτευσε. Τα Στοιχεία Λογικής (1885), όπως ομολογεί, έχουν συνταχθεί «επί τη βάσει των διά ζώσης φωνής μαθημάτων των διδασκάλων» των Lotze και Drobisch, που με τη σειρά τους μαθήτευσαν κοντά στον Trendelenburg. Τα Στοιχεία Ψυχολογίας (1888) έχουν ως αντικείμενο το τρίπτυχο του ψυχικού βίου: «αισθήματα και παραστάσεις» – «συναισθήματα και αψιθυμίαι» – «ορέξεις και κινήσεις», με προφανή τον προσωπικό τόνο στην κωδικοποίηση των θέσεων της ψυχοφυσιολογίας της εποχής των σπουδών του, από τον Ε.Η. Weber και τον Lotze ως τον Fechner και τον Wundt (τα «καλολογικά συναισθήματα» μάλιστα αντιμετωπίζονται ως αποτελέσματα του «απλού ή περιπλόκου των σχέσεων των υφισταμένων μεταξύ περισσοτέρων συγχρόνων εντυπώσεων ή παραστάσεων»).


Για τη συνολική ανασύσταση της ιδιοσυστασίας του Βιζυηνού ως θεωρητικού είναι, τέλος, εξαιρετικά χρήσιμη η «επίκρισις» της Ιστορίας της θεωρίας της γνώσεως, ενός έργου που υπέβαλε δύο χρόνια νωρίτερα ως υφηγεσία ο Μ. Ευαγγελίδης με πολλά ανομολόγητα δάνεια από τον Zeller και τον Peipers, και με πάμπολλα λάθη και ανακρίβειες. Στην αρχή της βιβλιοκρισίας ο Βιζυηνός επαναλαμβάνει, αρκετά οξύτερα τώρα, ό,τι είχε σκιαγραφήσει στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» και στη Φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω: την ανάγκη ενός «ειδικού φροντιστηρίου» στη Φιλοσοφική Σχολή (για την «ερμηνεία» των φιλοσοφικών κειμένων και την άσκηση σε «λογικά και ψυχολογικά ζητήματα» όσων θα κληθούν να τα διδάξουν «εν τοις γυμνασίοις του κράτους») και τη διαπίστωση ότι απ’ αυτήν «ουδέν εξήλθε μέχρι τούδε πρωτότυπον αξιόλογον φιλοσοφικόν σύγγραμμα προς στοιχειώδη καν των μαθητιώντων διδασκαλίαν» (τα Στοιχεία Λογικής ο Βιζυηνός «ευλαβώς» αφιερώνει στη Φιλοσοφική Σχολή). Η εκτίμηση αυτή τον ενθαρρύνει ωστόσο να αυτοπεριληφθεί στους «ονειροπολούντες ουτοπίας» για την ανάδυση της «εγχωρίου φιλοσοφίας» που θα αντιπροσωπεύει την «εκ της γενικής των τεχνών και των επιστημών προόδου συνισταμένην αλήθειαν» και συνάμα θα εξασφαλίζει την ικανότητα στους λειτουργούς της «να διαλέγωνται προς τον λαόν» φωτίζοντας τα «τιμαλφέστατα συμφέροντά του».


Η σύγκρουση με το κατεστημένο


Με αυτή τη θεωρητική σκευή, την οποία επεξεργάστηκε κυρίως κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, ο Βιζυηνόςπροσπάθησε να σταδιοδρομήσει ως καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο ομήλικός του υφηγητής Μαργαρίτης Ευαγγελίδης, με παρόμοια πορεία (Χάλκη, Αθήνα, Λειψία, Βερολίνο), θα καταλάβει την οικεία έδρα, το 1894, έπειτα από μια υπερδεκαετή θητεία ως εντεταλμένος υφηγητής, ενώ ο ίδιος θα κινηθεί extra Universitatem ως καθηγητής γυμνασίων και του Ωδείου, με μια περιορισμένη και ασυνεχή τριβή στην ποίηση και στο διήγημα. Είχε υποσχεθεί να ανανεώσει, με τα κείμενα της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του, τη φιλοσοφική έρευνα με μοχλό τις πρόσφατες κατακτήσεις της ψυχολογίας, όπως τις γνώρισε κοντά στον Lotze και τον Wundt. Σε μια περίοδο ανασύνταξης της εγχώριας κοινωνίας ο (μοναδικός) πανεπιστημιακός θεσμός μάλλον δεν διέθετε την ανάλογη προσαρμοστικότητα για να δεχθεί τη συζυγία αισθητικής και ψυχολογίας με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη των ως τότε συναφών αντιλήψεων ­ η πρώτη σπάνια αποτέλεσε αντικείμενο πανεπιστημιακής διδασκαλίας και συγγραφής και η δεύτερη αποπειράθηκε να κερδίσει την αυτοδυναμία της από τον φιλοσοφικό λόγο με το παράδειγμα της «εμπειρικής επιστήμης» του Herbart. Η προβληματική του παιχνιδιού δεν υπήρξε απλώς το ερέθισμα για τη σύνθεση κειμένων παιδικής λογοτεχνίας (δημοσιευμένα στη «Διάπλασιν των Παίδων» από το 1879 ως το 1890) αλλά ο καμβάς για τη δόμηση των πραγματειών του στις οποίες απορρίπτεται η ποδηγέτηση του «φιλοσοφικού συστήματος» για να αντληθούν από την «πείρα» οι μαρτυρίες της «μιμητικής κλίσεως» του ανθρώπου. Η ψυχολογία, ως «φυσιολογία της ψυχής», διερευνά τους συγκεκριμένους όρους παραγωγής του ωραίου και των δημιουργών του, και συνεισφέρει έτσι στην αποσαφήνιση των πτυχών της αισθητικής αγωγής με μονάδα αναφοράς τα «πνευματικά συναισθήματα» και ιδιαίτερα τα «καλολογικά συναισθήματα». Με παρόμοια οπτική ο Βιζυηνός πραγματεύθηκε την ανασυγκρότηση των αισθητικών αντιλήψεων του Πλωτίνου έχοντας ως γνώμονα της «μεθερμηνείας» του τη θέση ότι η «καλολογία» των νεοτέρων αρχίζει από το σημείο που την άφησε ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Η συχνή παραλληλία των Εννεάδων προς «τας νεωτάτας περί καλού ψυχολογικάς θεωρίας» υποβαστάζεται από το λαογραφικό ενδιαφέρον του Βιζυηνού ως εξοικείωση «προς τον βίον και τον τρόπον του σκέπτεσθαι του λαού» (1892) και ιδίως από την πνευματική κίνηση που αποκρυστάλλωσε την «επανάσταση των μεσαιωνολόγων» και τη σύστοιχη ανατίμηση του Βυζαντίου, όπως την υποδείκνυαν οι γνώριμοί του από το εξωτερικό Βράιλας και Βικέλας. Η ώσμωση όμως αυτή δεν οδηγούσε τον Βιζυηνό στην υπονόμευση ή στην περιστολή των θεωρημάτων της «νέας επιστήμης» που καταφανώς διασφάλιζε τη νομιμότητα μιας «εσωτερικής ιστορίας» της τέχνης.


Μονήρης, ακόμη, σ’ αυτήν την αναζήτηση και χωρίς ανθεκτικούς μηχανισμούς άμυνας, συγκρούστηκε με τους θεσμούς ηγεμόνευσης της φιλοσοφικής και της λογοτεχνικής παραγωγής στην ελληνική πρωτεύουσα, με την επίγνωση τελικά ότι παρέμεινε, όπως ο Οδυσσέας του Πλωτίνου, «δυστυχής εξόριστος εν απωτάτω και αξένω χώρα» (1894). Ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή που εκδιπλώνεται στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με παραλυμένες τις ψυχικές του δυνάμεις «υπό το βάρος των συμφορών και της διαπάλης του περί υπάρξεως αγώνος εν μεγαλοπόλεσι» (Ιαν. 1884).


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.