Δημιουργός και μάνατζερ




Τα πρώτα του ερεθίσματα είχαν σχέση με το ροκ και την τζαζ. Οδηγούσε μηχανές, έπαιζε ποδόσφαιρο και ταυτόχρονα έπαιζε σονάτες Μότσαρτ και Μπετόβεν. Στο τέλος επέλεξε τις δεύτερες. Συνθέτης, δάσκαλος και αιώνιος μαθητής της μουσικής, τα τελευταία χρόνια ισορροπεί ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον μάνατζερ. Μία ημέρα πριν από την έναρξη των εφετινών εκδηλώσεων στο Ηρώδειο, ο πρόεδρος του ΔΣ του Ελληνικού Φεστιβάλ μιλάει για τα έργα που ετοιμάζει, τη μουσική, τη φαντασία και την πραγματικότητα.





– Πώς τα κάνεις όλα μαζί;
Δηλαδή το φεστιβάλ και ταυτόχρονα ετοιμάζεις μια χριστουγεννιάτικη παραγωγή στο Μέγαρο;


«Θα κάνω το χριστουγεννιάτικο του Μεγάρου, λέγεται «Ο Μερλίνος ο μάγος στο νησί των ποιητών»».


– Το οποίο θα είναι δική σου σύνθεση;


«Ολη δική μου σύνθεση».


– Και ταυτόχρονα βασίζεσαι πάνω σε ένα θέαμα;


«Βασίζομαι. Θα σας πω τη διανομή. Λέγεται «Ο Μερλίνος ο μάγος στο νησί των ποιητών». «Ο Μερλίνος ο μάγος» είναι ένα κείμενο του Σεφέρη…».


– Το λιμπρέτο θα είναι βασισμένο σ’ αυτό;


«Το λιμπρέτο είναι δικό μου και βασίζεται στην ποίηση του Ελύτη, του Σεφέρη, του Σικελιανού, του Δροσίνη, του Βιζυηνού, του Ρότα».


– Αρα ένα πάντρεμα των ποιητών.


«Ναι, ένα πάντρεμα. Ενα μαγικό ταξίδι στην ποίηση. Μάλιστα έχει υπότιτλο «Ονειρο μιας χειμωνιάτικης νύχτας» και περνάει με έναν τρυφερό, αφηγηματικό και πολύ παραμυθένιο τρόπο τους μεγάλους μας ποιητές στα παιδιά. Με πολλή μουσική – είναι όλο μουσική. Είναι για βαρύτονο, σοπράνο, αφηγητή, ορχήστρα (που, όπως ανακοινώθηκε, θα είναι η Καμεράτα) και παιδική χορωδία. Και συζητείται να το χρωματίσει ο Αλέξης Κυριτσόπουλος με σχέδια κ.ά. Αυτό πραγματικά είναι από τα πιο τρυφερά».


– Γιατί συνθέτεις, αυτή τη φορά, για τα παιδιά;


«Γιατί έτσι αναβλύζει η παιδικότητά μου, η αθωότητά μου. Και αυτό το έργο είναι ένα διάλειμμα ανάμεσα στους «Πέρσες». Οταν φτάσεις στο ζενίθ ενός δράματος, της συμφοράς, στα ξεσχισμένα κορμιά του πολέμου, την καταστροφή των Περσών, νιώθεις την ανάγκη να τραγουδήσεις κάτι με έναν παιδικό τρόπο. Δηλαδή θα έλεγα ότι, αν και τα δύο έργα δεν θα έχουν μεταξύ τους καμία σχέση, η αντίθεσή τους τα συμπληρώνει…».


– Γι’ αυτό οι άνθρωποι κάνουν πόλεμο; για να ξανασυναντήσουν τη χαμένη τους αθωότητα; Επειδή περνάει από μεγάλους κύκλους η ζωή;


«Οταν χάνουν την αθωότητα, κάνουν πόλεμο. Και μετά τον πόλεμο, η ανάγκη τούς κάνει να ξαναβρούν την αθωότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έχει πολλές πτυχές ως ιδιοσυγκρασία. Εχει συναίσθημα ως πνεύμα».


– Στην ουσία μεγαλώνουμε;


«Νομίζω ότι δεν μεγαλώνουμε ποτέ. Απλώς προστίθενται σε μια βάση νέα δεδομένα. Υπάρχει δηλαδή data base, μια βάση δεδομένων, και σε αυτήν προστίθενται. Αλλά ανά πάσα στιγμή μπορείς να κάνεις ένα… πώς το λένε στον κομπιούτερ;».


– Delete;


«Ναι, και είτε να τα διαγράψεις είτε να αναζητήσεις τα κομμάτια τού data base που σε εξιτάρουν, σε γοητεύουν, σε ταξιδεύουν, σε κάνουν να ονειρευτείς. Και αυτό γίνεται στο «Νησί των ποιητών». Μια αναζήτηση στον «αποθηκευτικό χώρο» της ψυχής μας. Πολλά από τα ποιήματα βρίσκονται και μέσα στα ανθολόγια των παιδιών, ανθολογημένη ποίηση του Ελύτη… – είναι γνωστά δηλαδή ποιήματα στα παιδιά».


– Κατάλαβα. Είναι αυτά δηλαδή που ουσιαστικά τα συναντά κανείς και στο σχολειό του.


«Στα αναγνωστάρια. Αρα, τους είναι οικεία. Και αρχίζει το ταξίδι και υπάρχει μια ωραία έκπληξη στο τέλος. Την ιστορία την αφηγείται ουσιαστικά μια κοπέλα γύρω στα 30-35 που ανασύρει από τη μνήμη της το όνειρο μιας μεγάλης νύχτας. Γιατί, όπως λέει και ο ποιητής, «μες στου ύπνου τα όνειρα φεύγει γοργά ο χρόνος. Χάνεται, σαν ίσκιος η σιωπή και τη ζωή μας ταξιδεύει»».


– Το όνειρο, όταν είμαστε ξύπνιοι, είναι αυτό που λέμε «φαντασία»;


«Ναι, ακουμπάει. H φαντασία είναι η διπλανή πόρτα του ονείρου. Και ίσως στους δημιουργούς «ανοίγει» πιο συχνά. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, είναι δημιουργικό ον. Μπορεί κάποιος να ασχολείται με τις καλές τέχνες και να τον λέμε δημιουργό, αλλά πιστεύω περισσότερο σε αυτό που λέει και η Αγία Γραφή: ότι ο Δημιουργός μας μάς έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άρα εν δυνάμει είμαστε δημιουργοί.


Στο DNA, μέσα μας, κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός. Είτε είναι επιστήμονας είτε ασχολείται με άλλα πράγματα, από τα πιο απλά. Ο άνθρωπος είναι δημιουργία· αυτό τον χαρακτηρίζει τουλάχιστον, η δημιουργικότητα. Απλώς κάποιοι αναπτύσσουν ιδιαίτερες ευαισθησίες στον χώρο των καλών τεχνών – γίνονται δημιουργοί – και αυτοί είναι οι πιο γνωστοί. Δηλαδή δεν μπορείς να πεις ότι εκπληκτικοί φυσικοί ή μαθηματικοί δεν είναι δημιουργοί».


– Οταν λέμε «δημιουργός» μήπως τελικά εννοούμε τον άνθρωπο ο οποίος καταφέρνει να τα βάζει με τα όρια και προς στιγμήν τα σπάει για να δημιουργήσει νέα όρια; Δηλαδή είναι αυτός που λίγο ως πολύ καταργεί το εσωτερικό και βγαίνει στο μπαλκόνι της ζωής;


«Μου αρέσει πολύ αυτή η παρομοίωση, αλλά θα την προεξέτεινα ως εξής: είναι ο άνθρωπος ο οποίος ενώνει τα όρια, δεν τα σπάει. Ταξιδεύει και στις δύο διαστάσεις…


-… μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού.


«Ναι. Τι κάνει ένας μουσικός π.χ.; Ουσιαστικά ξαναγράφει τις μουσικές του Σύμπαντος. Σε μια διάσταση μπορεί να ακούει, γίνεται αγωγός ο ίδιος, καλός αγωγός της μουσικής, των ήχων. Μάλιστα πιστεύω ότι ένας καλός μουσικός, ένας καλός συνθέτης, πρέπει να είναι και στις δύο διαστάσεις που είπα και πριν».


– Δηλαδή με το ένα μέρος της συνείδησής του να ακούει το Σύμπαν και με το δεύτερο να κριτικάρει αυτά που ακούει. Να καταγράφει, να ελέγχει, να απορρίπτει ή να εγκρίνει.


«Αυτή η λειτουργία σε έναν συνθέτη ή δημιουργό γίνεται ταυτόχρονα. Και, φυσικά, όσο πιο καλός αγωγός είναι κάποιος, ακούει και καταγράφει καλύτερες μουσικές, αλλά ακόμη καλύτερος συνθέτης είναι αυτός στον οποίο ο άλλος του εαυτός, ο κριτικός, είναι πολύ αυστηρός και είναι επί της ουσίας. Τον κρατάει στο έδαφος. Ετσι δικαιολογείται και ο συνδυασμός της δικής σου ζωής του μάνατζερ και ταυτόχρονα ενός καλλιτέχνη. Δηλαδή, απορεί κανείς, ένας άνθρωπος που ασχολείται με όλα αυτά, τι θέλει στο Φεστιβάλ Αθηνών, τι θέλει με όλη αυτή την ιστορία, να ασχολείται με αυτή τη γραφειοκρατία κτλ.;».


– Ας πούμε, το πολιτιστικό μάνατζμεντ, που θα το λέγαμε στα ελληνικά «πολιτιστική διαχείριση».


«Αυτό ξεκινάει από την ίδια αφετηρία. Δηλαδή γίνεσαι δημιουργός, γίνεσαι μουσικός, γίνεσαι συνθέτης γιατί πρώτα απ’ όλα αγαπάς αυτή την τέχνη και κάτι σε σπρώχνει εκεί. Ενας βασικός λόγος δεν είναι αυτός; Το να υπηρετήσεις έναν θεσμό είναι να αγαπάς την τέχνη και τα όνειρά σου και αυτά που εσύ αγαπάς να τα δώσεις στον κόσμο, να τον κάνεις κοινωνό. Το δεύτερο είναι ότι ο άλλος σου εαυτός πάλι, όπως λέγαμε πριν, πρέπει να είναι πολύ αυστηρός κριτικός, αναλυτής και οργανωτικός. Δηλαδή, ένας συνθέτης ο οποίος γράφει μεγάλης κλίμακας έργα, μέσα στη διάρκεια της μιας ώρας καταγράφει μικρές εικόνες οι οποίες όλες μαζί δημιουργούν το όλον, το ενιαίο, συντίθεται το παζλ.


Ουσιαστικά τι κάνει κάποιος που διαχειρίζεται έναν πολιτιστικό οργανισμό; Δημιουργεί τις εικόνες αυτές ώστε να συνθέτει το όλον, το οποίο θέλει να μοιραστεί με κάποιους ανθρώπους. Και τελικά, όσο πιο υψηλά κριτήρια θέτεις, όπως και στη σύνθεση πρέπει να απορρίψεις, πρέπει να απορρίψεις και στην πολιτιστική διαχείριση».


– Δηλαδή εσύ ταυτίζεις αυτές τις δύο συμπεριφορές;


«Τις ταυτίζω και εκφράζονται απόλυτα και σε συνειδητό επίπεδο, όταν πια η τρίτη μου ιδιότητα είναι μπροστά, η ιδιότητα του δασκάλου. Που είναι ένα λειτούργημα το οποίο ασκώ 20 χρόνια τώρα. Οι μαθητές μου διαπρέπουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και είμαι πάρα πολύ περήφανος για αυτούς. Και πιστεύω ότι πέρα από την ειδική μουσική εκπαίδευση το λειτούργημα έχει μεγάλη σημασία, αν λάβουμε υπόψη και τα λόγια του Πλάτωνα στην «Πολιτεία» του, όπου λέει ότι για να εκπαιδεύσουμε τους φύλακες μιας ιδανικής πολιτείας πρέπει να τους εκπαιδεύσουμε με τη μουσική. Γι’ αυτό, κι εμένα, με την ιδιότητά μου πια ως δασκάλου της μουσικής, με ενδιαφέρει να ταξιδέψω και να γοητεύσω – όχι μόνον εγώ, αλλά και όλοι οι δάσκαλοι της μουσικής – τον νέο άνθρωπο».


– Θεωρείς ότι αναλαμβάνοντας μια θέση πολιτιστικού διαχειριστή δημιουργείς να υπάρξει ένα κοινό το οποίο μπορεί να ακούσει με τελείως διαφορετικά αφτιά και το δικό σου έργο;


«Φυσικά, αφού τους συνθέτες που αγαπάς, τους δημιουργούς που αγαπάς, ουσιαστικά τους ανθρώπους που εσύ θαυμάζεις, σε έχουν διδάξει, έχεις μάθει από αυτούς, τους Δασκάλους σου, με δέλτα κεφαλαίο, αυτούς ουσιαστικά δείχνεις. Γιατί, όταν δημιουργείς ένα πρόγραμμα, ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα, ουσιαστικά τι κάνεις;».


– Φτιάχνεις ένα περιβάλλον.


«Κάνεις ένα περιβάλλον καλλιτεχνικό και είναι κάτι ανάλογο με τη διδασκαλία. Απλώς το κάνεις με έναν διαφορετικό τρόπο, τους προσελκύεις με έναν γοητευτικό τρόπο – έχει μεγάλη σημασία αυτό και πώς το διαδίδεις, και ουσιαστικά τους μαθαίνεις, αλλά όχι από καθέδρας…».


– Ο πολιτιστικός διαχειριστής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος, αν έχω καταλάβει καλά, που φτιάχνει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ζήσουν οι εμμονές του, οι επιρροές του…


«Οι αγάπες του».


– Οι αγάπες του για μερικά πράγματα, έτσι ώστε σε αυτό το περιβάλλον να μπορέσει αργότερα, όταν θελήσει να έρθει, να έρθει και να καθήσει και το δικό του το έργο και ο ακροατής…


«Εχει κάτσει το δικό του έργο. Το έργο έχει κάτσει ήδη, γι’ αυτό λέω ότι πρέπει να είναι ένας του οποίου το έργο να έχει ήδη κάτσει…».


– Για να μην έχει το πρόβλημα του εγωισμού που λες.


«Φυσικά, γιατί αλλιώς, αν το έργο ενός που είναι επικεφαλής, δεν έχει αναγνωριστεί και περιμένει μέσω ενός θεσμού να αναγνωρίσει το έργο του, αυτό είναι πιο επικίνδυνο. Αν έχει αναγνωριστεί το έργο σου, μπορεί εσύ να είσαι το πρώτο βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας στη Σύνθεση, να έχεις παιχτεί στις μεγαλύτερες αίθουσες και όταν τέλος πάντως έχεις αναγνωριστεί, τότε μπορείς να προσφέρεις. Πρέπει να είσαι δηλαδή, δεν ήθελα να το πω με δικά μου λόγια αλλά να το πεις με δικά σου, χορτάτος, γεμάτος. Πρέπει να έχεις πάρει τα βραβεία σου».


– Πιστεύεις ότι το ταλέντο είναι αυτό που βοηθάει έναν άνθρωπο να καθορίσει το περιβάλλον του ή το περιβάλλον είναι αυτό που βοηθάει να αναδειχθεί το ταλέντο;


«Νομίζω ότι είναι κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει στη σύνθεση. Είναι το ερώτημα «η μορφή δημιουργεί τη μουσική ή το περιεχόμενο δημιουργεί τη μορφή;». Πιστεύω ότι, όταν κάποιος είναι αληθινός καλλιτέχνης και οι προθέσεις του είναι αληθινές ως διαχειριστή, αυτά λειτουργούν παράλληλα και δεν διαχωρίζονται».


– Με τους «Πέρσες» πώς ασχολήθηκες;


«Οι «Πέρσες» είναι ένα έργο το οποίο είχα ξεκινήσει έναν χρόνο προτού αναλάβω το Φεστιβάλ».


– Πότε θα παιχθεί;


«Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι παραγωγή της Λυρικής Σκηνής. Υπάρχουν συζητήσεις και για συμπαραγωγή με μεγάλες σκηνές του εξωτερικού. Οι δυσκολίες όμως που συνάντησα στη σύνθεση του έργου ήταν πολλές. Κάποια στιγμή είπα: «Δεν μπορώ να το γράψω. Αδυνατώ». Εκεί βέβαια αρχίζεις και τρελαίνεσαι, αρχίζεις και αμφιβάλλεις και αμφισβητείς τον εαυτό σου, το ταλέντο σου, τις γνώσεις σου, την τεχνική σου. Γιατί, όταν υπάρχει πρόβλημα πώς να «λύσεις» μια δύσκολη σκηνή, πώς να τη «δέσεις» μουσικά, το ταλέντο σου δεν σου δίνει κανένα φωτεινό σήμα, η τεχνική σου δεν σου δίνει κανένα φωτεινό σήμα, η εμπειρία σου και οι γνώσεις σου δεν σου δίνουν κανένα φωτεινό σήμα, άρα δεν μπορείς να δουλέψεις ούτε με αυθορμητισμό ούτε ελεγχόμενα εγκεφαλικά και εκεί πραγματικά αρχίζεις και λες: «Πού πάω, δεν βγαίνει πουθενά, θα τους πάρω τηλέφωνο να τους πω ότι, ξέρετε…»».


– «Ασ’ το καλύτερα».


«Ναι, και εκεί ξαφνικά εμφανίζεται αυτό που λέμε «φως στην άκρη του τούνελ». Εκεί ξαφνικά βλέπεις πραγματικά ένα αστέρι να ξεπροβάλλει στον ουρανό που αρχίζει να σε οδηγεί».


– Να καθορίζει τα πάντα.


«Ναι. Και ξαφνικά ανοίγει. Ειδικά στη σκηνή του Αρίωνα και στη συνέχεια σε αυτήν της επίκλησης έπρεπε να λυθούν μια σειρά φοβερά δύσκολα πράγματα που αφορούν και τη δραματουργία του έργου αλλά και τη μουσική. Γιατί εδώ δεν είναι τραγωδία, εδώ δημιουργείται μια νέα μορφή. Στόχος μου στους «Πέρσες» δεν είναι να δημιουργήσω μια τραγωδία με πολλή μουσική αλλά να δημιουργήσουμε μια νέα μορφή που να λέγεται «όπερα Πέρσες του Αισχύλου» και από μόνη της να είναι μια αυθύπαρκτη μορφή.


Μάλιστα χρησιμοποιώ και έναν πρόλογο, εισαγωγή ορχήστρας – πρόλογο, με ένα ποίημα του Σεφέρη: το «Ανάμεσα στα κόκαλα» με μουσική – περνάει τους κάμπους, περνάει τη θάλασσα, μας ταξιδεύει, μας φέρνει την ιστορία. Βεβαίως υπάρχει ολόκληρο χρονικά ως έργο στην παράσταση αλλά υπάρχει και ένα συνεχές παιχνίδι. Και διαμορφώνονται οι συμβολισμοί των ρόλων με έναν ιδιαίτερο τρόπο και πρέπει να πούμε όσο πλησιάζουμε ότι πολλοί φίλοι θεατρολόγοι τον θεωρούν τον πιο ευρηματικό τρόπο μεταφοράς».


– Ξεκινάς από το λιμπρέτο για να γράψεις;


«Ξεκινάω από την ιδέα. Υπάρχει πάντα μια βασική ιδέα. Είναι το πρώτο φυλλαράκι που σκάει και αυτό αρχίζει να αναπτύσσεται και να ανθίζει, αλλά για να ανθίσει χρειάζεται περιποίηση και σκληρή δουλειά».


– Γιατί ασχολείσαι με αυτό το είδος, το να γίνεις τραγουδοποιός; Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να πηγαίνει σε αυτόν τον δρόμο και όχι σε έναν άλλον δρόμο;


«Θα πρέπει να σου θυμίσω, ίσως να έχεις ξεχάσει, από πού προήλθα. Εγώ προήλθα από τη ροκ μουσική, από τη ροκ σκηνή, από την τζαζ μουσική. Οδηγούσα μηχανές, έπαιζα ποδόσφαιρο και ταυτόχρονα έπαιζα σονάτες, Μότσαρτ και Μπετόβεν».


– Δηλαδή, ήταν πιο φυσικό να ασχοληθείς με το άλλο πράγμα;


«Θέλω να πω ότι ο πατέρας μου είχε σπουδάσει βυζαντινή μουσική. Δηλαδή, έχω ένα μουσικό περιβάλλον πλήρες, πιστεύω: ελληνική μουσική, βυζαντινή μουσική, ροκ σκηνή, τζαζ σκηνή, αυτά όλα ως εμπειρία και ως παιδεία, η λόγια, η κλασική που λέμε μουσική. Γράφω τραγούδια, όχι με την έννοια του τραγουδοποιού. Και πρέπει να πω ότι μπορείς να το βγάλεις και ως είδηση αυτό, όχι ως είδηση αλλά τέλος πάντων…».


– Θα βγάλεις μια σειρά τέτοια τραγούδια;


«Θα βγάλω μια σειρά τραγούδια. Αλλωστε η μουσική μου είναι. Δηλαδή, οι όπερες τι είναι; Ενα τραγουδιστικό είδος. Γενικότερα οι σκηνικές καντάτες, όλα αυτά, είναι έργα τα οποία χρησιμοποιούν πολύ έντονα τους ρυθμούς, τις μελωδίες, τον λόγο, την ποίηση, συνυπάρχουν δηλαδή με τον λόγο, που είναι το τραγούδι. Ετοιμάζω δύο-τρεις πολύ αγαπημένες δουλειές που θα βγουν σύντομα».


– Εσύ πιστεύεις ότι υπάρχει διαχωρισμός στη μουσική;


«Οχι, δεν υπάρχει διαχωρισμός στη μουσική. Για μένα όμως ένας συνθέτης που γράφει τραγούδι πρέπει να δώσει και εκείνο το ομαδικό σημείο το οποίο μπορεί να είναι ένα εύκολα προσβάσιμο μελωδικά κομμάτι-τραγούδι, γιατί απευθύνεται σε περισσότερο κόσμο, αλλά παράλληλα να δώσει και ένα στίγμα το οποίο θα δείξει την όλη νοστιμιά του δημιουργού.


Αυτό το στίγμα διαφοροποιεί τους τραγουδοποιούς και τους κάνει σημαντικούς. Ενας συνθέτης, οι μαθητές μου δηλαδή, πρωτοετείς και δευτεροετείς, μπορούν να γράψουν τραγούδια, έχουν βγει και με το σχετικό ταλέντο και μπορούν να γράψουν τραγούδια. Αλλά αυτό που κάνει τη διαφορά είναι αυτό το στίγμα που το έχουν οι μεγάλοι τραγουδοποιοί που δεν ασχολήθηκαν με μεγάλες όπερες».


– Οταν λες στίγμα τι εννοείς;


«Ενα πράγμα το οποίο θα δώσει την προσωπική σου γοητεία, την προσωπική σου σκέψη, αυτό λέω. Δηλαδή, μπορεί να είναι δυο-τρεις νότες».


Εσύ πώς βρέθηκες να ασχολείσαι με αυτά; Οταν σε βλέπει κανείς φυσιογνωμικά και όταν σε ακούει ή σε βλέπει να δουλεύεις στο Φεστιβάλ ή σε πολλά πράγματα, φαίνεσαι ένας άνθρωπος πάρα πολύ γήινος. Και ξαφνικά…


«Ημουν αριστούχος στα μαθηματικά και στη φυσική».


– Πώς κατέληξες εκεί;


«Ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας, είχε ένα κατάστημα στην Εμμανουήλ Μπενάκη».


– Μοναχοπαίδι;


«Ναι, μοναχοπαίδι. Εγώ ασχολήθηκα με τη μουσική γιατί είχα επιλέξει ερασιτεχνικά να παίζω. Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω π.χ. πυρηνικός φυσικός ή κάτι που να έχει σχέση με τη φυσική και τα μαθηματικά τέλος πάντων. Εγώ όμως ποτέ δεν είχα τετράδιο στα μαθηματικά, παρ’ όλα αυτά είχα 20. Ξέρεις, ήταν μια τέτοια σχέση. Ελυνα τα πολύ δύσκολα στη γεωμετρία γιατί βαριόμουν να διαβάσω πολλές φορές στα λυσάρια. Αλλωστε στη ζωή μας τι κάνουμε; Συνεχώς προβλήματα λύνουμε με τους δικούς μας τρόπους».


– Μαθηματικοί είμαστε.


«Και παίζοντας ροκ μουσική και τζαζ αργότερα αποφάσισα ότι, επειδή ήθελα να παίξω καλύτερα τη ροκ μουσική, τεχνικά καλύτερα, ας πάω στο ωδείο να μάθω λίγη μουσική παραπάνω από το να ασχολούμαι έτσι. Ασχολήθηκα και επαγγελματικά με τη ροκ παίζοντας σε διάφορα νυχτερινά κέντρα».


– Αλλά ως εκείνη τη στιγμή εμπειρικά.


«Περισσότερο εμπειρικά, ναι. Κάποια στοιχειώδη γνώση μουσικής είχα αλλά τα περισσότερα ήταν εμπειρικά. Αλλά σπούδασα – σκληρές σπουδές – για να μάθω να παίζω καλύτερα ροκ μουσική».


– Και ξαφνικά βρέθηκες στο άλλο μέρος.


«Και ξαφνικά μου άνοιξαν άλλοι κόσμοι. Βεβαίως, είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό στη μουσική τη δική μας, πέρα από τους ασύμμετρους ρυθμούς, που είναι κάτι που με χαρακτηρίζει, και τη μελωδικότητα στη μουσική, το πώς χρησιμοποιώ τη ροκ, την τζαζ, ενσωματώνοντάς της, σαν ενιαίο αμάλγαμα, γιατί πιστεύω αυτό που έλεγε ο Χάιντν: Στη μουσική πρέπει να υπάρχει το popular στοιχείο, το λαϊκό στοιχείο. Αυτό είναι ένα παγκόσμιο λαϊκό στοιχείο, η τζαζ, η ροκ μουσική είναι αυτό που ακούμε συνεχώς, είναι το λαϊκό στοιχείο».


– Το ροκ προϋπήρχε του… ροκ;


«Βεβαίως. Ο ηλεκτρικός ήχος δεν κάνει το ροκ. Το ροκ είναι μια στάση ζωής. Οι κοινωνικές συνθήκες γέννησαν το ροκ και κάποιες τάξεις οι οποίες το αγκάλιασαν. H Ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται και είναι η ίδια.


Ο Μπετόβεν δεν ήταν ένας αμφισβητίας της άρχουσας τάξης, του περιβάλλοντος; Από πλευράς τρόπου ζωής. Δεν εντάχθηκε, δεν πήγε σε μια εκκλησία να δεχθεί να γράφει μουσική για τον επίσκοπο για να μπορεί να ζήσει. Και ταυτόχρονα η μουσική του έχει έναν τέτοιο δυναμισμό που το καλύτερο ροκ γκρουπ δεν μπορεί να φτάσει. Μόνο το μοτίβο της Πέμπτης Συμφωνίας αρκεί για να καταλάβει κάποιος τι σημαίνει ροκ, τι σημαίνει δύναμη, τι σημαίνει γροθιά.


Ταυτόχρονα βεβαίως ο Μπετόβεν συνδυάζει και άλλα στοιχεία. Δηλαδή, είναι hard rock, είναι και πνευματικός, είναι και χέβι μέταλ. Κατάλαβες; Συνδυάζει όλες τις τάσεις, τα πάντα. Ολες οι τάσεις του ροκ εμπεριέχονται σε έναν συνθέτη. Γιατί είναι ο Μπετόβεν ένας σημαντικότατος δημιουργός στην ιστορία της μουσικής».


– Εσύ τι έχεις μάθει από αυτόν τον μουσικό;


«Εγώ έχω μάθει τα πάντα από αυτούς τους μεγάλους δασκάλους: από τον Μπετόβεν, από τον Μπαχ. Εχω μάθει τι σημαίνει μουσική, έχω μάθει τι σημαίνει να αφιερώνεσαι στη μουσική, έχω μάθει ότι αυτή η αφιέρωση μπορεί και να μην έχει οικονομικά οφέλη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το μάθεις νέος. Παρ’ όλο που είμαι επαγγελματίας με επαγγελματικά δικαιώματα, αυτό είναι άλλο θέμα.


Εχεις μάθει το σημαντικότερο από αυτούς: το γιατί κάνεις αυτή τη δουλειά, αν το πούμε δουλειά. Γιατί κάνεις μουσική. Κάνεις μουσική για να μπορέσεις, αυτό που είπαμε πριν, να ταξιδέψεις με κάποιον μαζί, να είσαι ο πομπός εσύ και οι άλλοι δέκτες, να στείλεις τελικά τα μηνύματα που έχεις λάβει ο ίδιος από τη μουσική που υπάρχει στο Σύμπαν.


Αυτό έχεις μάθεις από αυτούς. Αυτό έκαναν. Και μάλιστα ήταν τόσο δυνατά τα σήματα αυτά που διέσχισαν τους αιώνες χωρίς αυτοί να είναι παρόντες. Εκεί έρχεται ο ρόλος του αναδημιουργού, ο οποίος είναι εξαιρετικά σημαντικός».


– Σ’ ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ σ’ ευχαριστώ».