Με αντίζηλο την επιτυχία



Ενα από τα πράγματα που μου έκαναν αμέσως εντύπωση όταν αντίκρισα για πρώτη φορά από πολύ κοντά τον Ντανιέλ Οτέιγ, πέρυσι στις Κάννες λίγο προτού συζητήσουμε για την τελευταία ταινία του «Ο αντίζηλος» («L’ adversaire») της Νικόλ Γκαρσιά, ήταν το ύψος του. Γνωρίζω ότι η κινηματογραφική οθόνη έχει τη δυνατότητα να «διογκώνει» την εικόνα των ηθοποιών, όμως ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι ο Οτέιγ είναι τόσο βραχύσωμος. Ανθρώπινη μινιατούρα. Ενα ακόμη χαρακτηριστικό του γεννημένου στο Αλγέρι γάλλου ηθοποιού είναι η απέραντη μετριοφροσύνη του – αυτό τουλάχιστον εισέπραξα από τη γενικότερη συμπεριφορά του.


Πέραν της κούρασής του την ημέρα της συνάντησής μας (μου είπε τουλάχιστον τέσσερις φορές ότι νιώθει πολύ κουρασμένος), ο 53χρονος Οτέιγ θα πρέπει να είναι πραγματικά ένας εξαιρετικά γαλήνιος άνθρωπος. Μιλά χαμηλόφωνα αφού πρώτα σκέπτεται καλά αυτό που πρόκειται να πει και επιλέγει με προσοχή τις λέξεις του. Οχι επειδή δεν θέλει να εκτεθεί αλλά επειδή απλώς αυτή είναι η φύση του. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που βλέπει κανείς γενικότερα στους ευρωπαίους καλλιτέχνες όταν καλούνται να μιλήσουν για τη δουλειά τους. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους λένε «παπαγαλία» αυτά τα οποία έχουν μάθει για τη συγκεκριμένη ταινία και ουσιαστικά καθοδηγούν εκεί όπου εκείνοι θέλουν τη συνέντευξη, οι Ευρωπαίοι αφήνουν την αίσθηση των βαθιά σκεπτόμενων ανθρώπων, έχουν πλουσιότερο λεξιλόγιο και δεν μιλούν σαν να έχουν βγει από την πρέσα.


Η εναλλαγή ρόλων


«Δεν είναι πιο δύσκολο να παίξεις σε μια κωμωδία» λέει ο Οτέιγ, όταν αναφέρομαι στην ευκολία με την οποία ταλαντεύεται από την κωμωδία στο δράμα. «Βεβαίως οι κωμωδίες που επιλέγω να παίξω είναι κωμωδίες καταστάσεων. Νομίζω ότι το όλο ζήτημα είναι να μπορείς να κατευθύνεις τον κόσμο προς τα κάπου και με αυτήν την έννοια δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω τον κωμικό. Αν με ρωτήσετε τι προτιμώ να παίζω θα σας πω τα πάντα. Γιατί μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες, είτε κωμωδίες λέγονται αυτές είτε τραγωδίες. Αλλωστε, δεν επιλέγουμε την επιτυχία. Είναι όμως καλό να κάνουμε επιτυχίες γιατί αυτό μας προσφέρει την ελευθερία για πιο απαιτητικές επιλογές» μου απαντά χαμογελώντας όταν ζητώ τη γνώμη του για τη διαφορά εμπορικών – καλλιτεχνικών ταινιών.


Η ιστορία του Ρομάν


Ωστόσο ο Ντανιέλ Οτέιγ, o οποίος εισχώρησε για πρώτη φορά στον κόσμο του κινηματογράφου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (με το «L’ agression» του Ζεράρ Πιρές) και μετρά παραπάνω από πενήντα εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες, δεν παύει να είναι περισσότερο γνωστός ως ηθοποιός τραγικών ρόλων. Αρκεί να ρίξει κανείς μια σύντομη ματιά στη φιλμογραφία του και θα βρεθεί ανάμεσα σε τίτλους όπως «Βασίλισσα Μαργκό» του Πατρίς Σερό, «Μια καρδιά τον χειμώνα» του Κλοντ Σοτέ, «Ζαν της Φλορέτ» και «Μανόν των πηγών» του Κλοντ Μπερί και βέβαια «Ο δήμιος του Σαν Πιερ» του Πατρίς Λεκόντ, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Οτέιγ στην Ελλάδα. «Είναι αλήθεια και είναι κάπως περίεργο» απαντά όταν αναφέρω την κλίση του στην τραγωδία. «Είμαι ένας εσωτερικός ηθοποιός. Μου αρέσουν οι ηθοποιοί που συνδυάζουν τη δύναμη με την ευθραυστότητα. Αυτόν τον συνδυασμό εκτιμώ κυρίως στις γυναίκες. Συνήθως από τις ηθοποιούς ζητούν να είναι πάντα ωραίες, ποτέ κουρασμένες. Εμείς οι άντρες δεν είμαστε υποχρεωμένοι να φαινόμαστε ωραίοι».


Πραγματικά, τεράστια είναι η απόσταση που χωρίζει για παράδειγμα το «Κρυφό ταλέντο», μια ανάλαφρη γκέι κωμωδία του Φρανσίς Βεμπέρ, από την εσωτερικότητα ενός ψυχολογικού δράματος όπως ο «Αντίζηλος» της Γκαρσιά. Στον πιο τολμηρό και έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους της κινηματογραφικής καριέρας του, ο ηθοποιός ενσαρκώνει τον Ζαν Κλοντ Ρομάν, ο οποίος το 1993 συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη όταν δολοφόνησε τη σύζυγο, τα παιδιά και τους γονείς του και στη συνέχεια προσπάθησε ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι δεν ήταν γιατρός, όπως ισχυριζόταν τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια. Επιπλέον – ακόμη δυσκολότερο να γίνει πιστευτό – δεν ήταν τίποτε άλλο. Προκειμένου να μην τον ανακαλύψουν, προτίμησε να τους εξοντώσει, γιατί δεν άντεχε στην ιδέα να τον δουν να αποκαλύπτεται.


Ο Οτέιγ βρισκόταν στο Βέλγιο όταν άκουσε για πρώτη φορά την πραγματική ιστορία του Ρομάν. «Μου φάνηκε φρικτό. Δεν μπορούσα και ακόμη δεν μπορώ να το συλλάβω» λέει ο Οτέιγ που στο παρελθόν είχε δηλώσει ότι δεν θα έπαιζε ποτέ έναν ρόλο που θα απαιτούσε από τον ηθοποιό να κακοποιήσει ή να βλάψει παιδιά. «Το ξανασκέφθηκα. Γιατί, για παράδειγμα, στην ελληνική τραγωδία η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της, έτσι δεν είναι; Πέραν του αυθεντικού περιστατικού η ταινία είναι εμπνευσμένη από ένα βιβλίο που στη συνέχεια φιλτραρίστηκε μέσα από ένα σενάριο. Οταν το διάβασα, σκεφτόμουν ότι θα φοβόμουν να αφηγηθώ αυτή την ιστορία. Και όταν πάρθηκε η τελική απόφαση για το γύρισμα του «Αντιζήλου», ο φόβος μου αυξήθηκε. Μα πώς θα μπορούσε να γυριστεί μια τέτοια ιστορία;


Για να αποδώσω τον ρόλο του Ρομάν δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω να σκεφθώ τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του. Είχα απλώς την απαραίτητη δόση περιέργειας που χρειάζεται να έχει ένας ηθοποιός για να αποδώσει οποιονδήποτε ρόλο. Σίγουρα οι φόνοι είναι κάτι φρικτό. Τι είχε όμως μεσολαβήσει πριν από αυτούς; Δεκαοκτώ χρόνια που κανείς δεν θέλει να δει, κανείς δεν θέλει να ακούσει, κανείς δεν θέλει να καταλάβει. Δεκαοκτώ χρόνια εγκλωβισμού στο ψέμα και στην κοινοτοπία της καθημερινότητας, μέσα από την οποία, όπως ανακάλυψα, «μεταφέρεται» αγωνία. Μπορεί να είναι μια μπανάλ καθημερινότητα, όμως για τον Ρομάν είναι και εξαιρετικά αγχώδης. Αλλωστε, εξαιτίας αυτής της αγωνίας του, τα ψέματά του γίνονται σιγά σιγά αντιληπτά. Διότι, προσωπικά, πιστεύω ότι όνειρο αυτού του ανθρώπου είναι – τελικά – να αποκαλυφθεί. Να πέσει η μάσκα του. Το ήθελε αλλά και το φοβόταν ταυτοχρόνως…».


Καθαρό παίξιμο


Αυτή ακριβώς η έρευνα του ψυχολογικού υποβάθρου του ήρωα είναι που για τον Οτέιγ διαφοροποιεί τη μυθοπλασία της ταινίας από την απλή καταγραφή του γεγονότος. Οπως χαρακτηριστικά λέει η σκηνοθέτις Νικόλ Γκαρσιά, «ήταν απαραίτητο να τα πάρω όλα μαζί: την ιδιοτροπία αυτού του χαρακτήρα, την περιπλάνησή του, το αδιέξοδο στο οποίο τον οδήγησε και τους θανάτους αυτών στους οποίους δεν μπορούσε να παραδεχθεί πως η απατηλή ζωή του έπρεπε να αποκαλυφθεί».


Οσο για την επιλογή του ηθοποιού η σκηνοθέτις λέει: «Οταν επεξεργάζεσαι μια αληθινή ιστορία, όλοι προτείνουν να χρησιμοποιήσεις άγνωστους, ακόμη και ερασιτέχνες ηθοποιούς, προκειμένου να προσεγγίσεις μια παγερή, ανώνυμη, ντοκυμαντερίστικη τεχνική, που θα λειτουργεί ως απόδειξη αυθεντικότητας… Αλλά εγώ ήθελα να κάνω μια μυθοπλαστική ταινία και να αναλάβω τις ευθύνες της μυθοπλασίας.


Η αδιαπερατότητα δεν επιτυγχάνεται αυτομάτως από το γένος της ταινίας, αλλά πρέπει να παράγεται, να κατασκευάζεται από τον κινηματογράφο και τους μηχανισμούς του. Αν επιτυγχάνεται αυτό, είναι καλλιτεχνικά έντιμο να χρησιμοποιήσεις έναν ηθοποιό σαν μια εικόνα, έναν ηθοποιό, με τον οποίο μοιράζεσαι το έργο. Και ο Ντανιέλ Οτέιγ ήταν η πρώτη μου επιλογή… Επειδή είναι πρόθυμος να πάρει κάθε ρίσκο, επειδή είναι ένας από τους λίγους γάλλους ηθοποιούς που φέρνει ένα τραγικό βάθος στον κινηματογράφο. Εχει μια πολύ σπουδαία ποιότητα εσωτερικότητας, που συντίθεται από οικειότητα και αδιαφάνεια. Το παίξιμό του είναι καθαρό σινεμά».


Η ταινία «Ο αντίζηλος» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την προσεχή Παρασκευή 18 Απριλίου.